Tο περιοδικό Παρέμβαση και το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης τιμούν τον σπουδαίο ποιητή, θεατρικό συγγραφέα και στοχαστή
Ο Δημήτρης Δημητριάδης διακονεί εδώ και τριανταπέντε χρόνια περίπου έναν λόγο αιρετικό, τολμηρό, ρηξικέλευθο, αντίστροφο, μη κανονικό. Ιδεολογικά αντιτίθεται στα συνήθη δόγματα, ακόμη και σε αυτά της νεωτερικότητας (κοινωνία, φύλο, συμβάσεις, ορθολογικότητες κλπ)
υπερασπιζόμενος τον άνθρωπο, το ανθρωπρεπές του ανθρώπου, αυτό που κάνει τον ίδιο τον άνθρωπο κέντρο της ζωής και της δράσης για ζωή. Και βεβαίως δεν είναι τυχαίο ότι δάσκαλοί του σε αυτόν τον αγώνα αναζήτησης του ανθρώπου είναι οι αρχαίο τραγικοί αλλά και ο Ντοστογιέφσκι και ο Προυστ.
Από το «Πεθαίνω σαν χώρα» (1978) μέχρι τα πρόσφατα «Περί Πίστεως. Εμείς (και) οι δαιμονισμένοι» (2012) διανύθηκαν σαράντα βιβλία: κείμενα πεζά, ποιητικά, θεατρικά, αλλά και κείμενα ποιητικής και κείμενα κριτικής, αναστοχαστικής κοπής, με μόνιμο και μοναδικό αντικείμενο τον πάσχοντα άνθρωπο: τον άνθρωπο, όχι το άτομο ή το υποκείμενο ως δυτική ταυτότητα ούτε τον άνθρωπο ως πρόσωπο όπως το συναντάμε στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοση αλλά τον ίδιο τον σωματικό, σαρκικό και σαρκωμένο άνθρωπο, με τα πάθη, το κακό, την καταστροφή, τους έρωτες και τα δαιμόνιά του.
Το όχημα μεταβίβασης του ιδεολογικού και αισθητικού του πράτττειν είναι ένα πλούσιο και ακριβές λεκτικό. Ο Δημητριάδης παθιάζεται με τις λέξεις, την αναζήτηση της κυριολεξίας (αν πιστέψουμε ότι αυτό είναι δυνατό αφού όλη η γλώσσα δεν είναι παρά μια μεταφορά για τον Ντεριντά). Με κοφτές και ασθμαίνουσες φράσεις, με έναν λόγο συνήθως μικροπερίοδο, προφητικό, θεολογικά φορτισμένο ακόμα κι όταν ο ίδιος αποποιείται τη θεολογικότητα, με πισωγυρίσματα και σπαρακτικές εγκιβωτισμένες ιστορίες, με τον μονίμως αλλόφρονα στοχασμό γύρω από τις συνθήκες της ύπαρξής μας ο Δημητριάδης βιτριολικά και κατ’ επανάληψιν μάς κάνει να πονάμε, μάς δείχνει τον πόνο, θέτει τα δάχτυλα επί τον τύπον των ήλων όχι για να βεβαιωθεί και να κερδίσει την εμπιστοσύνη αλλά για να πονέσει, να μας κάνει να πονέσουμε αφού ο άνθρωπος (ο ηττημένος, ο ερωτευμένος άνθρωπος αλλά και ο εντός της κοινωνίας βορά των θεσμών ριγμένος άνθρωπος) είναι το μέλημά του. Μόνο αφού αφουγκραστούμε τον πόνο μπορούμε να δούμε, να αντιληφθούμε το πυρέσσον νόημα της ζωής μας ή ακόμα και να αντιληφθούμε τη φενάκη, την ίδια την σκοτεινή, την απατηλή ρίζα της ένωσής μας με αυτό που αποκαλούμε ζωή.
Ήδη από τη συλλογή Κατάλογοι 1-4 (1980) ο Δημητριάδης έκανε σαφές το σχήμα του ανθρώπου για τον οποίο μιλούσε:
Αυτός ο άνθρωπος είναι ακόμα εκτός κόσμου.
Όποιος σήμερα είναι εκτός κόσμου,
αυτός ανήκει στον μέλλοντα κόσμο,
σ’ αυτόν που θα ’ρθει ανατρέποντας με κλάματα και πένθη,
φέρνοντας και την ανατροπή του.
Γιατί σε κάθε κόσμο υπάρχει πάντα
ένας άνθρωπος που είναι εκτός κόσμου.
Όποιος σήμερα είναι εκτός κόσμου,
αυτός μόνο θα μιλήσει για ν’ ακουστεί απ’ όλους,
θα μιλήσει όπως δε μίλησε ποτέ κανείς.
Όποιος σήμερα είναι εκτός κόσμου,
αυτός θα δοξαστεί και θα κερδίσει την άλλη όραση
που μόνη αυτή σώζει
από το εκτελεστικό θέαμα των ανθρώπων.
Πώς κερδίζει όμως ο άνθρωπος, αυτός ο εκτός κόσμου άνθρωπος, την ικανότητα να μιλήσει, δηλαδή την ικανότητα για επικοινωνία και αλήθεια; Και πώς, αν ο κόσμος ολόκληρος έχει μεταβληθεί σε ένα είδος εκτελεστικού αποσπάσματος/θεάματος, ο άνθρωπος σαν άλλος Οιδίπους θα κερδίσει την όρασή του; Ή μήπως κατά βάθος δεν υπάρχει ανατροπή και όλος ο χτισμένος με λέξεις κόσμος της λογοτεχνίας είναι μια ακόμη φενάκη, μια απατηλή κοσμική θεολογία, μια παρηγορητική παραμυθία, ένας Οιδίποδας που πρέπει να θανατωθεί για να κερδίσουμε εμείς οι δαιμονισμένοι την κάθαρση;
Ο ίδιος πάντως στο «Περί πίστεως» βιβλίο του επισημαίνει με εμφατικότητα: «Ο άνθρωπος ως όλον είναι απογοητευτικός, μία συνεχής διάψευση, μία μόνιμη επιβεβαίωση της μη προσδοκίας, η επιβολή και κατίσχυση του ανέλπιδου. Μόνον η τέχνη, αναφαίρετη και κάθε άλλο παρά γενικευμένη ανθρώπινη ιδιότητα, διασώζει το ανθρώπινο είδος και μας σώζει, κατά καιρούς απ’ την απογοήτευση. Ο ανθρωπισμός ή ο ανθρωποκεντρισμός, λοιπόν, έχουν την έννοια τής ενίοτε διά της τέχνης διάσωσης όλων μας. Δεν υπάρχει άλλη σωτηρία.» («Περί πίστεως», σ. 49).
Σε συνέντευξή του (Αγγελιοφόρος, 28 Οκτωβρίου 2012) θα υποστηρίξει για το εμβληματικό «Πεθαίνω σαν χώρα»: «Μπορεί να διαβάστηκε το κείμενο, όμως δεν κατανοήθηκε στις οδυνηρές του πλευρές. Είναι ένα κείμενο παραβατικό. Πηγαίνει κόντρα στους κανόνες, είναι αντι-κανονικό. Το ζητούμενο είναι να αλλάξουν άρδην όλοι οι κανόνες της ζωής. Η χώρα έχει βουλιάξει στη σύμβαση και την αντιγραφή. Χρειάζεται μια τολμηρή λειτουργία επινόησης και εφεύρεσης των πάντων. Πρέπει να τα σκεφτούμε όλα από την αρχή. Το παλιό, σήμερα περισσότερο από ποτέ, παλεύει με το καινούργιο. Είναι ένας αγώνας απίστευτης σκληρότητας. Βλέπω να συνυπάρχει η απίστευτη παρακμή με την ακμή του νέου. Είναι μία πολύ σημαντική στιγμή ιστορικά».
(Απόψε στις 8.30 στο Λαογραφικό Μουσείο Κοζάνης)