Εκεί που Τραγουδάνε οι Καραβίδες - ταινία κριτική | γραφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος
Στα έλη της αδιαφορίας
Όταν ο μικρός άνθρωπος προσπαθεί να κάνει τα πρώτα του σταθερά βήματα στην κοινωνία, αυτή βρίσκει την ευκαιρία και του επιτίθεται με όλες της τις δυνάμεις,
με σκοπό να τον αφανίσει, αν χρειαστεί να τον εξοστρακίσει αλλά κυρίως να τον αφομοιώσει μέχρις εξαφανίσεως. Όλοι αυτοί που υπερηφανεύονται ότι τα έχουν καταφέρει μια χαρά στη ζωή και έχουν προσαρμοστεί στις ανάγκες, τις απαιτήσεις και τις επιταγές της κοινωνίας θα πρέπει να αναλογιστούν αν τους περιποιεί τιμή να είναι τόσο ταιριαστοί σε μια κοινωνία, τόσο βαριά άρρωστη και τόσο βαθιά απάνθρωπη. Η κοινωνία επιτίθεται στον ανυπεράσπιστο άνθρωπο όταν τον βρει αδύναμο, αλλά και όταν εντοπίσει την ανάγκη του να ξεμακρύνει από τα καθιερωμένα, από την πεπατημένη, από τον συρμό, τότε γίνεται τρομερή και φοβερή, γιατί η κοινωνία αγαπά μόνο τα παιδιά της που την κανακεύουν, την κολακεύουν, την θωπεύουν, την καλοπιάνουν και την παρακαλούν. Για τους ανήσυχους και τους ελεύθερους, η κοινωνία θα γίνει απηνής διώκτης μέχρις εξαφανίσεως της ανησυχίας, μέχρι καθυποτάξεως της επιθυμίας της ελευθερίας, μέχρι αφανισμού ακόμα και του ίδιου του ατόμου, που τόλμησε να σκεφτεί, να ονειρευτεί ή να επιθυμήσει εκτός των κανόνων της. Κι αν το περί ου ο λόγος άτομο, τυγχάνει να είναι και γένους θηλυκού, τα παραπάνω αποκτούν πολλαπλασιαστική ισχύ με καταστροφικά αποτελέσματα
Η ταινία «Εκεί Που Τραγουδάνε οι Καραβίδες» στηρίζεται στο best-seller της Ντέλια Οουενς, ζωολόγου και συγγραφέα, που έχει πουλήσει ήδη περισσότερα από 15 εκατομμύρια αντίτυπα σε όλον τον κόσμο. Η σκηνοθέτις Ολίβια Νιούμαν με πρωταγωνίστρια την Εντγκαρ-Τζόουνς μπαίνει στους «βάλτους» του βιβλίου αλλά φρόντισε ποτέ να μην πιτσιλιστεί από τη σκοτεινιά τους, να μη λερωθεί από την αγριάδα τους, να μην βουλιάξει στην ερεβώδη απόγνωση που απλώνουν γύρω τους οι βάλτοι της Βόρειας Καρολίνας.
Η Κάια μεγαλώνει με το μέθυσο και βίαιο πατέρα της στην καρδιά του βάλτου μακριά από τη μητέρα και τα αδέλφια της. Στη σκοτεινή υγρασία του βάλτου γεύεται μέχρι τελευταίας σταγόνας τη μοναξιά, την προκατάληψη και την κακοποίηση. Όταν ο πατέρας της παίρνει το σαρκίο του και χάνεται από τη ζωή της, η Κάια καταλαβαίνει ότι πρέπει να «ταξιδέψει» μόνη της στα ακίνητα νερά της ζωής και να βρει τρόπους να κάνει σύμμαχο, φίλο και σιτιστή της τον βαθύσκιωτο και πνιγηρό βάλτο. Η Κάια μπορεί να μη γνωρίζει αλλά διαισθάνεται αυτό που έλεγε ο Βρετανός συγγραφέας H.G. Wells «Προσαρμόσου ή εξαφανίσου, ανέκαθεν αυτός ήταν ο αμείλικτος νόμος της φύσης».
Μέσα σε όλα τα σκοτάδια εμφανίζεται ο Τέιτ, ο οποίος θα μάθει την Κάια να διαβάζει και θα την ωθήσει να καταγράψει τη χλωρίδα και την πανίδα κάτι που το κορίτσι των βάλτων το κάνει με χαρά, χάρη και ταλέντο. Το Πανεπιστήμιο όμως και οι κανόνες της ζωής καλούν τον Τέιτ, οποίος θα αφήσει το μοναχικό κορίτσι στην υγρή μοναξιά του βάλτου και θα κινήσει για άλλους κόσμους. Η Κάια επιστρέφει στα σκοτάδια του βάλτου και της μοναξιάς της. Ο Τσέις εμφανίζεται στη ζωή του μοναχικού κοριτσιού και το τυλίγει με ένα πέπλο συναισθημάτων, υποσχέσεων αλλά και μεγάλων μπελάδων.
-Δεν ξέρω αν υπάρχει σκοτεινή πλευρά στη φύση, ξέρω μόνο να υπομένω σε κάθε δυσκολία, αντηχεί στις σκιερές εσοχές του βάλτου, γνωρίζοντας μετά βεβαιότητος η μικρή άγρια νεράιδα, το ξωτικό του βάλτου, ότι η σκοτεινή πλευρά των ανθρώπων ανταγωνίζεται και ξεπερνά πολλές φορές αυτή της φύσης.
Η ταινία «Εκεί Που Τραγουδάνε οι Καραβίδες» όπως και το βιβλίο αναπτύσσεται σε παράλληλη δράση σε δυο χρόνους, το ένα κομμάτι της ταινίας μας εκτυλίσσεται μάσα στους βάλτους εξιστορώντας μας τις δυσκολίες και τις κακουχίες της Κάια και το άλλο με φόντο την αίθουσα του δικαστηρίου στα τέλη της 10ετίας των 60ς και την «ψηλάφηση» του φόνου του Τσέις από την Κάια. Η απόφαση βέβαια έχει βγει πριν την έναρξη της δίκης και η κατηγορούμενη των βάλτων είναι η σίγουρη δολοφόνος του Τσέις, γιατί ποιος άλλος εκτός από το ημιάγριο κορίτσι του βάλτου θα έκανε τέτοια πράξη; Η ετυμηγορία, λοιπόν, είναι έτοιμη μένει να ανακοινωθεί και επίσημα από το δικαστήριο και κυρίως να την αποδεχθεί και το άγριο κορίτσι. Εξ άλλου «τα γεγονότα δεν έχουν και μεγάλη σημασία» όπως αποφαίνεται κάποιος αστυνομικός. Η υπεράσπισή της ελλιπής, στηριγμένη στις ικανότητες ενός συνταξιούχου δικηγόρου με ανεξερεύνητα ελατήρια και δυνατότητες. Η Κάια δεν ομολογεί την ενοχή της για να μειώσει την ποινή της, με κίνδυνο να υποστεί μέχρι και την θανατική ποινή, γιατί καρτερικά υπομένει τα πάντα ελπίζοντας να αποδειχθεί θεόσταλτα η πολυπόθητη αθωότητά της. Ο κόσμος αυτός, όμως, είναι ένας κόσμος που δεν έχει καμιά σχέση με αυτόν της Κάια, είναι ένας κόσμος στυγνά συντεταγμένος, αφόρητα σκληρός, πανούργος και αδυσώπητος.
Το κοινωνικό πλαίσιο της δεκαετίας δεν απασχολεί στα σοβαρά την ταινία, τα προβλήματα του ρατσισμού, του αποκλεισμού, οι κοινωνικές αντιθέσεις και οι φυλετικές συγκρούσεις πνίγονται κάτω από τα σκοτεινά έλη της Βόρειας Καρολίνας, την επίλυση των προβλημάτων επιβίωσης της ηρωίδας μας και τη συνεχή και ακατάσχετη δράση. Έχουμε μπροστά μας ένα καλογραμμένο μελόδραμα, το οποίο όμως δεν μας κάνει ένα «καλοραμμένο» φιλμ. Η ταινία βουλιάζει στα έλη της κινηματογραφικής κοινοτοπίας και της αξιοπρεπούς παραγωγής «ταινίας για όλη την οικογένεια». Χωρίς αιχμές, χωρίς αποχρώσεις, φορτωμένη με ένα δικαστικό δράμα, ένα αστυνομικό γρίφο, η ταινία είναι μια ιστορία ενηλικίωσης απλωμένη σε ένα ιδιαίτερο και απαιτητικό φυσικό περιβάλλον, διπλωμένη ανάμεσα σε δυο ερωτικές ιστορίες. Όλα τα στοιχεία μιας επιτυχίας είναι παρόντα, αλλά στην προσπάθεια να επιπλεύσουν, να αναπνεύσουν, το ένα πνίγει το άλλο, με τελικό αποτέλεσμα τη μετριότητα, αλλά μην ξεχνάμε ότι κάποιες φορές και η μετριότητα έχει μιαν αξία, γιατί όπως έλεγε ο Γκυστάβ Φλωμπέρ «Βρίσκουμε καταφύγιο στη μετριότητα, από απελπισία για το ωραίο που ονειρευτήκαμε» γιατί ποιος μπορεί να φτάσει μέχρι εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες;