Η Θεσσαλονίκη στο έργο των (εκτός Θεσσαλονίκης) Μακεδόνων λογοτεχνών
Οι λογοτεχνικές πόλεις μάς βοηθούν να καταλάβουμε καλύτερα την ίδια τη δομή και το πνεύμα των αληθινών, υπαρκτών πόλεων («προσφέρω στην πόλη το πολύτιμο βλέμμα μου», θα γράψει ο Νίκος Καρούζος). Όχι όμως με τη ματιά του εντόπιου, του εγκαταβιώνοντος εραστή που ζει την πόλη κατανάγκην, σαν αναγκαίο γεγονός αλλά με την άδολη και γι' αυτό αντικειμενικότερη οπτική του ξένου, του περαστικού, του διαβάτη.
Τι βλέπουν λοιπόν οι λογοτέχνες μας όταν μιλούν για τη Θεσσαλονίκη (ιστορικό κέντρο αλλά και περιφέρεια); Κάποιες πρώτες παρατηρήσεις στο υλικό που συγκεντρώθηκε κυρίως από τη μεταπολιτευτική περίοδο και μετά μας επιτρέπουν να προβούμε σε ορισμένες διαπιστώσεις. Η πόλη της Θεσσαλονίκης είναι πρώτα πρώτα η ιστορία της (με την εξής σειρά: βυζαντινή, μακεδονικός αγώνας/απελευθέρωση, κατοχή και ξεκλήρισμα των Εβραίων, Λαμπράκης, δικτατορία, μεταπολιτευτική κοινωνία της αφθονίας και των μεταναστευτικών ρευμάτων).
Ταυτόχρονα, και εδώ είναι το σπουδαίο, η πόλη είναι η αφορμή για σκέψεις, κρίσεις, παρατηρήσεις, σχόλια, υπαρξιακές νύξεις γύρω από τον άνθρωπο, τις σύγχρονες ανάγκες του, τα αδιέξοδα (πολιτικά και κοινωνικά) και τις άγριες μοναξιές ενός αλλοτριωτικού και αλλοτριωμένου περιβάλλοντος. Από τον δρόμο αυτόν η θεσσαλονίκεια αναφορά μετατρέπεται σε αναφορά για την πόλη καθεαυτήν, γίνεται η μετωνυμική εκδοχή της προκειμένου να δηλωθούν τα φλέγοντα προβλήματα της λογοτεχνίας, της γλώσσας, της κοινωνίας και των ανθρώπων που τη συγκροτούν.
Τέλος η πόλη της Θεσσαλονίκης είναι και οι συγγραφείς της, η τέχνη των οποίων επηρέασε ουσιαστικά τη λογοτεχνική παραγωγή των μακεδόνων λογοτεχνών μετά το 1974 άλλοτε ρητά και άλλοτε έμμεσα: για παράδειγμα ο Μίμης Σουλιώτης, ο Θανάσης Μαρκόπουλος, ο Μάκης Καραγιάννης, ο Αντώνης Κάλφας, ο Βασίλης Καραγιάννης, ο Βασίλης Παπάς, ο Διαμαντής Αξιώτης κ.ά. έγραψαν κριτικά κείμενα, εξέδωσαν Θεσσαλονικείς, οργάνωσαν λογοτεχνικές βραδιές, συμπόσια και ημερίδες με τους περισσότερους από τους σύγχρονους λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης ή μίλησαν για το έργο τους συγκροτώντας με τον τρόπο αυτό μια έννοια κοινού «λογοτεχνικού πεδίου» (Μπουρντιέ) ή «δικτύωσης» για να αναφερθώ σε έναν πιο μεταμοντέρνο όρο.
Ο κοζανίτης βιβλιοφάγος Βασίλης Καραγιάννης επανέρχεται εδώ και σαράντα χρόνια συνεχώς στην πόλη της Θεσσαλονίκης, άλλοτε αγαπητικά κι άλλοτε ειρωνικά —ή και με θυμό— κι αυτό με πολλές αφορμές ή και ιδιότητες: προκειμένου να παραλάβει ή να παραδώσει το φρέσκο τεύχος της «Παρέμβασης» στο εδώ ευρισκόμενο τυπογραφείο, προκειμένου να παραστεί σε κάποια εκδήλωση φίλου ή και εχθρού. Η πόλη είναι για τον Καραγιάννη ακόμη ταμείο εκλεκτών αισθημάτων αφού συνδέεται με τα φοιτητικά χρόνια των πρώτων σοβαρών διαβασμάτων, με αναμνήσεις από τα δύσκολα χρόνια της χούντας αλλά και με την πρώτη μεταπολίτευση και τον αέρα των νέων ιδεών και της αύξησης της εκδοτικής παραγωγής. Η Θεσσαλονίκη ταυτόχρονα είναι ωστόσο και πόλη πληκτική, με ηλίθιες πάπιες στο λιμάνι, πόλη της διαπλοκής, των μικρών, ασήμαντων ή σοβαρότερων προσπαθειών για τη ευόδωση των στόχων του αλήστου μνήμης ΙΝΒΑ και των απελπισμένων ενεργειών για συνεργασία μεταξύ ενδοχώρας (Κοζάνης) και μητροπολιτικής πόλης.
Για τον καστοριανό Ηλία Παπαμόσχο («Τα ερείπια») η Θεσσαλονίκη είναι ευκαιρία για βόλτες, καφέ ή θέατρο ενώ και μια μικροιστορία των οδονυμίων είναι απαραίτητη προκειμένου να τονιστεί η ταυτότητα της πόλης (Φιλική Εταιρεία, Μακεδονικός Αγώνας). Η καβαλιώτισσα πλέον Γεωργία Τριανταφυλλίδου κλείνει το μάτι ειρωνικά στην πολυσυζητημένη ερωτική ταυτότητα της πόλης.
Για τον βερροιέα Θανάση Μαρκόπουλο φλογερό κριτικό της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς η πόλη της Θεσσαλονίκης είναι μια «ανοιγμένη φλέβα» για να θυμηθούμε τον τίτλο μιας συλλογής του (1991). Στο ποίημα «το λεωφορείο των 12 μ.μ.», ο τόνος και η γλώσσα απηχούν Ασλάνογλου αλλά με αριστερές ανησυχίες: η μεταμεσονύχτια πόλη περιλαμβάνει ναυαγούς των κινηματογράφων, καθυστερημένους επισκέπτες φοιτητικών δωματίων, έρωτες, άδεια φωταγωγημένα λεωφορεία και «Συνασπισμένες μοναξιές/σαν τις αφίσες μιας απεργίας στην Αριστοτέλους».
Ο εδεσσαίος Βασίλης Παπάς στο ποίημά του «Θεσσαλονίκη» συντάσσει μια ελεγεία για έναν φίλο που ζει στην πόλη απομονωμένος. Αυτό που μένει είναι η πίκρα, μια διάθεση ήττας του παλαιού αγωνιστή κι ακόμα μια θλίψη γκαρσονιέρας «εκεί που παίζει άλλο σινεμά, μ' άλλες κραυγές μι άλλους ψιθύρους». Στο ανέκδοτο ποίημά του «Bloomsday» περιγράφεται μια συνάντηση του πατέρα με ομοιδεάτες και άλλους φίλους της συντεχνίας στη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο η μνεία της ημερομηνίας ανασύρει στην επιφάνεια τον μέγιστο Τζόυς με τις χίλιες σελίδες του και αναγκάζει τον αφηγητή να κάνει την άνιση σύγκριση με τη νεοελληνική πραγματικότητα (τόπος: Λαδάδικα): «Νεόνυμφοι με γκαζοζέν στη Σαλονίκη/ Ιούνιος του '45 και δεκαέξη, επιπλέον, του μηνός./ Συνάντηση με Αυγουστή, Ηφαιστίωνα κύριο Τρουλλινό/ τάπες κι εσάνς από τους Μπενφοράδο./ Bloomsday στα Λαδάδικα/ να συμπληρώσω με την ευκαιρία τώρα εγώ/ χίλιες σελίδες ως γνωστόν, ο κατά Τζόυς Οδυσσέας./ Για την εγχώρια/ ούτε στον πρόλογο δεν είμαστε ακόμα».
Ο Μάκης Καραγιάννης κριτικός ευαίσθητος ασχολήθηκε με την αισθητική της ιθαγένειας στην κοζανίτικη εκδοχή της και ύστερα από ένα εξαιρετικό τόμο διηγημάτων (Ο καθρέφτης και το πρίσμα) μάς έδωσε πέρυσι το πρώτο του μυθιστόρημα εξολοκλήρου θεσσαλονίκειο. Ο αφηγητής του βιβλίου «Το όνειρο του Οδυσσέα» εκτός από δημοσιογράφος είναι μαθηματικός, καλός γνώστης της ιστορίας της Τέχνης και διαβάζει μετά μανίας λογοτεχνία, είναι δηλαδή ένα πιστό alter ego του συγγραφέα. Θέμα του βιβλίου είναι η χρεοκοπία της γενιάς της μεταπολίτευσης—ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Τόπος της μυθοπλασίας είναι η πόλη στην ιστορική διάρκεια του εικοστού αιώνα (Μάης του 36, κατοχή, εμφύλιος, δικτατορία, μεταπολίτευση). «Ως επιμύθιο αυτής της πολυεστιακής αφήγησης δεν βγαίνει άλλο από την πλήρη χρεοκοπία τής εν λόγω γενιάς. Στο γιατί, δεν δίνεται καμιά σαφής απάντηση και μάλλον δεν μπορεί να δοθεί εύκολα. Ισως επειδή επιθυμούσε ανατροπή των πάντων ή, επειδή εμφορείτο από ανεδαφικά οράματα ή, ακόμη, επειδή κουβαλούσε σύγχυση, που κατέληξε σε ιδιοτελείς επιδιώξεις ή, τέλος, επειδή αφέθηκε στον κακό εαυτό της» (Μ. Θεοδοσοπούλου, Ελευθεροτυπία, 19/11/2011).
(Διοργάνωση του περιοδικού Παρέμβαση)