πεποιθήσεις οι οποίες θα κοιμίζουν τη σκέψη μας και θα καθοδηγούν τις πράξεις μας, αφήνοντας τα σπουδαία και σημαντικά για τους αρμόδιους και επιτήδειους. Σε άρρωστες κοινωνίες είναι υγιές το άτομο να μην προσαρμόζεται, να μην παραδίδεται, να μην συμφιλιώνεται με το στρεβλό, το άρρωστο και το άδικο.
Στον «όρκο του Παμφίρ» βρισκόμαστε στα δυτικά σύνορα της Ουκρανίας εκεί που βρίσκονται τα σύνορα της χώρας με τη Ρουμανία, ο λαθρέμπορος Παμφίρ (πέτρα) «αναπτύσσει» τις δουλειές του με ρίσκο, θάρρος κι αυταπάρνηση για το καλό της οικογένειας. Παραμονές ενός τοπικού καρναβαλιού που έχει παγανιστικές ρίζες, ο Παμφίρ επιστρέφει στο χωριό του. Μετά από μισό χρόνο «εργασιών» ο Λεονίντ όπως είναι το όνομα του «πετρώδους» ήρωα μας, αποφασίζει να επιστρέψει στην οικογένεια του να περάσει λίγο ξέγνοιαστα μαζί της και σιγά σιγά να αποχωρήσει από τη δουλειά του διακινητή μεταξύ των όμορων χωρών. Η οικογένειά του τον υποδέχεται γεμάτη χαρά και αγαλλίαση. Η γυναίκα του τον στηρίζει στη μεγάλη αυτή προσπάθειά, για να τον μεταπείσει πλήρως χρησιμοποιεί και το γιό τους ως τελευταίο αλλά πανίσχυρο επιχείρημα και σε κάποια τρυφερή στιγμή τους, όταν λαμβάνονται οι μεγάλες και καθοριστικές αποφάσεις, λέει ήρεμα, αποφασιστικά και πειστικά στον Λεονίντ:
-Ο Ναζάρ δεν έχει αντρικό πρότυπο, εσύ πρέπει να τον προσέχεις και συνεχίζει, τα λεφτά σου δεν σε κάνουν καλύτερο πατέρα. Ο Παμφίρ έχει ραγίσει και η απόφαση έχει ληφθεί όμως όπως λέει ο παπάς της ενορίας:
-Ο Θεός μας δοκιμάζει όλους.
Ο γιος του Παμφίρ ο Ναζάρ βάζει φωτιά στην εκκλησία με το ρητορικό ερώτημα να συνοδεύει την πράξη του «πού ήταν ο Θεός όταν τον χρειαζόμασταν;». Μέσα από τις φωτιές πετάχτηκαν όλοι οι διάβολοι, ο Ναζάρ παραδέχεται ότι αυτός έβαλε τη φωτιά στον χώρο και ο έρμος ο Λεονίντ κάνοντας την καρδιά του πέτρα, ξεκινάει για ένα τελευταίο καλό, προσοδοφόρο δρομολόγιο για να ξεχρεώσει τα σπασμένα του γιου του και τα χρωστούμενα μιας ολόκληρης ζωής.
Όπου όμως υπάρχει εύκολο χρήμα και πονηρές μπίζνες «αναφύονται» και κάμποσοι διεκδικητές, πολλώ μάλλον όταν δίνεται η ευκαιρία στον επικεφαλής της τοπικής αστυνομίας να ελέγξει το παιχνίδι του λαθραίου τρόπου διαβίωσης. Ο επικεφαλής του νόμου στην περιοχή έχει φτιάξει τη δική του συμμορία ή οποία εφάπτεται των αρχών και επιβάλλεται με άνεση και ευχέρεια στους αφελείς φτωχοδιαβόλους και τους ερασιτέχνες ευήθεις ανταγωνιστές του.
Οσονούπω κλείνει ένας χρόνος από τον περασμένο Φεβρουάριο, όταν ο Πούτιν με τις ορδές του εισέβαλε στην Ουκρανία από τα βόρεια και ανατολικά της χώρας. Ο βραβευμένος σκηνοθέτης Ντμίτρο Σουκολίτκι-Σόμπτσουκ εκείνο το διάστημα βρισκόταν στο μοντάζ και την επεξεργασία του «Παμφίρ». Η ταινία τελικά ολοκληρώθηκε με κόπους και με βάσανα και προβλήθηκε λίγο καιρό αργότερα στο "Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών" του φεστιβάλ Καννών. Πρωταγωνιστούν: Ολεκσάντρ Γιάτσεντιουκ, Στάνισλαβ Πότιακ, Σολομίγια Κιρίλοβα.
Ο σκηνοθέτης Ντμίτρο Σουκολίτκι-Σόμπτσουκ ντύνει την ταινία του με τις αμφιέσεις του παγανιστικού καρναβαλιού που επίκειται. Κάτω από μια μεταμφίεση μπορεί να βρίσκεται ο πατέρας ο οποίος λαχταρά να σφίξει στην αγκαλιά του τον γιό του, ο γείτονας που ετοιμάζει κάποιο χωρατό ή και κάποιος ανταγωνιστής που δεν έχει το μυαλό του στη διασκέδαση αλλά την μπάζα και το όφελος. Οι γκρίζοι ουρανοί, τα πυκνά δάση, ο λασπωμένος τόπος δίνουν ψυχή στη φωτογραφία του Νικίτα Κουζμένκο. Στην ταινία ο κυρίαρχος ρεαλισμός τρέπεται σε φυγή όταν εισβάλουν από κάθε πλευρά του κάδρου οι αλλόκοτες αμφιέσεις, τρομακτικές μάσκες, οι μουσικές, η διασκέδαση και το καρναβάλι, αλλά κυριαρχεί όταν η κάμερα σφηνώνεται σε γκρο-πλαν στον Παμφίρ και μετράμε δεξιά κι αριστερά του αδιέξοδα, εξαρτήσεις, ήττες και απελπισίες να τον κυνηγούν, χωρίς να έχει κάποια πιθανότητα διαφυγής σε μια προδιαγραμμένη ήττα η οποία περιμένει τα γεγονότα απλώς να κάνουν τον κύκλο τους και να την ολοκληρώσουν. Τα χρώματα με τα οποία ντύνει του ήρωες του στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του ο Ντμίτρο Σουκολίτκι-Σόμπτσουκ πνίγονται μέσα στην καταχνιά του τοπίου και το έρεβος της ζωής τους. Κάθε στιγμιαίο μικρό χαμόγελο γιορτής, έρχεται και το θερίζει στην επόμενη σκηνή η άγρια, ακανόνιστη, σμπαραλιασμένη πραγματικότητα την οποία βιώνουν οι αδύναμοι ήρωες μας. Έχουν αξία και σημασία τα πρότυπα σε έναν τέτοιο αλλόφρονα κόσμο; ποιος είναι ο ρόλος της θρησκείας, της κατήχησης μέσα σε μια τέτοια ζούγκλα στην οποία νικητής στέφεται πάντα ο ισχυρότερος; Αυτά τα ερωτήματα αφήνει ο σκηνοθέτης σαν τις σταγόνες της υγρασίας πάνω στα φύλλα των δένδρων και ξεμακραίνει με βαρύ και πένθιμο βήμα. Όλα δυστυχώς είναι λεπτομερώς προσχεδιασμένα και από καιρό προδιαγραμμένα. Σε μια κοινωνία που από την κορυφή μέχρι τα νύχια όλα είναι φτιαγμένα λάθος και οι κυρίαρχοι νόμοι της είναι το άδικο, το άνισο και το ανήθικο, η φιλευσπλαχνία και η συμπόνια μοιάζουν αμυδρές ακτίνες που βέβαια ποτέ δεν θα μπορέσουν να ζεστάνουν το παγωμένο τοπίο της βαρβαρότητας και της απανθρωπιάς.