Μαζί Ξανά - ταινία | γράφει Ελισσαίος Βγενόπουλος
Στις ακτές της μελαγχολίας
Οι αναμνήσεις είναι τροχοί και λίμες που αφαιρούν τις κοφτερές άκρες από τις παλιές καλές μέρες, ισιώνουν τις πιθανότητες που κινήθηκαν
στραβά και δίνουν ζωή σε κάτι που μπορεί και ποτέ να μη ζήσαμε.
Η ταινία «Μαζί Ξανά» ξεκινά με τον Ματιέ, τον οποίο υποδύεται ο Γκιγιόμ Κανέ, έναν διάσημο ηθοποιό του σινεμά που λίγο πριν το πολυπόθητο ντεμπούτο του στο θέατρο, πανικοβάλλεται, εγκαταλείπει τα πάντα και αποσύρεται για να περάσει μια εβδομάδα εκτός σεζόν σε ένα πολυτελές σπα σε μια ήσυχη, παραθαλάσσια πόλη. Η έρημη, μελαγχολική ατμόσφαιρα του σπα αντικατοπτρίζει τη δική του εσωτερική αναταραχή, δημιουργώντας μια απτή αίσθηση απομόνωσης που είναι τόσο φυσική όσο και συναισθηματική. Εδώ, ο Ματιέ αναζητά παρηγοριά και ίσως κάποιο είδος αναμέτρησης με τον εαυτό του, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και τις πιέσεις του επαγγέλματός του.
Η παρουσία του γνωστού ηθοποιού δεν περνά απαρατήρητη από την μικρή τοπική κοινωνία κι έτσι σύντομα, θα λάβει ένα μήνυμα από την παλιά του ερωμένη Αλίς. Έτσι, αυτή η αυτοεπιβαλλόμενη υποχώρηση παίρνει ξαφνική τροπή όταν συναντά την Αλίς (Αλμπα Ρορβάκερ), μια γυναίκα με την οποία είχε μοιραστεί μια παθιασμένη εφήμερη σχέση μιας νύχτας δεκαέξι χρόνια νωρίτερα. Η παρουσία της Αλίς ανακινεί παλιές αναμνήσεις και ανεπίλυτα συναισθήματα, αναζωπυρώνοντας μια σχέση που και οι δύο νόμιζαν ότι είχε ξεχαστεί προ πολλού. Η επανασύνδεσή τους είναι γεμάτη ένταση, καθώς οι δύο χαρακτήρες παλεύουν με την προσωπική τους ιστορία και τις επιλογές που τους οδήγησαν σε αυτή τη στιγμή. Η ευαλωτότητα του Ματιέ ως ηθοποιού σε μια κρίσιμη φάση της καριέρας του, σε συνδυασμό με την αναπάντεχη παρουσία της Αλίς, δημιουργεί το σκηνικό για μια ιστορία που έχει να κάνει τόσο με το τι μένει ανείπωτο όσο και με το τι λέγεται.
Ο σκηνοθέτης Στεφάν Μπριζέ ("Ο Νόμος της Αγοράς", "Σε Πόλεμο") λιγότερο πολιτικός και περισσότερο ανθρωποκεντρικός, χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά το παραθαλάσσιο σκηνικό για να αναδείξει τα συγκινητικά θέματα της ταινίας. Ο ωκεανός, απέραντος και ανυποχώρητος, χρησιμεύει ως μεταφορά για τα συναισθηματικά ρεύματα μεταξύ του Ματιέ και της Αλίς. Αντανακλά τις παλίρροιες του παρελθόντος τους, τραβώντας τους πίσω σε μια εποχή παθιασμένης αβεβαιότητας. Η ίδια η πόλη, έρημη και απογυμνωμένη από τη ζωντάνια της τουριστικής της περιόδου, γίνεται το τέλειο σκηνικό για την εξερεύνηση του κενού και της νοσταλγίας στην ταινία. Καθώς επανασυνδέονται, ο ηθοποιός και η Αλίς βρίσκονται σε έναν λεπτό χορό ανάμεσα στην επιθυμία και την αυτοσυγκράτηση, παγιδευμένοι ανάμεσα στη γοητεία της αναζωπύρωσης του ειδυλλίου τους και στον φόβο της αναζωπύρωσης των παλιών πληγών.
Ο συναισθηματικός πυρήνας του «Μαζί Ξανά» έγκειται στην απεικόνιση της θλίψης και της δυνατότητας δεύτερης ευκαιρίας. Η ερμηνεία του Σιμόν από τον Γκιγιόμ Κανέ είναι λεπτή, ανεπιτήδευτη και πηγαία αποτυπώνοντας την κούραση ενός ανθρώπου που έχει ζήσει τη φήμη και την αποτυχία, ενώ η Ρορβάκερ προσδίδει στην Ελέν έναν αέρα μυστηρίου, απροσποίητης γοητείας και συναισθηματικού βάθους. Η χημεία τους στην οθόνη είναι έντονη και ο Μπριζέ αφήνει τις αλληλεπιδράσεις τους να εκτυλίσσονται με έναν νατουραλιστικό ρυθμό, δίνοντας μας χρόνο να απορροφήσουμε την πολυπλοκότητα της σχέσης τους.
Τελικά, το «Μαζί Ξανά» είναι ένας διαλογισμός για τον χρόνο, τη μνήμη και το αναπόφευκτο βάρος των επιλογών του παρελθόντος. Είναι μια ταινία που μιλάει για την καθολική εμπειρία του να κοιτάς πίσω στις κομβικές στιγμές της ζωής και να αναρωτιέσαι τι θα μπορούσε να είχε γίνει, προσφέροντας μια οδυνηρή εξερεύνηση της αγάπης, της απώλειας και της γλυκόπικρης φύσης της ανθρώπινης σύνδεσης.
Οι όμορφες αναμνήσεις είναι πάντα μελαγχολικές. Ξέρεις ότι είναι φευγαλέες, θέλεις να τις κρατήσεις, δεν μπορείς κι εκεί εισβάλει η Νοσταλγία κι έτσι απολαμβάνεις την ευχαρίστηση χωρίς τη φθορά της ανησυχίας, χωρίς την τυραννία του πόνου, χωρίς την πίκρα της απώλειας.