Εκεί που ζούμε - ταινία | γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος
είναι μια κόλαση, άλλα όχι σοβαρή.
Ο καλύτερος τρόπος να ακουστεί η αλήθεια είναι με ένα καλοδιατυπωμένο
αστείο, το οποίο θα σφίξει στην αγκαλιά του μέχρι πνιγμού την υποκρισία, το ψέμα, τις ιδεολογικές αγκυλώσεις και θα εκραγεί στη μέση της απάθειας, των λαϊκίστικων ευκολιών και των εμμονών, απελευθερώνοντας θετική ενέργεια, ευφυείς απαντήσεις και λειτουργικές λύσεις. Φαίνεται ότι ο Θεός, εκεί που μας μαστόρευε τους ανθρώπους, εκεί που μας έφτιαχνε με λίγο χώμα, λίγο νερό μια χούφτα πηλό, ό,τι τέλος πάντων του βρέθηκε μπροστά του, έτσι που μας έβλεπε τόσο αδύναμους, μας έκοψε τόσο λίγους, μας ζύγισε τόσο ατελείς, μας λυπήθηκε και μας έδωσε μια στάλα αίσθηση του χιούμορ να πορευτούμε μέσα στον ωκεανό των προβλημάτων και των αδιεξόδων μας. Πιθανόν το χιούμορ να το φύτεψε ο παντογνώστης, γιατί ξέρει πολύ καλά, ότι το χιούμορ δεν αναπτύσσεται στους λειμώνες της χαράς και στα λιβάδια της ευτυχίας αλλά στα γκρεμνά της στεναχώριας και στους κακοτράχαλους τόπους της λύπης. Όλα μπορεί να είναι ωραία και καλά στον Παράδεισο αλλά χιούμορ δεν υπάρχει ούτε για δείγμα, δεν χρειάζεται. Στην Ελλάδα πάντα, αλλά κυρίως μετά το 2000 και κάτι, για να επιβιώσει κανείς, το χιούμορ είναι απαραίτητο κι αυτό ο Γκορίτσας το ξέρει καλά γιατί «Εκεί που ζούμε» δεν την βγάζει κανείς διαφορετικά.
Στο « Εκεί που ζούμε» η καλή μέρα από τα άγρια μεσάνυχτα φαίνεται και για τον Αντώνη από την ώρα που σημαίνει 12 και εισέρχεται στην ημέρα των γενεθλίων του όλα συνωμοτούν εναντίον του, το σύμπαν που έλεγε ο άλλος, οι άνθρωποι που είναι και το πιο πιθανό, οι ανάδρομοι και τα αστέρια που λένε κάποιοι πιο ψαγμένοι, πάντως όλοι τα βάζουν με τον δικηγόρο μας, ο οποίος προσπαθεί να ζήσει μια ήσυχη ζωή μεταξύ των δικαστηρίων της Ευελπίδων, του Λυκαβηττού που βρίσκεται το διαμέρισμα του και της υπόλοιπης Αθήνας όπου ανασαίνει το χάος. Ο 30χρονος δικηγόρος λοιπόν έχει ως καθήκον την ημέρα των γενεθλίων του επαναλαμβάνουμε, να υπερασπιστεί σε δίκη τη μητέρα του παιδικού του φίλου η οποία απατήθηκε από κάποιο ινστιτούτο ομορφιάς, στη συνέχεια, χωρίς να το θέλει, θα πρέπει να βρεθεί με τον πατέρα του, ο οποίος παρ’ ότι συνταξιοδοτείται, το λέει η περδικούλα του και θέλει να κάνει νέα κόλπα, κομπίνες κι άλλα που τον διασκεδάζουν, τον τέρπουν και τον οικονομούν, παλιά του τέχνη κόσκινο. Ακόμα πρέπει να συναντήσει και τον πρώτο του έρωτα κι όλα αυτά μια ζεστή μέρα του καλοκαιριού του 2014. Λίγο καιρό πριν εγκαταλείψει την Ελλάδα, ο δικηγόρος Αντώνης Σπετσιώτης πρέπει να διαχειριστεί ένα διαβολεμένο εικοσιτετράωρο που ξεκινάει με γκρίνιες για τα καθυστερημένα ενοίκια, ακολουθούν τα δικαστήρια και οι ορέξεις της Θέμιδος, η ημέρα συνεχίζεται «λαμπρά» όπως άρχισε, σε µια καφετέρια στα Πατήσια μέσα στο χαμό και την παραφροσύνη, ακολουθούν απανωτές αναποδιές, κάπου στο Χαλκούτσι όπου δίνεται η συνέχεια σε ένα οικόπεδο και φτάνουμε σ’ ένα παρκινγκ στον Ορχομενό, πριν ολοκληρωθεί ένας χαμός στους δρόμους της Αθήνας και της παράνοιας.
Ο ήρωάς μας κάποια στιγμή εξομολογείται απελπισμένος.
«Εμένα η ζωή μου δεν είχε ούτε νέες αρχές, ούτε καινούργια κεφάλαια ούτε τίποτα. Μέρες μόνο τη μία μετά την άλλη, μια ευθεία…» Μέρες αδέσποτες που τον κυνηγούν να τον πετύχουν κατακούτελα, στο δόξα πατρί.
«Η κόλαση λοιπόν είν’ η πατρίδα μας», που γραφε εξίσου απελπισμένος και ο Νίκος Καρούζος.
Το «Εκεί που ζούμε» στηρίζεται στο βιβλίο του Χρίστου Κυθρεώτη και με όχημα τις ιστορίες του ο Γκορίτσας συνεχίζει με συνέπεια άλλοτε πιο επιτυχημένα και με περισσότερο χιούμορ κι άλλοτε λιγότερο επιτυχημένα και με περισσότερη σοβαρότητα και δραματικότητα το ταξίδι του στη χώρα του παραλόγου, της ευκολίας, της κομπίνας και της καπατσοσύνης. Δεν φαίνεται ιδιαίτερα αισιόδοξος ο σκηνοθέτης με το «Εκεί που ζούμε» για τη χώρα που ζούμε μιλώντας στην Καθημερινή και στον κ. Χαρμπή μοιάζει να βρίσκει κάποιες χαραμάδες ελπίδας για τους ανθρώπους 25-35 χρόνων και λίγο μεγαλύτερων, οι οποίοι απασχολούν την ταινία του και εντοπίζει τα εφόδια και τα βαρίδια τους.
«Το μεγαλύτερο εφόδιό τους είναι ότι μοιάζουν απαλλαγμένοι από εμμονές και πολιτικές αγκυλώσεις που ταλαιπώρησαν τη δική μου γενιά και την αμέσως προηγούμενη από εμένα. Οι οποίοι είχαμε βέβαια τους λόγους μας γι’ αυτή την ιδεολογική μας σχιζοφρένεια. Η διαφορά μου με τους νεότερους είναι ότι περνούν συχνά στο άλλο άκρο και αηδιασμένοι από τις ιδεολογικές και πολιτικές αρλούμπες των γονιών και παππούδων τους, δυσκολεύονται να διακρίνουν το πώς όσα “προσωπικά” τους απασχολούν –και δικαίως– έχουν άμεση σχέση με την πολιτική και την κοινωνία. Αισιοδοξώ όμως ότι θα βρουν τον δρόμο τους. Για να κάνουν τα δικά τους λάθη και όχι να επαναλάβουν τα δικά μας».
Ο Σωτήρης Γκορίτσας και με «Εκεί που ζούμε» αλλά και με τις άλλες του ταινίες («Δέσποινα», «Απ’ Το Χιόνι», «Βαλκανιζατέρ», «Μπραζιλέρο», «Παρέες», «Απ' Τα Κόκαλα Βγαλμένα») με γεμάτη τη φαρέτρα από τα γνωστά φαρμακερά βέλη του, σημαδεύει στο ψαχνό το παχύδερμο της ελληνικής πραγματικότητας που με τον τρόπο μας σιτίζουμε όλοι, άλλοτε συνειδητά κι άλλοτε ασυνείδητα, άλλοι εσκεμμένα κι άλλοι από κεκτημένη ταχύτητα ή συνήθεια. Όταν κυριαρχούν η σάτιρα, η ειρωνεία και το χιούμορ στις ταινίες του Γκορίτσα η πραγματικότητα που ζούμε, το παράλογο, η αδιαφορία και η ανικανότητα υποφέρουν από τα αλλεπάλληλα χτυπήματά του, όταν τα πράγματα παίρνουν δραματική τροχιά και το χιούμορ οπισθοχωρεί το πράγμα μοιάζει λίγο αμήχανο και μετέωρο. Το «Εκεί που ζούμε» σατιρίζει όλα αυτά που καθημερινά μας ταλαιπωρούν, μας πονούν και μας αγριεύουν, εξ’ άλλου όπως έγραφε ο Στήβεν Κινγκ «Το χιούμορ είναι σχεδόν πάντα μακιγιαρισμένος θυμός».