«Ω λέλε»: Το πρώτο εγχείρημα για καταγραφή μελοποιημένης ποίησης στη Βλαχική γλώσσα.
Πρόκειται για ποιήματα του *Καθηγητή της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων Βασίλη Νιτσιάκου
Γιατί ξαφνικά ένα πρωί να ξυπνήσεις και να πεις στον εαυτό σου:
κάτι πρέπει να κάνεις; Κάτι πρέπει να κάνεις για τη μητρική γλώσσα του πατέρα και της μητέρας σου, των προγόνων όλων. Όλων αυτών τη μητρική γλώσσα, γιατί εσύ μεγάλωσες δίγλωσσος, με δυο μητρικές γλώσσες, από τις οποίες η μία απωθήθηκε για χάρη της άλλης, όχι χωρίς λόγο. Για λόγο σοβαρό. Για την κοινωνική σου προσαρμογή, για την ίδια την εκπαίδευσή σου, δηλαδή για τη ζωή σου. Το είπε κι δάσκαλος που σε αγαπούσε πολύ κι έβλεπε πως «τα παίρνειςτα γράμματα». Είπε , λοιπόν, στους γονείς με καλή διάθεση να σου μιλάνε στην ελληνική γλώσσα, για να μην έχεις προβλήματα στην εκπαίδευσή σου. Να μάθεις καλά τα ελληνικά. Την άλλη γλώσσα, τη Βλαχική, έτσι κι αλλιώς δεν θα τη χρειαζόσουν πουθενά στη ζωή σου.
Γιατί, λοιπόν, κάποιο πρωί; Γιατι δεν ήταν ένα τυχαίο πρωί. Ήταν ένα πρωί των ημερών που ακολούθησαν το θάνατο του πατέρα. Κι ο θάνατος του πατέρα σήμανε το τέλος της άλλης γλώσσας στο σπιτικό σου. Γιατί το τέλος; Γιατί τη γλώσσα αυτή τη μιλούσαν οι γονείς μεταξύ τους. Σε σένα απευθύνονταν πάντα στα ελληνικά. Ακόμα κι αν καμιά φορά ξεχνιόντουσαν και σου μιλούσαν στη Βλαχική, εσύ απαντούσες στην Ελληνική. Ουσιαστικά η μητρική γλώσσα της μητέρας σου έπαψε να είναι και δική σου μητρική γλώσσα!
Εκείνο το πρωί, λοιπόν, ξύπνησες μες στη μελαγχολία. Λέξεις άγνωστες γνωστές σε επισκέφθηκαν στον ύπνο σου. Λέξεις και λόγια αγαπημένα. Βγήκαν από τα βάθη του υποσυνείδητου και σε έπνιξαν στη χαρμολύπη. Κενό. Ενα τεράστιο κενό. Μέσα σου και γύρω σου. Η άλλη γλώσσα δεν θα ακουγόταν πια στο σπίτι. Κι εσύ είχες ταυτίσει την επαφή με τη μάνα σου με την ελληνική γλώσσα, Αυτη ήταν, είναι γλώσσα σου.
Ξαφνικα άρχισες να ψιθυρίζεις λέξεις και λόγια αγαπημένα μα καταχωνιασμένα σε μια άκρη της ψυχής σου …Βριάρια, γίσου,
λούνα , νουάπτια, νούμτα, αμάρι, κάλια, κάσα, βιάρα, πριμουβιάρα….Κι άρχισαν όλα αυτά τα λόγια να παίρνουν τη θέση τους στα χείλη μου, να θέλουν να γίνουν τραγούδι. Τραγούδι τρυφερό,τραγούδι νοσταλγικό, τραγούδι λυπητερό, τραγούδι….χαρμόλυπης.
Έπρεπε να καλύψεις το κενό. Χωρίς μεμψιμοιρία. Με πόνο γλυκό. Σαν βάλσαμο. Να είναι χάδι στο τραύμα. Να είναι για καλό. Έτσι να είναι. Γιατί κανείς δεν είναι ο φταίχτης. Έτσι το ήθελε η ιστορία! Δηλαδή τα υποκείμενά της, οι άνθρωποι. Σαν βάλσαμο, λοιπόν, σαν χάδι. Όχι, όχι σαν διαμαρτυρία. Σαν γλυκό παράπονο και καημός μπορεί. Μα όχι διαμαρτυρία. Ούτε καν μοιρολόγι. Μια επωδή, ένα ξόρκι. Μια ευχή, μπορεί. Να γίνει κάτι. Να μη χαθεί αυτή η γλώσσα. Δική μας είναι κι αυτή . Δική μας πατρίδα και της πατρίδας γλώσσα.
Και η ευχή έγινε επιθυμία. Έγινε τάμα. Σε όσους έφυγαν ξεψυχώντας με αυτή τη γλώσσα. Σε αυτούς που θα έρθουν και θα αναρωτηθούν, θα μας ρωτήσουν » τι κάνατε για να μη χαθεί αυτή μας η κληρονομιά, αυτή μας η πατρίδα της πατριδας;» Γιατί οι μεγάλες πατρίδες φτιάχνονται από τις μικρές. Γιατί εκεί είναι τα θέμελα τους. Με κάθε αγκωνάρι που ξερριζώνεται αρχίζει το ξεθεμέλιωμα…
Κι έτσι ποιήθηκε το Ω ΛΕΛΕ. Από έναν κρυφό καημό, σαν ένα τάμα. Το υιοθέτησαν μουσικοί ευαίσθητοι και καλλιτέχνες ανήσυχοι. Βούτηξαν όλοι βαθειά στα άχραντα μυστήρια της πατρίδας, στην οικουμενικότητα του τοπικού.
Τι είναι
Το βιβλίο – cd “Ο lele / Ω λέλε” αποτελεί ίσως το πρώτο εγχείρημα παγκοσμίως για καταγραφή μελοποιημένης ποίησης στη Βλαχική γλώσσα.
Πρόκειται για ποιήματα του Καθηγητή της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων* Βασίλη Νιτσιάκου, που γράφτηκαν με σκοπό να μελοποιηθούν και, ως εκ τούτου, η προσπάθεια θα μπορούσε να θεωρηθεί και στιχουργική.
Τα στιχουργήματα γράφτηκαν εξαρχής στην Βλαχική γλώσσα, που συμβαίνει ναείναι και η μητρική γλώσσα μαζί με την Ελληνική του δημιουργού τους, για τον οποίο η παρούσα έκδοση αποτελεί κατάθεση ψυχής και ταυτότητας συνάμα.
Τη γενική μουσική επιμέλεια έχει ο συνθέτης Σούλης Λιάκος, ο οποίος έχει συνθέσει οχτώ από τα δέκα τραγούδια της έκδοσης. Συμμετέχει, επίσης συνθετικά με δύο τραγούδια ο Μάκης Σεβίλογλου.
Τραγουδούν οι Σούλης Λιάκος, Μάκης Σεβίλογλου, Μαρία Δάφκα, Πλειάδες. Δεύτερες φωνές
κάνει ο Νίκος Ζιώγαλας.
Ειδική συμμετοχή έχει το γυναικείο πολυφωνικό σύνολο «Πλειάδες».
Η έκδοση του πολυτελούς βιβλίου + cd πλαισιώνεται από λογοτεχνικά και ποιητικά κείμενα που βοηθούν στην πρόσληψη της μουσικής καθώς και από έργα ζωγραφικής με παρόμοιο ρόλο. Όλα τα κείμενα εκτός από την Βλαχική είναι αποδοσμένα και στην Ελληνική και την Αγγλική γλώσσα.
Tην απόδοση των κειμένων στην Βλαχική γλώσσα έχει κάνει έχει κάνει ο Φάνης Δασούλας, στην Αγγλική γλώσσα ο Joshua Barley ενώ την γενικότερη γλωσσολογική επιμέλεια, σε ότι αφορά τη Βλαχική γλώσσα, ο Σταμάτης Μπέης.
Η Βλαχική γλώσσα, παρότι εγγραμματίστηκε από τον 19ο αιώνα, παρέμεινε εν πολλοίς μια προφορική γλώσσα με πολλές διαλέκτους και ιδιώματα κατά τόπους σε μια σχετικά μεγάλη γεωγραφική κλίμακα και σε διεθνικό επίπεδο. Στα περιθώρια των επίσημων γλωσσών των εθνικών κρατών της Βαλκανικής διασώθηκε με όλη την ποικιλομορφία της αλλά με μια τάση εξαφάνισης. Τα δημοτικά τραγούδια σε αυτή τη γλώσσα είχαν την ίδια τύχη, ενώ οι όποιες νέες παραγωγές δεν είναι παρά χονδροειδείς απομιμήσεις των παραδοσιακών, αμφιβόλου αισθητικής αξίας.
πηγη΅https://www.in.gr/