Elvis; Από τη λάμψη στην αιωνιότητα |Γράφει ο ΕλισσαίοςΒγενόπουλος
Δεν είναι καθόλου άσχημο να διάγεις ένα βίο ήσυχο, λιτό στη σκιά του χρόνου και της ταπεινότητας. Οι πιο συνετοί που γνώρισαν τη φήμη αποφάνθηκαν ότι δεν πρόκειται και για κάτι σπουδαίο, άλλοι πάλι ζυγίζοντας τα
πράγματα συμπέραναν κυνικά ότι μπορεί η δόξα να είναι κάτι εφήμερο πρόσκαιρο και προσωρινό αλλά και η αφάνεια είναι αιώνια, παντοτινή και δυσβάσταχτη. Όλοι όταν θέλουμε κάτι, ούτως ή άλλως παύουμε να είμαστε ελεύθεροι, γιατί η επιθυμία μας οδηγεί κατευθείαν στα δεσμά μιας χρυσής, περίκλειστης φυλακής από την οποία δεν βγαίνουμε ποτέ ή μάλλον μπορούμε να βγούμε μόνο εάν αφαλατώσουμε την ανάγκη μας για δόξα και αναγνώριση και την αντικαταστήσουμε με την ευγένεια των προθέσεων και την αγνότητα των σκοπών. Αλλά αυτά αφορούν εμάς τους κοινούς θνητούς. Όχι τους εστεμμένους με τη λατρεία του κόσμου και την αναγνώριση της ιστορίας.
«Η φιλοδοξία είναι ένα όνειρο με οκτακύλινδρη μηχανή», έλεγε ο Elvis που κάτι γνώριζε από φήμη και δόξα. Ο Αυστραλός σκηνοθέτης Μπαζ Λούρμαν και ο γνωστός τρόπος που δημιουργεί τις ταινίες του («Romeo + Juliet», «Moulin Rouge», «Great Gatsby») δεν αφήνει καμιά αμφιβολία πως θα έφτανε στη σκοτεινή αίθουσα η πυρωμένη βιογραφία του βασιλιά Elvis. O Λούρμαν αποφασίζει να ξαναθυμίσει τον εκρηκτικό βασιλιά στους παλαιότερους αλλά και να τον συστήσει στους νεότερους. Τα ακούσματα του νεαρού Elvis στο νότο στο Τουπέλο του Μισισίπι, η παιδική του ηλικία, τα γκόσπελ στις κατανυκτικές κυριακάτικες λειτουργίες, τα κόμικς που καταβρόχθιζε το ένα μετά το άλλο ο μικρός Elvis, οι βαθιές τομές στον ψυχισμό του μικρού από την μητέρα του. Ο σκηνοθέτης υπογραμμίζει τη μεγάλη σημασία για την διαμόρφωση του Elvis την επαφή με την αφροαμερικανική κοινότητα του χωριού του, αφού πήγαινε στην εκκλησία των μαύρων με τη μάνα του: «Κεντρική στη ζωή του Εlvis ήταν η σχέση με την κουλτούρα των μαύρων. Είναι ο καμβάς στον οποίο είναι γραμμένη η ζωή του. Αν τον αφαιρέσετε, δεν υπάρχει άλλη ιστορία. Μεγάλωσε εκεί, και κατά καιρούς ήταν ο μοναδικός λευκός στα κλαμπ. Το πνευματικό ταξίδι του ήταν η γκόσπελ, και ήταν θρήσκος».
Βέβαια καθοριστική στάθηκε η γνωριμία η γνωριμία του Εvis με τον “συνταγματάρχη” Τομ Πάρκερ. Ο ψευτοσυνταγματάρχης έγινε ο μάνατζερ του εκκολαπτόμενου βασιλιά του ροκ – εν –ρολ για πάνω από δυο δεκαετίες. Στην ταινία ο πανέξυπνος «συνταγματάρχης» ο οποίος στην πραγματικότητα ήταν κάποιος Ολλανδός μετανάστης, οσφραίνεται πρώτος τις ανεξερεύνητες ακόμα δυνάμεις και δυνατότητες, του σχεδόν εικοσάχρονου και αναλαμβάνει να τον οδηγήσει στο θρόνο που του ανήκει. Φρόντισε ο παμπόνηρος Τομ Πάρκερ να κόψει δρόμο μέσα από επαγγελματικά έξυπνες αποφάσεις και καλλιτεχνικά αμφίβολες επιλογές για να κερδίσει χρήματα, δόξα και αναγνώριση μέσω της άκρατης εκμετάλλευσης του φοβερού πουλέν που είχε ανακαλύψει. Αξιοποιώντας, κάποιες φορές παραμορφώνοντας τους κανόνες της αμερικανικής show business ο πανέξυπνος Ολλανδός, o οποίος παίζει στα δάχτυλα τις συμπεριφορές και τα ήθη του θεάματος, του ήχου και τις εικόνες που αρκετές φορές τις μετέτρεψε σε θέαμα του τσίρκου για να ικανοποιήσει τις προσωπικές του επιδιώξεις, οι οποίες όμως πολλές φορές αποδείχτηκαν καταστροφικές, για την πορεία, την υγεία αλλά και για την ίδια τη ζωή του Εlvis.
Στην ταινία του Λούρμαν, τον ρόλο του Πάρκερ υποδύεται ο Τομ Χανκς, ο οποίος είναι και ο κεντρικός αφηγητής των τεκταινομένων στη ταινία. Ο Τομ Χανκς είναι χωμένος μέσα στο μακιγιάζ για τις ανάγκες του ρόλου, όμως το παμπόνηρο ματάκι του μόνιμα παίζει και κάποια στιγμή στην ταινία, προφητικά, σχολιάζει: «Μία και μόνη ματιά σε εκείνο το αδύνατο αγόρι, στην επίδραση που ασκούσε στο κοινό του, κυρίως στο γυναικείο, έφτανε για να καταλάβεις ότι αυτός θα γινόταν ο καλύτερος». Η φωτεινή και ολόλαμπρη παρουσία του βασιλιά Elvis λειτουργεί αντιστικτικά με τη θαμπή, αντιπαθή και σκοτεινή του Τομ Χανκς και του συνταγματάρχη που υποδύεται. Αυτή η γκρίζα συνεργασία όμως είναι που έφεραν τις μεγάλες επιτυχίες όπως «Unchained Melody, Jailhouse Rock, Love Me Tender, Hound Dog, κ.ά. οι οποίες οδήγησαν τον Εlvis στο θρόνο του.
Για τον Μπαζ Λούρμαν ο οποίος δεν είναι μόνο σκηνοθέτης της ταινίας αλλά και φανατικός φίλος και λάτρης του Elvis, ο τραγουδιστής όταν πρωτοβγήκε στη σκηνή ήταν ένας ακραίος τύπος για την εποχή, ο οποίος ήρθε για να ανατρέψει τα πάντα που ήξεραν οι άνθρωποι της μουσικής και του θεάματος μέχρι τότε: «Αν ακούσεις τις πρώτες ηχογραφήσεις, της δεκαετίας του ’50, σου φαίνεται ότι ακούς τον πρώτο πανκ, κατά κάποιον τρόπο. Προκλητικός, όχι ευγενικός, ούτε νοσταλγικός. Όσοι τον είδαν τότε, τον θυμούνται σαν ένα σοκ της νιότης τους. Ποτέ τους δεν είχαν δει κάτι ανάλογο. Ήταν σίγουρα περίεργο θέαμα για το κοινό της εποχής του».
Έχουμε λοιπόν μια δραματοποιημένη βιογραφία με τα όλα της, που κάποιες φορές δεν αποφεύγει, παρά τις αντιρρήσεις του δημιουργού της, να γίνεται και αγιογραφία του Elvis. Στην ταινία της Warner Bros (σενάριο των Λούρμαν και Σαμ Μπρόμελ) πρωταγωνιστεί ο Οστιν Μπάτλερ κρατώντας τον κεντρικό ρόλο, του Πρίσλεϊ με δύναμη, σφρίγος και επάρκεια. Τον πλαισιώνουν: οι Ολίβια ΝτεΧόνγκε (Πρισίλα Πρίσλεϊ) , Γιόλα Κουάρτεϊ, Λουκ Μπρέισι, Ντάκρε Μοντγκόμερι, Σκότι Σμιτ-ΜακΦι.
Ο σκηνοθέτης είχε πολύ υλικό, είχε και τη σκοτεινή σχέση του Elvis με τον ψευτοσυνταγματάρχη Τομ Πάρκερ, είχε και το αμερικάνικο όνειρο στις πιο φωτεινές στιγμές και ταυτόχρονα στις πιο σκοτεινές του αβύσσους, είχε τις κοινωνικές τριβές, τις ιδεολογικές συγκρούσεις της εποχής, αλλά τα παρέκαμψε όλα αυτά και χάθηκε μέσα στη λάμψη, την έκρηξη, τα πυροτεχνήματα και την αφηγηματική γοητεία των φωτεινών και εντυπωσιακών πτυχών μιας πολύ σύνθετης, αρκετά σκοτεινής και τρομακτικά ενδιαφέρουσας βιογραφίας. Η ζωή του Elvis δεν αφορά μόνο αυτούς που τον έζησαν ή αυτούς που ακούν ροκ – εν- ρολ, κάντρι, γκόσπελ ή ποπ, αφορά και όλους τους νέους και τους έφηβους που ακούν χιπ- χοπ, Εμινεμ, ρεγκετον, λοου μπαπ, ραπ, γιατί κάθε νεαρός γνωρίζει και αν δεν το γνωρίζει το νιώθει ότι χωρίς τον Elvis η μουσική που αγαπά δεν θα υπήρχε ή θα ήταν κάπως αλλιώς.
«Όταν τα πράγματα πάνε άσχημα, μην πας μαζί τους», έλεγε ο Εlvis, αλλά τα πράγματα στην ταινία δεν πάνε καθόλου άσχημα, γι αυτό αξίζει να τρυπώσουμε σε μια σκοτεινή αίθουσα ή ένα καλοκαιρινό σινεμά να δούμε τον βίο, να ακούσουμε τις μουσικές του και να αισθανθούμε τον ηλεκτρισμό που μπορούσε να μεταδώσει στα έγκατά μας ο μεγάλος Εlvis, εξ άλλου είναι από τους λίγους βασιλιάδες που αξίζει, μέχρι τελευταίας λάμψης, το στέμμα και τον θρόνο του.