Πατέρας-Ένα οδοιπορικό στις αχανείς στέπες της γραφειοκρατίας |γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος
Σε μια μικρή Σερβική πόλη, ένας άνεργος πατέρας δύο παιδιών υποχρεώνεται να παραιτηθεί από την επιμέλεια των παιδιών του, όταν εξαιτίας της πείνας και της στέρησης η σύζυγός κάνει απόπειρα αυτοκτονίας.
Η σύζυγός του, η οποία έχει δυσεπίλυτα ψυχολογικά προβλήματα, αυτοπυρπολείται και νοσηλεύεται με σοβαρά εγκαύματα στο νοσοκομείο. Ο ίδιος είναι ένας φτωχός , φιλότιμος άνθρωπος ο οποίος δεν είναι, ούτε μορφωμένος, ούτε καπάτσος, ούτε ευφυής, το επίπεδο ζωής της οικογένειας ορίζει και κάποιες φορές διαρρηγνύει, προς το όλεθρο, τα όρια της φτώχειας.
Το μετακομουνιστικό γραφειοκρατικό σύστημα ζυγίζει στα πρόχειρα, με την αρμόζουσα ρηχότητα, τη δέουσα αδιαφορία, την πρέπουσα σκληρότητα, την κατάσταση και βγάζει το συμπέρασμα ότι ο «Πατέρας» είναι ανίκανος να είναι πατέρας και πρέπει να του αφαιρεθεί η κηδεμονία των παιδιών, να του αφαιρεθούν μαζί και αυτά που νιώθει ένας άνθρωπος για τα παιδιά του και να αποκτήσει την επιμέλεια των παιδιών ανάδοχη οικογένεια.
Οι γραφειοκράτες με γρήγορες, αποφασιστικές, άγριες κινήσεις «έκαναν τη δουλειά τους» κανείς δεν μπορεί να τους προσάψει ότι δεν έκαναν το πρέπον, κανείς δεν μπορεί να τους κατηγορήσει ότι δεν έκαναν το νομότυπο. Εκτός από τον Πατέρα. Ο Νίκολα, αφού δεν τα καταφέρνει να τα βρει με τη διεφθαρμένη γραφειοκρατία στη μικρή του πόλη, καταλαβαίνει ότι αυτό που του μένει είναι να διασχίσει με τα πόδια 300 άγονα χιλιόμετρα μέχρι την πρωτεύουσα, με σκοπό να ασκήσει έφεση στο παχυδερμικό μετα-τιτοικό κράτος για να έχει κάποιες ελπίδες, να ξαναποκτήσει την κηδεμονία των δυο παιδιών του. Ο Πατέρας πρέπει να διασχίσει αυτά τα 300 χιλιόμετρα μέχρι το Βελιγράδι θραύοντας τις δυσκολίες, διασχίζοντας έναν άνυδρο από κάθε συναίσθημα τόπο και όλα αυτά χωρίς πεντάρα τσακιστή στην τσέπη ούτε για ένα εισιτήριο λεωφορείου, χωρίς ελπίδες σοβαρές, χωρίς ούτε ένα τόσο δα αποδεικτικό στοιχείο δικαίωσης και παρηγοριάς.
Οι άνθρωποι της γραφειοκρατίας εκμαυλίζονται από το κράτος και σιγά-σιγά μαθαίνουν να λειτουργούν αυτόματα χωρίς κρίση και χωρίς συναισθήματα. Η ζωή τους πνίγεται στη χαρτούρα, την επανάληψη και τη συνήθεια. Οι γραφειοκράτες ασχολούνται με πράγματα που τους αναθέτουν, με σκοπό όχι να λύσουν τα προβλήματα των ανθρώπων, αλλά να διεκπεραιώσουν υποθέσεις που χρονίζουν και εκκρεμότητες που μακροημερεύουν χωρίς καμιά πρωτοβουλία, χωρίς ιδέες και ενσυναίσθηση. «Το κράτος είναι φτιαγμένο για τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος για το κράτος», έλεγε ο Αλβέρτος Αϊνστάιν, αλλά θολώνει το μάτι κάθε αλλοτριωμένου γραφειοκράτη, όταν ακούει τέτοιες ανθρωποκεντρικές σκέψεις, που θα έλθουν να σπείρουν καινά δαιμόνια και να ανατρέψουν το ραχάτι, τη συνήθεια και την ακινησία του.
Στην ταινία «Πατέρας», βραβείο κοινού στο Βερολίνο, του σέρβου σκηνοθέτη Σρνταν Γκολούμποβιτς ("Η Παγίδα", "Διασταυρούμενες Ζωές") τέμνεται ο αμήχανος, παραιτημένος και βολεμένος βαλκανικός γραφειοκρατικός μετα τιτοικός τρόπος λειτουργίας των θεσμών και του κράτους και με την ανθρώπινη τραγωδία, την άγνοια, την ανέχεια και την οδύνη.
Ο «Πατέρας» είναι ένα πνιγηρό οδοιπορικό στις ερήμους της γραφειοκρατίας, της αδιαφορίας της ωμότητας. Μοιάζει με αγροτικού και προκαπιταλιστικού τύπου εφιαλτική απεικόνιση, η οποία ξεψαχνίζει και στηλιτεύει τη μετασοσιαλιστική γραφειοκρατική εξουσία. Δεν έχει καμιά σημασία ότι έχει προηγηθεί η κομουνιστική Τιτοϊκού τύπου επανάσταση, ότι έχει επέλθει η ανατροπή της και ότι έχει επικρατήσει ο καπιταλισμός, όλα μοιάζουν να βρίσκονται σε μια βαθιά, βαλκανικού τύπου, ακινησία, γιατί όπως έγραφε ο Καναδός συγγραφέας Laurence J. Peter «H γραφειοκρατία υπερασπίζεται το status quo για πολύ καιρό αφότου το quo έχει χάσει το status του».
Σ’ όλη αυτή την Οδύσσεια του Νίκολα (Γκόραν Μπογκτάν) δεν υπάρχει τίποτα το ηρωικό, ο «Πατέρας» με όπλο του τη βαθιά πατρική αγάπη και πυξίδα το ένστικτο αγωνίζεται για να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια που ορθώνονται στην πορεία του. Διάφορα μικρά περιστατικά λειτουργούν σαν πλατώματα στα οποία ο σκηνοθέτης τοποθετεί ανθρώπους και κτίζει καταστάσεις, γεγονότα και χαρακτήρες που μάχονται τις ανθρώπινες ανάγκες, τις επιθυμίες και τις αγωνίες, μέχρις εξοντώσεως.
Στην ταινία ο ρεαλισμός συντονίζεται με τον νατουραλισμό σε μια πολύ ενδιαφέρουσα ντοκιμαντερίστικη απεικόνιση, που διαπερνά τη σκοτεινή σέρβικη πραγματικότητα, διατρέχει τα πολιτικοκοινωνικά συστήματα που την κυβέρνησαν και τις απανωτές ανατροπές που οδήγησαν τη χώρα μέχρις εδώ, γιατί στο τέλος συμβαίνει αυτό που ο Κάφκα σημείωνε «Κάθε επανάσταση εξατμίζεται και αφήνει ένα κατακάθι γραφειοκρατίας».