Μαύρο Ρόδο | γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος
Στα δύσβατα μονοπάτια της Τηλεόρασης
«Αργοκύλησε στο θόλο η σελήνη κλέβοντας φως από τα αστέρια. Η αδελφή Ελισάβετ έγειρε στο μαξιλάρι και αναστέναξε.
Τα λόγια του Δημήτρη ηχούσαν ακόμα στα αφτιά και την καρδιά της. Σ' ΑΓΑΠΩ! Τι κι αν μας χωρίζουν τόσα; Το βλέμμα σου με χαϊδεύει μόνιμα κι η ακούραστη σκέψη μου σε συντροφεύει. ΕΛΑ! Έκλεισε τα μάτια. Δυο σταγόνες θλίψης κύλησαν. Αλίμονο! Δε φτιάχτηκαν για μένα τα μονοπάτια του έρωτα!» Ψιθυρίζει το Μαύρο Ρόδο στο μυθιστόρημα της Ελένης Καπλάνη που ενέπνευσε τους ανθρώπους Mega και δημιούργησαν την ομώνυμη σειρά που βρήκε πιστό τηλεοπτικό να το ακολουθεί.
Στην καρδιά της Πελοποννήσου σε ένα χωριό ανάμεσα στους ορεινούς όγκους της Αρκαδίας και της Αχαΐας οι κάτοικοι του προσπαθούν να ζήσουν ζυγίζοντας τις έγνοιες, τις ανησυχίες, τις μικρές επιτυχίες, τις βαθιές πίκρες τους και τις μεγάλες τους απώλειες. Στο παρακείμενο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου αναπτύσσεται ένας δεύτερος μικρόκοσμος με αντίστοιχα προβλήματα, έγνοιες και ανησυχίες. Το μοναστήρι και το χωριό τα συνδέουν οι κοινές δραστηριότητες, οι μικρές συναλλαγές αλλά κυρίως η δόκιμη μοναχή, η εικοσάχρονη Ελισάβετ (Φωτεινή Παπαθεοδώρου), της οποίας η οικογένεια κατοικεί στο χωριό, ενώ η ίδια δόκιμη από δώδεκα χρονών στη μονή, προσπαθεί να λάβει το σχήμα της μοναχής το οποίο διακαώς επιθυμεί. Ο πατέρας της Ελισάβετ, στον ρόλο ο πολύ καλός (Γεράσιμος Σκιαδαρέσης), βασανίζεται με την επιλογή της κόρης του να μονάσει και ψάχνει τρόπους, όχι πάντοτε θεμιτούς, να την φέρει πίσω στο σπίτι και σε μια κανονική ζωή. Ο Πέτρος (Μιχαήλ Ταμπακάκης) φοιτητής Αρχιτεκτονικής άρτι αφιχθείς από τη Φλωρεντία, γιος γνωστού επιχειρηματία της νύχτας από την Πάτρα, φτάνει στο χωριό για να περάσει μερικές μέρες με τους φίλους του μακριά από την πόλη και τη βάναυση σχέση με τον πατέρα του. Οι δυο κόσμοι τέμνονται αλλά δεν μπορούν να βρουν πολλά σημεία επαφής, ο μοναστικός βίος της ηρεμίας και της ησυχίας δεν έχει καμιά σχέση με τη ξέφρενη ζωή της νύχτας και της κραιπάλης. Η σύγκρουση είναι αναμενόμενη, σκληρή και αδυσώπητη. Όλοι οι άνθρωποι όμως είναι πλασμένοι από τα ίδια υλικά και η ομορφιά και ο πόνος και η ευαισθησία και η πραότητα ζουν ακόμα και πίσω από τις λάμψεις των προβολέων, ακόμα και πίσω από τη σκοτεινιά των ράσων και του μοναχισμού.
Διαβάζουμε στο Μαύρο Ρόδο της Ελένης Καπλάνη. «Η επιστροφή στο πατρικό είναι ταυτόχρονα και επιστροφή στο παρελθόν, τότε που όλα άλλαξαν απότομα στη ζωή της νέας κοπέλας. Η πάλη ανάμεσα στο θέλω και το πρέπει, το πρέπει και το μπορώ, με τις σκιές του χθες να βαραίνουν το πεπρωμένο της. Πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής της, χωρίς η ίδια να το έχει επιλέξει, σ’ ένα χώρο που της άφησε τα σημάδια του, μ’ έναν τρόπο σκέψης μακριά από των υπολοίπων. Οι εσωτερικές συγκρούσεις τεράστιες. Τι θα ακολουθήσει; Όταν ο άλλος σου δίνει ένα κομμάτι της ψυχής σου που δεν είχες καν αντιληφθεί ότι σου έλειπε, τότε μήπως η αγάπη είναι ένα λουλούδι που πρέπει να του επιτρέψεις να ανθίσει; Ποτέ δεν μπορείς να γνωρίζεις τι ορίζει η μοίρα. Η αγάπη είναι το μεγαλύτερο δώρο που μας έκανε ο Θεός».
Εκτός από το πρωταγωνιστικό δίδυμο υπάρχουν κι άλλοι σημαντικοί χαρακτήρες στη σειρά όπως ο Θέμης Καστρινός (Λεωνίδας Κακούρης) ο οποίος είναι ο πατέρας του Πέτρου, άνθρωπος της νύχτας, έξυπνος, δραστήριος, αποφασιστικός, ο οποίος περισσότερο προσπαθεί να δαμάσει την οικογένειά του, παρά να δημιουργήσει συναισθηματικούς δεσμούς μαζί της. Η γυναίκα του, Αγγελική Σπηλιώτη Καστρινού (Ηλέκτρα Νικολούζου) κρατά αποστάσεις από τις δουλειές του, τον τρόπο δράσης του, ακόμα και από τη ζωή του και μένει μαζί του χάριν των παιδιών τους και μόνο. Η ηγουμένη Φιλαρέτη (Κατερίνα Διδασκάλου) είναι η ενάρετη, στοργική και σοφή γερόντισσα που φροντίζει τις μοναχές και τους πιστούς που έρχονται σε επαφή με το μοναστήρι. Είναι δίκαιος άνθρωπος που προσπαθεί να συμβιβάσει πράγματα, πρόσωπα και καταστάσεις. Ο Λευτέρης Βελιώτης (Γεράσιμος Σκιαδαρέσης) ο πατέρας της Ελισάβετ, είναι ένας αγρότης που προσπαθεί να βγάλει τον επιούσιο, ενώ η ζωή περνά από δίπλα του, ο καημός για την καλόγρια κόρη του και η επιθυμία της να μονάσει, υποσκάπτουν την ευαίσθητη υγεία του και τον οδηγούν σε συνεχή μικρά λάθη τα οποία διαταράσσουν τη σχέση του με το παιδί του αλλά και τη γυναίκα του Πολυξένη (Θεοφανία Παπαθωμά) η οποία τον αφήνει μόνιμα μετέωρο, χωρίς στήριγματα, βεβαιότητες και σταθερές.
Το σενάριο του Γιώργου Κρητικού παράγει είναι αλήθεια περισσότερα γεγονότα, ίντριγκες, υπερβολές και ανατροπές από ότι μπορεί να καταναλώσει μια επαρχιακή ορεινή κωμόπολη και η γύρω περιοχή.
Η Διεύθυνση φωτογραφίας του Γιώργου Παπανδρικόπουλου τρέχει πίσω από τους περιορισμένους χρόνους και τις ανάγκες της παραγωγής, ενώ η σκηνοθεσία του Κώστα Αναγνωστόπουλου χωρίς εξάρσεις, ιδιαίτερες εμπνεύσεις, διεκπεραιώνει αξιοπρεπώς τη σειρά στηριγμένος και στους έμπειρους ηθοποιούς του, τον Λεωνίδα Κακούρη, την Κατερίνα Διδασκάλου, στην έντονη και δυναμική ερμηνεία του Μιχαήλ Ταμπακάκη και την όμορφη παρουσία της Φωτεινή Παπαθεοδώρου.
Τέλος να αναφερθούμε στην καλύτερη αξιοποίηση του Γεράσιμου Σκιαδαρέση, του οποίου την κωμική δεινότητα θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί και ο σεναριογράφος και ο σκηνοθέτης και να αναπτύξουν κάποιες χιουμοριστικές καταστάσεις, που η ίδια η σειρά έχει ανάγκη και ο χαρακτήρας του Λευτέρη Βελιώτη μπορεί εύκολα και να δημιουργήσει και θα μπορούσε να λειτουργήσει αντιστικτικά στη μαυρίλα που κυριαρχεί γύρω.
Αξίζει να αναφερθούμε στη μουσική επένδυση που έχει την υπογραφή του Γιώργου Θεοφάνους και τα δύο πολύ όμορφα τραγούδια της σειράς ερμηνεύουν η Ελένη Βιτάλη και η Κατερίνα Μαούτσου.
Ο πληθωρισμός των τηλεοπτικών σειρών, φέτος θα ξεπεράσουν τις σαράντα, είναι μια νίκη της μυθοπλασίας απέναντι στα ριάλιτι, από την άλλη πλευρά όμως μας έχει προκύψει και μια διαστολή αισθητική, η οποία θέλει όλα να τα χωρέσει στο πλαίσιο της καλής τηλεόρασης. Όσο περνάει ο καιρός και η τηλεοπτική σεζόν κορυφώνεται, τα κανάλια πια έχουν ανοίξει τα χαρτιά τους και έχουν βγάλει όλη την «πραμάτεια» τους στους δέκτες μας. Η πραγματικότητα είναι με δυο λόγια η εξής, ο «Maestro» του Παπακαλιάτη είναι αυτός που οδηγεί τα πράγματα, ακολουθούν 3-4 μέτρια προγράμματα και πιο πίσω τα υπόλοιπα. Τα πράγματα χωρίς αμφιβολία είναι καλύτερα απ’ όταν κυριαρχούσαν τα ριάλιτι, τα τηλεπαιχνίδια και τα κουτσομπολίστικα σόου, αλλά απέχουν πολύ από το να πούμε ότι έχουμε σπουδαία τηλεόραση. Όμως η τηλεόραση είναι πολλά πράγματα και όπως και να το κάνουμε ένας «χάρτινος» και φανταστικός χαρακτήρας ο Homer Simpson, προϊόν της τηλεόρασης μας τα είπε πολύ καλά γι αυτήν, «Τηλεόραση: δασκάλα, μητέρα, κρυφή ερωμένη» γι αυτό πρέπει να την προσέχουμε, να τιμούμε τα καλά της, να απορρίπτουμε τα πολλά σκουπίδια της και με την ισχύ του τηλεκοντρόλ να επιβάλουμε όχι το δίκαιο και το σωστό, δεν υπάρχουν τέτοια στην τηλεόραση, αλλά το πιο όμορφο και το πιο αληθινό.