που αντιμετωπίζει ο τομέας του ηλεκτρισμού στην Ελλάδα», αλλά κυρίως ασχολήθηκε –με την εξαίρεση της διασύνδεσης των νησιών– με μερικά από τα σημαντικότερα θέματα που αφορούν τον ΕΣΑΗ (Ελληνικός Σύνδεσμος Ανεξάρτητων Εταιρειών Ηλεκτρικής Ενέργειας) του οποίου είναι πρόεδρος.
Ανάλογα από ποια γωνία βλέπει κανείς τα πράγματα, θα μπορούσε εύκολα να εκφέρει μια διαφορετική άποψη για το καθένα από τα θέματα τα οποία ο κ. Καλλιτσάντσης επέλεξε να παρουσιάσει. Για παράδειγμα, θα παρουσιάσω πώς εφαρμόζεται ο μηχανισμός ανάκτησης μεταβλητού κόστους σε προηγμένες και περισσότερο ανταγωνιστικές αγορές ενέργειας από τη δική μας: Μία μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, παρά το γεγονός ότι δεν έχει επιλεγεί να λειτουργήσει μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο (δηλαδή έχει κάνει πιο ακριβή οικονομική προσφορά στην Ημερήσια Αγορά Ηλεκτρικής Ενέργειας από τις ανάγκες της ζήτησης τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο και δεν έχει «ενταχθεί» για λειτουργία στο ηλεκτρικό σύστημα), καλείται να λειτουργήσει για να καλύψει όχι τη ζήτηση, αλλά κάποιες ειδικές ανάγκες του συστήματος (π.χ. ευστάθεια). Είναι δίκαιο λοιπόν για τέτοιες ειδικές περιπτώσεις λειτουργίας μονάδας να υπάρχει σε ισχύ ένας μηχανισμός ανάκτησης μεταβλητού κόστους, ώστε να ανταμειφθεί η μονάδα τουλάχιστον με το μεταβλητό κόστος της (ενδεχομένως επαυξημένο με ένα εύλογο ποσοστό κέρδους).
Στη χώρα μας, ο μηχανισμός αυτός λειτούργησε στο πρόσφατο παρελθόν εντελώς διαφορετικά, οδηγώντας στην πλήρη ανατροπή της σειράς ένταξης των μονάδων στην Ημερήσια Αγορά και σε συνεχή άσκοπη λειτουργία των μονάδων φυσικού αερίου σε βάρος πιο οικονομικών μονάδων (κυρίως λιγνιτικών). Αυτό αποτελεί στρέβλωση της αγοράς και πρακτικά επιδότηση των μονάδων φυσικού αερίου, κάτι που πολλοί αποκαλούν στην αγορά «safety net» (δίχτυ ασφαλείας) για τις νέες μονάδες φυσικού αερίου. Το κόστος αυτής της στρέβλωσης, το οποίο ήταν αρκετά σημαντικό και αύξησε υπέρμετρα και άσκοπα τις εισαγωγές μας σε φυσικό αέριο, επιβαρύνοντας και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας σε μια κρίσιμη για την εθνική οικονομία περίοδο, ζημίωσε ακέραια τον χωρίς δικαίωμα άλλης επιλογής μοναδικό προμηθευτή της χώρας, τη ΔΕΗ, και αυτή με τη σειρά της απορρόφησε ένα μέρος του κόστους και μετακύλισε το υπόλοιπο στον τελικό καταναλωτή.
Η ΔΕΗ περνάει μία από τις πιο δύσκολες έως επικίνδυνες για τη βιωσιμότητά της περιόδους της μακρόχρονης ιστορίας της. Με πολύ χαμηλή έως μηδενική κερδοφορία, με οφειλές καταναλωτών που φθάνουν το ένα δισεκατομμύριο τριακόσια εκατομμύρια ευρώ (ποσό που διαρκώς αυξάνεται), με πλήθος υποχρεώσεων εκ του θεσμικού της ρόλου (π.χ. προμηθευτής τελευταίου καταφυγίου και καθολικής υπηρεσίας) και κυρίως με πλήθος χαμηλών τιμολογίων ειδικών περιπτώσεων! Η μη βιωσιμότητα της ΔΕΗ θα επιφέρει άμεσο πλήγμα όχι μόνο στους εργαζόμενους σε αυτήν, στίς συναλλασσόμενες επιχειρήσεις και στίς τοπικές κοινωνίες όπου δραστηριοποιείται, αλλά θα επηρεάσει αρνητικά την ίδια την εθνική μας οικονομία με επιπτώσεις που θα υπολείπονται μόνο της οικονομικής κρίσης που έπληξε τη χώρα μας το 2009.
Το μεγάλο στοίχημα για την Πολιτεία δεν είναι απλά πώς θα βγούμε από την κρίση, αλλά πώς θα αναδιαρθρώσουμε αποτελεσματικά την οικονομία μας για να βγούμε από την κρίση πλήρως απαλλαγμένοι από την κουλτούρα και τις πρακτικές που μας οδήγησαν σε αυτήν. Αποτελεσματική αναδιάρθρωση σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι επιχειρήσεις που δεν προσθέτουν αλλά αφαιρούν αξία από την οικονομία, ανεξάρτητα από το πόσο σημαντικές υπήρξαν στον παρελθόν, πρέπει ή να αλλάξουν και να δραστηριοποιηθούν σε άλλους τομείς, ή να κλείσουν. Δεν πρέπει να επιδοτούνται επιχειρηματικές δραστηριότητες για τις οποίες η χώρα δεν έχει συγκριτικό πλεονέκτημα. Είναι μια σπατάλη εθνικών πόρων, μειώνεται ο ανταγωνισμός και τα κίνητρα καινοτομίας και, ακόμη χειρότερα, αποτρέπεται η είσοδος στη χώρα καλών επενδυτών. Το υπεύθυνο υπουργείο στερείται ενεργειακής πολιτικής, απόρροια της παντελούς έλλειψης στοιχειώδους στρατηγικού σχεδιασμού. Εχοντας αποτύχει να δημιουργήσει κατάλληλους μηχανισμούς για την προώθηση της ανταγωνιστικότητας στην αγορά ενέργειας, η χώρα μας είναι έρμαιο οικονομικών και συντεχνιακών συμφερόντων
Τέλος, μέρος της ευθύνης για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ΔΕΗ φέρουν και οι εργαζόμενοι σε αυτήν. Είχαν στη διάθεσή τους δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια να συμβάλουν στην προσαρμογή της επιχείρησης στο νέο ενεργειακό περιβάλλον που διαμορφωνόταν στην Ευρώπη, όπως έκαναν όλες οι άλλες πρώην μονοπωλιακές εταιρείες των άλλων κρατών- μελών. Με τις αντιδράσεις τους ή την αδιαφορία τους επιβεβαίωσαν τη θεωρία του Δαρβίνου ότι «Τα είδη που επιβιώνουν δεν είναι τα πιο δυνατά, ούτε τα πιο έξυπνα - είναι αυτά που ανταποκρίνονται περισσότερο στην αλλαγή». Βέβαια, αν τα στελέχη και οι εργαζόμενοι της ΔΕΗ ήξεραν την εξέλιξη που θα είχαν οι επιλογές τους στους μισθούς τους, στις συντάξεις τους και στην ασφάλισή τους, θα είχαν ενεργήσει διαφορετικά. Σ’ αυτό συμβάλλαμε όλοι μας, γιατί η έλλειψη σωστής κουλτούρας και χρηστής διακυβέρνησης δεν αφορά μόνο τη ΔΕΗ ή τον κλάδο της ενέργειας. Είναι εθνικό πρόβλημα. Η πρωτοβουλία των κινήσεων για τη ΔΕΗ, αν δεν έχει χαθεί οριστικά, έχει περιοριστεί σημαντικά. Τώρα, αυτό που απομένει, και είναι πολύ καλύτερο από την απραξία, είναι η συνεργασία με την Πολιτεία για τη δημιουργία ενός μη επιδοτούμενου και ανταγωνιστικού κλάδου ηλεκτρικής ενέργειας, που θα παρέχει επιλογές στον καταναλωτή, θα ασκεί καθοδικές πιέσεις στίς τιμές και θα δίνει κίνητρα για αποτελεσματικές επενδύσεις.
* Ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς, αντιπρόεδρος ΙΟΒΕ.