O Nόμος της Λιντία Πόετ - tηλεόραση /σειρά στο Νetflix | γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος
Γιατί την αγωνία του συνδυασμού του γάμου και των υποχρεώσεων του με την επαγγελματική σταδιοδρομία την έχουν μόνο οι γυναίκες; Φαίνεται ότι η ισότητα δεν μπορεί να επέλθει στην κοινωνία, από τη στιγμή που δεν
υφίσταται εντός της οικίας και στο περιβάλλον της οικογένειας. Γίνονται λάθη, πισωγυρίσματα και μέσα στο στενό περιβάλλον του σπιτιού και στην κοινωνία αλλά μήπως η ελευθερία και η χειραφέτηση τελικά δεν αξίζει και σπουδαία πράγματα, αν δεν συμπεριλαμβάνει την ελευθερία να κάνουμε τα θεόπνευστα, θεόσταλτα και ευλογημένα λάθη μας;
Η σειρά «Ο νόµος της Λίντια Πόετ» θέματα της έχει τη ζωή και τα έργα της Λίντια Πόετ, η οποία γεννήθηκε το 1855 σε ένα μικρό χωριό των ιταλικών Άλπεων στον οικισμό Traverse, στην κοινότητα Perrero, στην Valle Germanasca . Σε ηλικία 26 ετών αποφάσισε να δώσει εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο για να γίνει δικηγόρος, κάτι που μέχρι τότε καμία άλλη γυναίκα δεν είχε τολμήσει. Πέρασε τις νομικές της εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, στη Νομική Σχολή και έλαβε το πτυχίο της στις 17 Ιουνίου 1881. Για τα επόμενα δύο χρόνια, «παρακολούθησε ιατροδικαστική πρακτική» στο γραφείο δικηγόρου και βοηθούσε στις συνεδριάσεις των δικαστηρίων. Στη συνέχεια υποβλήθηκε στη θεωρητική και πρακτική εξέταση του Τάγματος των Δικηγόρων του Τορίνο και, εγκρίθηκε με 45 από 50 ψήφους, εγγράφηκε στον κατάλογο των δικηγόρων στις 9 Αυγούστου 1883.
Η Λιντία Πόετ ήταν η πρώτη σύγχρονη γυναίκα Ιταλίδα δικηγόρος.
Ωστόσο, η επιγραφή μιας γυναίκας στο ρολό «δεν άρεσε» στο γραφείο του γενικού εισαγγελέα, ο οποίος υπέβαλε καταγγελία στο Εφετείο του Τορίνο. Παρά τις απαντήσεις, τα επιχειρήματα και τα παραδείγματα γυναικών δικηγόρων σε άλλες χώρες (όπως η Clara S. Foltz ), ο γενικός εισαγγελέας υποστήριξε ότι οι γυναίκες απαγορεύονταν από το νόμο και τη δημόσια τάξη να εισέλθουν στο χώρο. Το Εφετείο έκρινε στη συνέχεια ότι η επιγραφή του Poët ήταν παράνομη. Προσέφυγε στο Ακυρωτικό Δικαστήριο του Τορίνο, αλλά η απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου επιβεβαιώθηκε. Η απομάκρυνσή της οδήγησε σε ένα κίνημα που επέτρεπε στις γυναίκες να ασκούν δικηγορία και να κατέχουν δημόσια αξιώματα στην Ιταλία. Αλλά η Λίντια Πόετ γνώριζε από ένστικτο κάτι που έγραφε, εκείνη περίπου την περίοδο, η γαλλίδα συγγραφέας Αναΐς Νιν, «Πόσο λάθος είναι για μια γυναίκα να περιμένει έναν άντρα να φτιάξει τον κόσμο που θέλει, αντί να τον δημιουργήσει μόνη της».
Η Λίντια Πόετ παρά την αφαίρεση της δικηγορικής άδειας συνέχιζε να παλεύει και να αναλαμβάνει δύσκολες υποθέσεις. Αρωγός σ’ αυτήν την προσπάθεια στάθηκε ο αδελφός της (δικηγόρος και ο ίδιος), καθώς η ίδια επισήμως δεν μπορούσε να αναλάβει υποθέσεις, να υπογράψει αιτήσεις και αναιρέσεις, ούτε καν να παραβρεθεί στην αίθουσα δικαστηρίου για να υπερασπιστεί τον πελάτη της. Ουσιαστικά όμως η ευφυής, ικανότατη και επίμονη Λίντια Πόετ ήταν πίσω από πάμπολλες υποθέσεις που βρήκαν τη λύση και τη δικαίωσή τους χάρη σ’ αυτήν. Παράλληλα με την σκληρή εργασία που έκανε στο γραφειοκρατικό κομμάτι του επαγγέλματός της η αδικημένη δικηγόρος, με λεπτότητα, οξυδέρκεια εξιχνίασε, σκοτεινές και δύσκολες υποθέσεις που διαφορετικά η χονδροειδής ανδρική προσέγγιση θα άφηνε στην αφάνεια και το σκότος. Όλα αυτά τα έκανε χωρίς να παρατήσει τον αγώνα για τα δικαιώματά της και κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες μέχρι να της επιστραφεί η άδεια ασκήσεως επαγγέλματός της και να αναγκάσει όλους τους συνάδελφους της να τη σέβονται και να κατοχυρώσει τα δικαιώματα των δικηγόρων γυναικών στην πατρίδα της. Ο δύσκολος αγώνας της δικαίωσης της ολοκληρώθηκε 20 ολόκληρα χρόνια μετά, το 1920, όταν η Πόετ ήταν 65 ετών. Τελικά, μετά από πολλές διαπραγματεύσεις και με την ηχηρή πλειοψηφία της κοινής γνώμης να είναι υπέρ της κατάργησης των προκαταλήψεων που υπήρχαν σε αρκετά επαγγέλματα, επιτράπηκε με νόμο και στις Ιταλίδες να κατέχουν ορισμένα δημόσια αξιώματα που μέχρι πρότινος ανήκαν μόνο σε άνδρες.
Η καινούργια σειρά του Netflix με τίτλο «Ο νόµος της Λίντια Πόετ» κατέφθασε από την Ιταλία και είναι οργανωμένη με αφορμή την αληθινή ιστορία της νεαρής δικηγόρου μας εξιστορεί τον αγώνα της για τη χειραφέτησής της, με φόντο μια αληθοφανή τοιχογραφία της γειτονικής χώρας στα τέλη του 19ου των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Είναι αστυνομική σειρά και δημιουργός της είναι ο Γκουίντο Ιουκουλάνο με την Ματίλντα ντε Ανγκελις, Εντουάρντο Σκαρπέτα. Η Λίντια Πόετ στην πρώτη κιόλας υπόθεσή που αναλαμβάνει δείχνει το ταλέντο και τις ιδιαίτερες ερευνητικές και «αστυνομικές» της ικανότητες. Επιφορτίζεται με την υπεράσπιση ενός άνδρα που όλοι θεωρούν ένοχο δολοφονίας. Η εύστροφη ταλαντούχα δικηγόρος κάνει την υπόθεση φύλο και φτερό και με την αμέριστη βοήθεια ενός δραστήριου δημοσιογράφου και την τεχνική βοήθεια του αδελφού της ρίχνει άπλετο φως στη σκοτεινή υπόθεση.
Η καλοφτιαγμένη ιταλική σειρά 6 μόλις επεισοδίων διανθισμένη με αστυνομικά ερωτήματα και μυστηριώδεις περίπλοκες και ζοφερές καταστάσεις, δομείται με τέτοιο τρόπο ώστε να κρατά ασίγαστο το ενδιαφέρον του τηλεθεατή, παρ’ ότι το κάθε επεισόδιο είναι σχεδόν αυτοτελές και κάθε υπόθεση ολοκληρώνεται στα όρια του 45λεπτου. Η σπιρτόζα με χαμηλό προφίλ Ματίλντα ντε Ανγκελις οδηγεί το όλο εγχείρημα, καταφέρνει να αντιπαλέψει τις προκαταλήψεις της εποχής, με τη συμβολή του Εντουάρντο Σκαρπέτα στο ρόλο του δημοσιογράφου και του πολύ καλού Πιερ Λουίτζι Παζίνο στο ρόλο του αδελφού.
Η Λίντια Πόετ, μέχρι και τις 25 Φεβρουαρίου του 1949 που άφησε την τελευταία της πνοή, δεν σταμάτησε να μάχεται για τα δικαιώματα των γυναικών σε διεθνές επίπεδο και να παλεύει για την ισότητα των δύο φύλων σε κάθε επίπεδο και τομέα, γράφοντας τη δική της ιστορία.
Η Λίντια Πόετ είχε αντιληφθεί νωρίς αυτό που ισχυρίζονταν οι φεμινίστριες, για την απελευθέρωση της κοινωνίας πρέπει πρώτα να απελευθερωθεί το μισό του ανθρώπινου είδους, για να σπρώξει τα πράγματα στην πλήρη και ολοκληρωτική απελευθέρωση των κατοίκων αυτού του πλανήτη. Γιατί μπορεί ελευθερία να σημαίνει και να συνοδεύεται από υπευθυνότητα, αλλά η Λίντια Πόετ με τη στάση της ζωή της απέδειξε ότι δεν φοβάται ούτε τις ευθύνες, ούτε τις υποχρεώσεις, αλλά ούτε την ανδροκρατούμενη και πατριαρχική κοινωνία.