Μέσα στη Μέρα ταινία | γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος
Με την κοφτερή αμεσότητα ενός χαϊκού
Ένας σεμνός άνθρωπος τις αρετές του τις καλύπτει με το διάφανο πέπλο της μετριοφροσύνης, ο υποκριτής πάλι τα ελαττώματά του τα φορτώνει με τις μάσκες της προσποίησης, πώς θέλεις με μια ματιά, χωρίς κόπο, χωρίς
προσπάθεια, χωρίς μόχθο να καταλάβεις έναν άνθρωπο;
Με φόντο τη δυσανάγνωστη καθημερινότητα της Σεούλ, δυο παράλληλες συζητήσεις καθοδηγούν την αφήγηση της ταινίας «Μέσα στη Μέρα» του σπουδαίου Νοτιοκορεάτη σκηνοθέτη Χονγκ Σανγκ-σου. Από τη μία πλευρά, μια δημοφιλής πρώην ηθοποιός φιλοξενούμενη στο σπίτι της φίλης της, και μια νέα κοπέλα, η οποία θέλει να πάρει συμβουλές για την καριέρα που σκοπεύει να ακολουθήσει, ενώ από την άλλη, ένας σημαντικός ποιητής, όχι στην πρώτη του νιότη, προσπαθεί να μην συζητήσει τα ουσιαστικά και τα σημαντικά με ένα θαυμαστή του παρουσία μιας νεαρής ντοκιμαντερίστριας. Οι δυο φτασμένοι καλλιτέχνες με κάθε τρόπο αποφεύγουν τα υπαρξιακά ερωτήματα, τις ουσιώδεις εξερευνήσεις του είναι και τις στοχαστικές αναλύσεις για τα μεγάλα και σπουδαία πράγματα εμπλέκοντας ανάμεσα στις συζητήσεις, το φαγητό, το αλκοόλ, λίγη κιθάρα, μερικούς λυτρωτικούς υπνάκους, μπόλικα ανέξοδα παιχνίδια με τη γάτα και αρκετή πέτρα, ψαλίδι, χαρτί για να μην κερδίζει κανείς και να χάνουν οι πάντες τον χρόνο τους.
Όμως όσο και να προσπαθούν οι δυο διάσημοι να αποφύγουν την ουσία των πραγμάτων με διάφορα τερτίπια στο τέλος δεν μπορούν να μην βρεθούν πρόσωπο με πρόσωπο με ό,τι πραγματικά τους ενδιαφέρει, με ό,τι ουσιαστικά τους απασχολεί με ό,τι αληθινά τους κρατά ζωντανούς. Τα θέματα της αυτογνωσίας, της υπαρξιακής αγωνίας και της αναζήτησης του νοήματος διαπερνούν την αφήγηση, προσκαλώντας τους θεατές να αναλογιστούν τη σημασία της κάθε ημέρας που περνάει. Η ηθοποιός σκέφτεται να εγκαταλείψει την καριέρα της, ενώ ο ποιητής παλεύει με την απεξάρτηση από το αλκοόλ και τον καπνό.
Στο χαϊκού γίνεται προσπάθεια να συλληφθεί η ρευστότητα και η προσωρινότητα της στιγμής, προκειμένου αυτή να διατηρηθεί αναλλοίωτη στην αιωνιότητα. Επειδή, όμως, οι λέξεις δεν είναι αρκετές για να περιγράψουν την ολότητα μιας στιγμιαίας εμπειρίας, ο ποιητής του χαϊκού περιγράφει νοερά μια ιδέα, αφήνοντας τη φαντασία του αναγνώστη να τη συμπληρώσει, όπως εκείνος νομίζει.
Με την κοφτερή αμεσότητα ενός χαϊκού, το «Μέσα στη Μέρα» μας προσκαλεί να δούμε τι είναι πιο σημαντικό στη ζωή και τι κάνει κάθε μέρα μας ενδιαφέρουσα, χυμώδη, αληθινή. Ο Χονγκ υφαίνει αριστοτεχνικά μια ιστορία που εξερευνά την πολυπλοκότητα της ζωής, της τέχνης και της εσωτερικής αναταραχής που μαστίζει όλους μας. Μέσα από αυτούς τους χαρακτήρες της ιστορίας του ο σκηνοθέτης εξετάζει το προσωπείο που συχνά παρουσιάζουμε στον κόσμο, καθώς και τις υποβόσκουσες ανασφάλειες και καταπιέσεις που ροκανίζουν την ψυχή μας.
Οι συνομιλίες μεταξύ της ηθοποιού και του ερασιτέχνη, καθώς και του ποιητή και του θαυμαστή του, χρησιμεύουν ως πλατφόρμα για να εξερευνήσει ο Χονγκ Σανγκ-σου υπαρξιακά ερωτήματα και την ανθρώπινη κατάσταση. Παρά τις προσπάθειες να αποφύγουν αυτά τα βαρυσήμαντα θέματα μέσω ασήμαντων περισπασμών, οι χαρακτήρες βρίσκονται τελικά αντιμέτωποι με τις αλήθειες που απέφευγαν.
Η ηθοποιός και ο ερασιτέχνης, που απεικονίζονται με αποχρώσεις και βάθος, περιηγούνται στις δικές τους ανασφάλειες και επιθυμίες καθώς αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Μέσα από τις ανταλλαγές τους, ο δημιουργός εκθέτει την ευθραυστότητα των ανθρώπινων σχέσεων και τις μάσκες που φοράμε για να προστατευτούμε από τη σκληρή πραγματικότητα της ζωής. Παρομοίως, ο ποιητής και ο θαυμαστής του συνομιλούν εν τέλει ουσιαστικά. Καθώς συζητούν για την τέχνη, την ποίηση και το πέρασμα του χρόνου, ο Χονγκ εμβαθύνει σε θέματα νοσταλγίας, λύπης και της φευγαλέας φύσης της ζωής. Η αντιπαράθεση των νέων και των ηλικιωμένων χρησιμεύει ως υπενθύμιση της κυκλικής φύσης της ύπαρξης και του αναπόφευκτου της αλλαγής.
Καθ' όλη τη διάρκεια του «Μέσα στη Μέρα» η απέριττη και λεπτή αφήγηση του Χονγκ Σανγκ-σου δημιουργούν μια αίσθηση οικειότητας που μας παρασύρει στις ζωές των χαρακτήρων. Ο στοχαστικός ρυθμός της ταινίας επιτρέπει στιγμές ενδοσκόπησης, προσκαλώντας τους θεατές να αναλογιστούν τις δικές τους εμπειρίες και σχέσεις.
Ο Χονγκ Σανγκ-σου, ο οποίος συχνά αποκαλείται ο «Γούντι Άλλεν της Κορέας» ή παρομοιάζεται με τον σπουδαίο Έρικ Ρομέρ, ενσαρκώνει μια ξεχωριστή πτυχή του κορεατικού κινηματογράφου που χαρακτηρίζεται από τις διακριτικές αλλά βαθιά εσωστρεφείς αφηγήσεις του. Οι ταινίες του αποφεύγουν τη μεγαλοπρέπεια υπέρ της διακριτικής εξερεύνησης της ανθρώπινης φύσης, συχνά με επίκεντρο συνηθισμένους χαρακτήρες που παλεύουν με την πολυπλοκότητα της ύπαρξης. Κεντρικό στοιχείο της αισθητικής του Χονγκ Σανγκ-σου είναι η ανθρωποκεντρική του προσέγγιση, η οποία δίνει προτεραιότητα στην εσωτερική ζωή και τη διαπροσωπική δυναμική των χαρακτήρων του. Οι ταινίες του μοιάζουν με κινηματογραφικά χαϊκού, όπου κάθε χειρονομία και λέξη έχει βαρύτητα, υπονοώντας πολύ περισσότερα από όσα δηλώνονται ρητά.
Ο Χονγκ Σανγκ-σου όπως σε όλες τις ταινίες του έτσι και «Μέσα στη Μέρα» εξισορροπεί επιδέξια την ελαφρότητα με την οξυδερκή ψυχολογική παρατήρηση, εμπλουτίζοντας τις αφηγήσεις του με στιγμές χιούμορ και ζεστασιάς ανάμεσα σε στιγμές υπαρξιακής περισυλλογής. Αυτό που κάνει συνολικά στο έργο του Χονγκ Σανγκ-σου είναι η μαεστρία του στη μινιμαλιστική αφήγηση, όπου οι φαινομενικά καθημερινές αλληλεπιδράσεις αποκαλύπτουν βαθιές αλήθειες για τη ζωή, την αγάπη και την ταυτότητα.
Δεν υπάρχει πιο εξουθενωτικό, πιο άγριο και λυσσαλέο πράγμα από το να είναι κανένας παντού και πάντα ειλικρινής. Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι έχουμε μια μάσκα σε πρώτη ζήτηση, για τη στιγμή που κάτι θα στραβώσει, κάτι θα ξεφύγει, για την ώρα που θα χάσουμε τον έλεγχο. Όλοι έχουμε μια μάσκα για τη στιγμή που θα κινδυνεύσουμε να αποκαλυφθούμε γυμνοί σε κοινή θέα. Ο κόσμος μας είναι ένας κόσμος ξεδιάντροπα μεταμφιεσμένων.