Ερωτική Επιθυμία - ταινία | Γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος
"Μίλα μου ψιθυριστά, αν μου μιλάς γι’ αγάπη". Γουίλιαμ Σαίξπηρ
Ο Γουόνγκ Καρ-Γουάι άπλωσε ένα ποίημα στις οθόνες, σαν ευωδιαστό σεντόνι
πάνω σε ολόγυμνο σώμα και μας μίλησε με τον δικό του μοναδικό τρόπο για την φθορά της απώλειας, τις αιχμές της προδοσίας, τον ανολοκλήρωτο, βασανιστικό έρωτα και τη μοναξιά μέσα σε μια πόλη αφιονισμένη, κατακερματισμένη, αλλοπρόσαλλη. Ο σκηνοθέτης δεν πατάει τα πλήκτρα του «πιάνου», τα χαϊδεύει , αγγίζει τις χορδές της άρπας, δεν τις τεντώνει, μας ψιθυρίζει μια ερωτική ιστορία δεν μας την αφηγείται, γιατί αν μας την πει φωναχτά θα σπάσει σε χίλια κομμάτια, θα θρυμματιστεί κάτω από το βάρος του πόθου, θα εξαϋλωθεί στο αχανές του έρωτα. Η ταινία αναπτύσσεται ανάμεσα σε ημιτόνια και αποχρώσεις, ανάμεσα σε σιωπές και ανείπωτες κραυγές, ανάμεσα στο γεγονός και τη φαντασίωση, ανάμεσα στην αβεβαιότητα και την πραγματικότητα, ανάμεσα στη θλίψη και τη συγκρατημένη ευτυχία. Ο Γουόγκ Καρ-Γουάι πιστός στα κελεύσματα του ποιητή, μας ψιθυρίζει μια ερωτική ιστορία, η οποία εμπεριέχει όλες τις ερωτικές ιστορίες που έχουμε μέχρι τώρα ζήσει, έχουμε ακούσει ή που έχουμε φανταστεί.
-Θυμάται αυτά τα χρόνια που χάθηκαν πια σαν να τα βλέπει από ένα παράθυρο με σκονισμένα τζάμια. Το παρελθόν είναι κάτι που μπορεί να το δει αλλά όχι να το αγγίξει. Αυτές οι γραμμές είναι ο επίλογος της ταινίας και μας οδηγούν γραμμή στα λόγια του Ουγκό «Αγάπη είναι ο ασπασμός των αγγέλων προς τ’ άστρα».
Άνθρωποι, νέοι κυρίως, φεύγουν από την κομουνιστική Σαγκάη και τον αποπνικτικό εναγκαλισμό του ολοκληρωτισμού το 1962, με σκοπό να φτάσουν στο Χονγκ Κονγκ και να φτιάξουν μια άλλη ζωή και να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα. Η ζήτηση κατοικίας μετατρέπει τα διαμερίσματα σε ενοικιαζόμενα δωμάτια, τους ορόφους σε πολύβουες γειτονιές και τις πολυκατοικίες σε μικρές, ανερμάτιστες κοινωνίες.
Αυτό το κύμα παρασύρει τον ήρωα μας, ένα νέο δημοσιογράφο, τον Γουάν και την κυρία Τσαν γραμματέα σε εταιρία και ενοικιάζουν διπλανά διαμερίσματα. Είναι και οι δυο παντρεμένοι. Γρήγορα θα καταλάβουν ότι οι σύζυγοί τους έχουν γίνει εραστές. Έτσι οι χαμογελαστές καλημέρες, οι διακριτικές ματιές, οι ψιθυριστές καληνύχτες θα μεταλλαχθούν αθόρυβα, ανεπαίσθητα σε ανάγκη να βρίσκονται ο ένας δίπλα στον άλλον για να τεμαχίσουν την προδοσία, να μοιράσουν τον πόνο, να επιβραδύνουν τη θλίψη. Σε αυτή την υπέροχη ελεγεία για τον έρωτα, που προβάλλεται από την πλατφόρμα του Cinobo, όλα μοιάζουν τετελεσμένα πριν καν ξεκινήσουν να συμβαίνουν.
Προσπαθούν οι δυο «εραστές» μέσα από ανολοκλήρωτες φράσεις, μισοειπωμένες σκέψεις, τα τυχαία αγγίγματα, τα εσκεμμένα χάδια, τις ανολοκλήρωτες θωπείες να βάλουν μια τάξη σε αυτό που τους καταπίνει. Όλα αυτά συμβαίνουν καθώς η κάμερα του Γουόνγκ Καρ-Γουάι, «δειλιάζει» να μπει στο δωμάτιο και μένει στο κάσωμα της πόρτας να ακούει τον ανέκφραστο πόθο του ζευγαριού ή μένει κάτω από τον ηλεκτρικό λαμπτήρα της γωνίας να φωτίζει το απροσμέτρητο χάος, που ανοίγει ο ανομολόγητος έρωτας του Γουάν και της κυρίας Τσαν. Όλα ξεφτίζουν στα δωμάτια των ενοίκων, στους διαδρόμους της πολυκατοικίας, τους βρεγμένους δρόμους της πόλης. Το μόνο που φουντώνει είναι η αγάπη των δυο «εραστών» που πρέπει να την κρύψουν από γείτονες και γνωστούς για να μην τους βάλουν στο ρεπερτόριο των σχολίων τους, αλλά πρέπει και οι ίδιοι να συγκρατηθούν να μην γίνουν προδότες σαν τους συζύγους τους. Το μαρτύριο μεγαλώνει καθώς η ερωτική επιθυμία γιγαντώνεται χωρίς να λυτρώνεται και η αυτοσυγκράτηση του κόβει σαν δίκοπο μαχαίρι. Ξέρει το ζευγάρι ότι ποτέ δεν θα ολοκληρώσει αυτό που νιώθει και το απωθημένο τους λιώνει στην οθόνη, το ανολοκλήρωτο θραύει τα στήθη τους και η επιθυμία γυρίζει ίδιο δηλητηριώδες φίδι και τους αποτελειώνει.
Μόνο στον έρωτα η αβάσταχτη ευτυχία πορεύεται χέρι, χέρι με την ανείπωτη δυστυχία και τα δάκρυα που κυλούν καίνε όλο το κορμί, παγώνουν τον χρόνο και αφανίζουν τον χώρο, μόνο στον έρωτα. Γι αυτό όλο το δίκιο το έχει ο μεγάλος Αλμπέρ Καμύ όταν γράφει «Πρέπει να έχει κανείς έναν έρωτα, έναν μεγάλο έρωτα, για να του εξασφαλίζει άλλοθι στις αδικαιολόγητες απελπισίες που κυριεύουν όλους μας».