Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο του Ν. Κοτζιά- Πρέσπες, το παρασκήνιο και η μεθοδολογία: Πως φτάσαμε στην ιστορική συμφωνία
Το βιβλίο του Νίκου Κοτζιά, «Η Λογική της Λύσης» είναι μια τοιχογραφία του «Μακεδονικού-Ονοματολογικού» (Εκδόσεις Gutenberg) προβλήματος και της λύσης του.
Το βιβλίο καταγράφει βήμα προς βήμα τις διαπραγματεύσεις, τις δυσκολίες και τις αντιφάσεις τους, που οδήγησαν σε έναν έντιμο συμβιβασμό από τον οποίο η Ελλάδα βγήκε κερδισμένη, όπως και όλη η περιοχή.
Το vetonews προδημοσιεύει ένα μέρος του βιβλίου –που αναμένεται να συζητηθεί– και αναφέρεται σε άγνωστες στους πολλούς πτυχές της διαπραγμάτευσης για τη Συμφωνία των Πρεσπών, καθώς και σε στιγμιότυπα που στο πλαίσιο αυτής της μακράς και διπλωματικά και πολιτικά επίπονης διαδικασίας απέκτησαν, εκ των πραγμάτων, και προσωπικό χαρακτήρα.
Διαβάστε ένα εκτενές απόσπασμα από την “Λογική της Λύσης”:
… Στις διαπραγματεύσεις σημαίνει να κρατά κανείς στην αρχή αποστάσεις μέχρι να αξιολογήσει νοητικά, συναισθηματικά και πρακτικά ότι και η άλλη πλευρά θέλει Λύση. Όπως αναλύω στο τελευταίο Μέρος του βιβλίου, προκειμένου να πετύχουν οι διαπραγματεύσεις σε κάποιο σημείο πρέπει να περάσουν από τον ανταγωνισμό των θέσεων στη συναντίληψη ότι η Λύση του προβλήματος, αν γίνει προς όφελος όλων, είναι προς το συμφέρον και των δύο πλευρών. Νομίζω, σε εκείνο το σημείο όπου οι διαπραγματευτές βρίσκουν την κοινότητα των συμφερόντων και εγκαταλείπουν τη διαμάχη των θέσεων, περνούν από τη δυσπιστία στην Εμπιστοσύνη. Δυσπιστία και Εμπιστοσύνη όχι μόνο του ενός ως προς τον άλλο, αλλά από κοινού και των δύο στο κατά πόσο μπορεί να υπάρξει Λύση. Είναι η στιγμή όπου στη διαπραγμάτευση «σκοτώνεται» η απόσταση. Τα μέρη έρχονται κοντά και από τον ανταγωνισμό περνάνε στη συνεργασία. Βέβαια, οι διαχωρισμοί είναι μεθοδολογικοί και όχι απόλυτοι. Και αυτό γιατί και στις πιο ακραίες στιγμές δυσπιστίας μπορεί να υπάρξουν πλευρές Εμπιστοσύνης στο ένα ή άλλο θέμα και να γεννηθούν ψήγματα Εμπιστοσύνης. Ανάλογα, και στις πιο έντονες στιγμές Εμπιστοσύνης μπορεί στο ένα ή άλλο θέμα και πεδίο να υπάρχουν υπολείμματα δυσπιστίας.
1.5. Η κατάκτηση της Εμπιστοσύνης και η αλλαγή συμπεριφοράς
Η πείρα που περιέγραψα πιο πάνω, με βάση και τα θεωρητικά εργαλεία που μας δίνει μια θεωρία Εμπιστοσύνης, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όσο αναπτύσσεται η Εμπιστοσύνη ανάμεσα στις δύο πλευρές, τόσο περισσότερο καταγράφεται μια διαφοροποίηση στη συμπεριφορά.
Αυτή η διαφοροποίηση στις διαπραγματεύσεις για το Ονοματολογικό είχε τα εξής στοιχεία: (α) Έπαψαν οι δύο πλευρές να εμφανίζουν καθετί αδιαπραγμάτευτο. Η συζήτηση συγκεντρώθηκε περισσότερο στα κομβικά ζητήματα και στις πραγματικές κόκκινες γραμμές. (β) Άρχισε η συζήτηση για τις τελευταίες και αναζητήθηκαν εναλλακτικές. (γ) Συμφωνήθηκε (στη συνάντηση του Δεκεμβρίου του 2017 στις Βρυξέλλες) να διευρυνθεί η θεματική της διαπραγμάτευσης με μια ατζέντα για το μέλλον και τη συνεργασία των δύο κρατών μετά την εκπόνηση και υπογραφή της Συμφωνίας για το Ονοματολογικό. Η διαπραγμάτευση απέκτησε έναν ευρύτερο χαρακτήρα με θεματική που δεν είχε τις δυσκολίες που είχε η κύρια θεματική της διαπραγμάτευσης. Άρα «κατασκευάστηκε» μια δεύτερη διαπραγμάτευση μέσα στη διαπραγμάτευση, που έδινε τη δυνατότητα να υπάρξει ένα πεδίο διευκόλυνσης διαμόρφωσης Εμπιστοσύνης και συγκλίσεων ανάμεσα στα δύο μέρη.
Μετά τις πρώτες συζητήσεις επί του κειμένου που συντάχθηκε από εμένα, διαμορφώθηκε ευρεία Εμπιστοσύνη και συμφωνήθηκαν τα κύρια ζητήματα ανάμεσα στις δύο πλευρές να τα βλέπουν διεξοδικά οι δύο Υπουργοί. ως προς το σχέδιο μελλοντικής συνεργασίας, που είχα καταθέσει, συμφωνήθηκε να γίνει η διαπραγμάτευσή του στο επίπεδο της ομάδας των εμπειρογνωμόνων και των διπλωματών. Το ίδιο έγινε όταν υπήρξε συμφωνία στα περί αλυτρωτισμού ανάμεσα στους δύο Υπουργούς και ανατέθηκε η καταγραφή ορισμένων επιμέρους στοιχείων στις δύο ομάδες των ειδικών.
Χαρακτηριστικό της διαπραγμάτευσης που οδήγησε στη Συμφωνία των Πρεσπών ήταν ότι δεν υποτιμήθηκε η δυνατότητα επηρεασμού του ενός από τον άλλον. Όπως έδειξα στο Κεφάλαιο 1 του Δεύτερου Μέρους, αν η ταυτότητα του «Άλλου» προκύπτει μόνο μέσα από την εικόνα που μου δίνει ο ίδιος, δεν πρέπει να ξεχνώ ότι η ταυτότητα αυτή (α) είναι μια σχέση που εξελίσσεται και αλλάζει μέσα στον χρόνο και, κατά συνέπεια, μπορώ (β) να αλλάξω την εικόνα που έχει εκείνος για μένα και (γ) να επιδράσω πάνω στην εικόνα που έχει ο άλλος για τον εαυτό του, δηλαδή, στην ίδια την (εθνική) ταυτότητά του. Να βρω τα πολιτισμικά στοιχεία που τον συγκρατούν στην επιλογή της μη αλλαγής, αλλά και εκείνα, ιδιαίτερα τα προσανατολισμένα στο μέλλον, που του επιτρέπουν την αλλαγή, την αποδοχή νέων στοιχείων ή την τροποποίηση παλαιότερων της συνολικής του ταυτότητας. Επί παραδείγματι, οι Βορειομακεδόνες έχουν μεγάλη πρόσδεση στον όρο «μακεδονικό», όχι μόνο διότι τον διεκδικούν από την Ελλάδα –ασφαλώς και γι’ αυτό– αλλά και γιατί είναι το στοιχείο με το οποίο διαχώρισαν τον Εαυτό τους από τους Βούλγαρους που ήθελαν να τους ενσωματώσουν, καθώς και από τους Σέρβους που τους ήθελαν σαν υποκατηγορία (Πολιτεία) στο κάθε φορά κράτος τους. (δ) Να μου αλλάξει ο Δημητρώϕ την εικόνα που έχω εγώ για εκείνον.
[…]
Ο φόβος ανήκει στην κατηγορία των αρνητικών συναισθημάτων, τα οποία ο Σπινόζα ονομάζει «λυπημένα πάθη». Ο φόβος επικοινωνεί με τον θυμό, τον φθόνο και την αποστροφή. Όλα συναισθήματα που έγινε προσπάθεια να καλλιεργηθούν έντονα στην περίοδο των διαπραγματεύσεων σε βάρος των διαπραγματευτών. Όπως εκτιμά η Nussbaum (2019a: 19), ένας τέτοιος φόβος «μπλοκάρει συχνά τις όποιες ορθολογικές σκέψεις, δηλητηριάζει την ελπίδα και παρεμποδίζει την δημιουργική συνεργασία για ένα καλύτερο μέλλον». Θυμίζω πως ο Nitzsche (1911c: 370) αξιολογούσε ότι «όλη η ιστορία του πολιτισμού είναι ο συνεχής περιορισμός του φόβου απέναντι στο τυχαίο, της άγνοιας, από το απρόβλεπτο».
Τα αρνητικά συναισθήματα, όπως είναι ο φόβος, η ταπείνωση και ο θυμός είναι από τα αισθήματα που μπορούν να γενικευτούν εξαιρετικά εύκολα (Sasley 2011: 462, 471). Αλλά υπάρχουν και θετικά συναισθήματα, όπως αυτό της Εμπιστοσύνης, της παρρησίας, του σθένους που στη Λογική της Λύσης κατέχουν κεντρικό ρόλο. Και αυτά προβάλλω στο βιβλίο.
[…]
Ζούμε σε μια διαφορετική εποχή από εκείνη του 19ου αιώνα, αλλά και του 20ού αιώνα μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Τα μικρά κράτη έχουν μεγαλύτερη άνεση να βρίσκουν συμμάχους και στηρίγματα. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης οι συμμαχίες ή και συνεργασίες μπορεί να βρίσκονται γεωγραφικά αρκετά μακρύτερα από την άμεση γειτονιά μιας χώρας.
Αυτό είναι κάτι που δεν το είχε αντιληφθεί η ελληνική κοινή γνώμη και διάφοροι μακεδονομάχοι. Είχαν κολλήσει στο δόγμα ότι «όσοι και αν αναγνωρίσουν τη Δημοκρατία της Μακεδονίας» αυτή όχι μόνο θα εξαρτάται άμεσα από εμάς (ορθό), αλλά αποκλειστικά από εμάς (λάθος). Έβλεπαν ότι το εμπόριο της ΠΓΔΜ πέρναγε από τη Θεσσαλονίκη. Δεν έβλεπαν, όμως, τις αναπτυσσόμενες σχέσεις της ΠΓΔΜ, επί παραδείγματι με τη Σερβία, τη Βουλγαρία, την Αυστρία και την Τουρκία, που ενίσχυαν την αυτονομία της έναντι της Ελλάδας. Δεν έβλεπαν ότι είχαν αρχίσει να σχεδιάζονται οδοί διασύνδεσης των Σκοπίων με άλλα λιμάνια, όπως το Δυρράχιο και πιθανά τη Βάρνα. Δεν έβλεπαν ότι στον δρόμο προς τη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη, οδικά και σιδηροδρομικά, ήταν η Ελλάδα που έπρεπε να περάσει από τα Σκόπια και όχι τα Σκόπια από την Αθήνα.
Ακόμα, σε μια τέτοια περίπτωση, τα συγκρουόμενα συμφέροντα στην περιοχή θα έπαιρναν το πάνω χέρι έναντι των συμφερόντων ειρήνης. Αυτό υποχρέωνε την Ελλάδα να παίξει ηγετικό ρόλο στη λύση των προβλημάτων της περιοχής των Βαλκανίων και όχι στη μικροπολιτική. Το πρόβλημα του Ονοματολογικού δεν δυσκόλευε μόνο τη ζωή τής τότε ΠΓΔΜ, που είχε αναγνωριστεί από περισσότερο από τα 2/3 των κρατών-μελών του ΟΗΕ, αλλά και της Ελλάδας, που είχε να αντιμετωπίσει το πολύ πιο ουσιαστικό και ισχυρά γεωπολιτικό πρόβλημα της Τουρκίας.
[…]
Η πρώτη επίσκεψη στα Σκόπια το καλοκαίρι του 2015
Άλλα δύο συμβάντα αξίζουν να σημειωθούν. Και τα δύο αφορούν την πρώτη μου επίσκεψη στα Σκόπια το καλοκαίρι του 2015, η πρώτη επίσημη Έλληνα Υπουργού Εξωτερικού με αυτή την ιδιότητα στη γείτονα χώρα. Πέρα από τη συνάντηση με την ηγεσία της χώρας και
του Υπουργείου Εξωτερικών, είχα, όπως ήδη ανέφερα, μια πολύωρη συνέντευξη Τύπου ενώπιον εκατοντάδων δημοσιογράφων, όπου το κύριο θέμα που προέκυψε ήταν ο δικός τους αλυτρωτισμός και η «αρνητική» κατ’ αυτούς στάση της Ελλάδας απέναντι στη χώρα τους, ακόμα και ως προς την ίδια την ύπαρξή της. Η συζήτηση αυτή επιβεβαίωσε τη διαφορετική ανάγνωση που έκανα εγώ σε σχέση με τους περισσότερους άλλους πολιτικούς.
Στην ΠΓΔΜ πράγματι υπήρχε ισχυρός και απαράδεκτος αλυτρωτισμός που φορέας του ήταν, πέρα από ιδιώτες, σειρά από τομείς του κράτους, βαθέος και μη. Οι φορείς αυτοί χρησιμοποιούσαν σύγχρονα μέσα για παλιωμένους σκοπούς. Ή, όπως έλεγε ο Αν τόρνο, «ορθολογικά μέσα για ανορθόλογους στόχους» (Adorno 2019 23-4). Αυτό που έκανε ήταν να φετιχοποιεί σύμβολα και ιστορικούς μύθους, που έχουν κατασκευαστεί εκ των υστέρων. Για το ζήτημα αυτό μιλώ, παρακάτω, στα Κεφάλαια για την ιστορία και τη διαπραγμάτευση (Τέταρτο και Πέμπτο Μέρος). Εδώ θέλω να σημειώσω ότι πίσω από τις διαμαρτυρίες και τις εκφράσεις στενοχώριας, εκεί όπου ο μέσος Έλληνας πολίτης θα έβλεπε προκλητικότητα (που πράγματι υπάρχει και αυτή), εγώ «διάβαζα» και κάτι άλλο: φόβο. Φόβο για τη στάση της Ελλάδας που θεωρούσαν (αδικαιολόγητα ως προς την πλειοψηφία και τις επιλογές του ελληνικού κράτους) ότι ήθελε να τους διαλύσει ως κράτος. Φόβο για το μέλλον τους. Έλλειψη Εμπιστοσύνης στον εαυτό τους. Στην υπέρβαση αυτού του φόβου, της δυσπιστίας, έπρεπε να συμβάλω για να φτάσουμε αργότερα σε Συμφωνία.
Το επόμενο ζήτημα αφορά την ανάλυση που έκανα της εσωτερικής κατάστασης της ΠΓΔΜ. Εδώ, είχα καταλήξει σε τρία συμπεράσματα:
Α. Το πρώτο συμπέρασμα ήταν ότι ακόμα και αν ήθελε Λύση ο ομόλογός μου Νικόλας Ποπόσκι, δεν θα τον άφηνε ο Γκρουέφσκι. Και αυτό, διότι το Ονοματολογικό έδινε του Γκρουέφσκι ταυτότητα και, κατά τη γνώμη του, την προοπτική νίκης σε επόμενες εκλογές.
Β. Το δεύτερο συμπέρασμα ήταν ότι θα έπρεπε κανείς να αποκτήσει στενές σχέσεις με τον αλβανικό παράγοντα, διότι είχε πολλούς λόγους να θέλει τη Λύση του Ονοματολογικού.
Γ. Το τρίτο συμπέρασμα προέκυψε από τη συνάντηση με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τον Σοσιαλιστή Ζόραν Ζάεϕ.
Κατάλαβα ότι ήθελε μια λύση.
Ο Ζόραν πίστευε ότι ο λαός του θα τον έκανε τον επόμενο Πρωθυπουργό. Τότε λανθασμένα πίστευα ότι κάτι τέτοιο θα ήταν παραπάνω από δύσκολο. Αποδείχτηκε ότι εκείνος είχε δίκιο. Παρ’ όλα αυτά, μετά την πρώτη συνάντηση, κατάλαβα ότι ήταν ο πολιτικός με τον οποίον θα μπορούσα να παλέψω για τη Λύση και να εμπιστευτούμε ο ένας τον άλλον. Η εκτίμησή μου για τα θετικά χαρακτηριστικά του Ζ. Ζάεϕ ήταν ορθή.
Μετά τη γνωριμία μου με την ηγεσία των Αλβανών της Βόρειας Μακεδονίας και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κράτησα σταθερή τη σχέση μαζί τους. Συχνά μιλούσαμε στο τηλέφωνο. Βοήθησα να προστατευτούν από επιθέσεις, πολιτικές και μη. Δημιουργήθηκε μέσα στα χρόνια μια σχέση Εμπιστοσύνης. Αυτή η σχέση γεννήθηκε και μεγάλωσε ενάντια στην τότε βούληση τρίτων. Σχέση που κανείς άλλος δεν είχε στην ελληνική κυβέρνηση ή ανάμεσα στα πρώτα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η Λύση του Ονοματολογικού δεν θα υπήρχε εάν δεν είχε αναπτυχθεί αυτή η σχέση Εμπιστοσύνης για τη Λύση, πολύ πριν αναλάβει ο Ζάεϕ την πρωθυπουργία.
Ούτε θα είχε συμφωνήσει να αναλάβω εγώ προσωπικά τη σύνταξη του σχεδίου κειμένου της Συμφωνίας χωρίς τη σχέση Εμπιστοσύνης. Ήξερε πολύ καλά ότι εγώ, όπως και εκείνος, ήθελα τη Λύση. Και ήξερε ότι τον σεβόμουν, όπως με σεβόταν, και ότι τον εκτιμούσα, όπως με εκτιμούσε. Υπήρχε μια φιλική σχέση μεταξύ μας εξ αρχής…