Megalopolis - ταινία | γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος
Η ουτοπία χωρίς σύνορα και συνοχή
Τα όνειρα και τα σχέδια είναι η μικρή έξοδος από την αταραξία αλλά και η μεγάλη πύλη για την ελευθερία. Λυτρώνεται κάποιος,
μόνο αν αποκτήσει στη ζωή του ένα όνειρο και κάνει αυτό το όνειρό πραγματικότητα.
Το «Megalopolis» του Φράνσις Φορντ Κόπολα είναι ένα φιλόδοξο δράμα επιστημονικής φαντασίας που εξερευνά την αιώνια πάλη μεταξύ του ουτοπικού ιδεαλισμού και των παγιωμένων δυνάμεων της διαφθοράς και του πραγματισμού. Τοποθετημένη σε μια επανασχεδιασμένη Νέα Υόρκη, που έχει πλέον μετονομαστεί σε Νέα Ρώμη, η ταινία ζωγραφίζει το σαρωτικό πορτρέτο μιας πόλης που παλεύει με το σταυροδρόμι της ταυτότητάς της, ισορροπώντας ανάμεσα στη μετασχηματιστική πρόοδο και την αδράνεια της απληστίας. Στον πυρήνα της, η Μεγαλόπολη είναι μια φιλοσοφική και πολιτική μονομαχία μεταξύ δύο τιτάνιων μορφών: Ο Σέζαρ Κατιλίνα (Άνταμ Ντράιβερ ), ένας οραματιστής αρχιτέκτονας και καλλιτέχνης που πασχίζει να αναμορφώσει την πόλη σε φάρο καινοτομίας, και ο Φράνκλιν Σίσερο (Τζιανκάρλο Εσποζίτο), ο σκληροπυρηνικός, λαϊκιστής δήμαρχος που επιμένει στο status quo.
Η υπόθεση του «Megalopolis» επιδιώκει να είναι μεγαλειώδης, ακόμη και οπερατική, ως προς το εύρος της. Ο Κόπολα χρησιμοποιεί τον μικρόκοσμο της Νέας Ρώμης ως αντανάκλαση των κοινωνικών κατακερματισμών, θίγοντας διαχρονικά ερωτήματα σχετικά με την εξουσία, τη φιλοδοξία και το κόστος της προόδου. Ο Σίζαρ Κατιλίνα ενσαρκώνει τον ονειροπόλο, έναν άνθρωπο του οποίου η ευφυΐα και η θέρμη για ένα καλύτερο μέλλον τον τοποθετούν ως μεσσιανική φιγούρα καθώς έχει την ικανότητα να ελέγχει τον χρόνο. Οι φιλοδοξίες του για την πόλη δεν είναι απλώς αισθητικές- έχουν τις ρίζες τους σε μια βαθιά πίστη στις ανθρώπινες δυνατότητες. Το ουτοπικό του όραμα αμφισβητεί τους κανόνες της διακυβέρνησης, φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με την παγιωμένη γραφειοκρατία και τις κυνικές μηχανορραφίες του Σίσερο. Ο Eσπόζιτο αποδίδει μια πειστική απεικόνιση ενός ηγέτη του οποίου η προσήλωση στο διεφθαρμένο παρόν κρύβει τους φόβους του ότι θα χάσει τον έλεγχο. Οι οπισθοδρομικές πολιτικές του δεν πηγάζουν απλώς από κακία, αλλά από μια γνήσια πεποίθηση ότι η τάξη, όσο ελαττωματική και αν είναι, πρέπει να διατηρηθεί με κάθε κόστος.
Η Τζούλια (Νάταλι Εμάνιουελ), η κόρη του δημάρχου, αποτελεί γέφυρα μεταξύ των αντίπαλων δυνάμεων, καθώς η σχέση της με τον Σέζαρ Κατιλίνα περιπλέκει την αφοσίωσή της στον πατέρα της. Εν τω μεταξύ, ο Κλόντιο (Σία ΛαΜπέφ), ο ανιψιός του δημάρχου, αναδεικνύεται σε δολοπλόκο με τη δική του ατζέντα, αντικατοπτρίζοντας την πολιτική και οικογενειακή ίντριγκα που διαμορφώνει μεγάλο μέρος των συναισθηματικών διακυβευμάτων της ιστορίας. Ο χαρακτήρας της Όμπρεϊ Πλάζα, μιας σέξι τηλεπερσόνα, μιας σαγηνευτικής και πονηρής τηλεοπτικής προσωπικότητας, εισάγει ένα σύγχρονο σχόλιο για το ρόλο των μέσων ενημέρωσης στη διαμόρφωση της δημόσιας αντίληψης, προσθέτοντας ένα ακόμη επίπεδο ανάγνωσης στην αφήγηση. Η συμπερίληψη του Χάμιλτον Κράσους ΙΙΙ (Γιόν Βόιτ), ενός ισχυρού τραπεζίτη, αγκυροβολεί την ιστορία στην οικονομική πραγματικότητα, τονίζοντας τον ρόλο του κεφαλαίου και των συμφερόντων στην υπαγόρευση των ορίων της μεταρρύθμισης.
Ο Κόπολα προετοιμάζει το σκηνικό για μια επική αναμέτρηση, αλλά ενώνει στιγμές προσωπικού δράματος και απροσδόκητης καταστροφής για να υπογραμμίσει το εύθραυστο της ανθρώπινης φιλοδοξίας. Το «Megalopolis» είναι ένα σύγχρονο παραμύθι που βυθίζεται με ευκολία στην επιστημονική φαντασία, χωρίς να απομακρύνεται από το έντονα, πολλές φορές διδακτικό, κοινωνικοπολιτικό σχόλιο, χρησιμοποιώντας το μελόδραμα σαν όχημα που θα τρέξει την υπόθεση, το οποίο κι αυτό κάποια στιγμή το εγκαταλείπει, αξιοποιώντας τη σάτιρα, για να σαρκάσει κάποιες φορές επιτυχημένα, κάποιες άλλες όχι, τους εξουσιαστές και τους εξουσιαζόμενους με εκτενείς κινηματογραφικές αναφορές μας οδηγεί σε μια αμήχανη κατάσταση στην οποία απολαμβάνουμε πλάνα, σεκάνς και στιγμές αλλά δεν μπορούμε να ευχαριστηθούμε ένα μεγάλο και πρωτότυπο έργο όπως μας έχει συνηθίσει ο σπουδαίος δημιουργός.
Το εύρος της ταινίας συνδυάζεται με τη ζωηρή οπτική γλώσσα της, με τη Νέα Ρώμη να απεικονίζεται ως μια πόλη εντυπωσιακών αντιθέσεων, πανύψηλοι πύργοι της καινοτομίας σε αντιπαράθεση με τα ετοιμόρροπα απομεινάρια του παλιού κόσμου. Η καταστροφή από τον ουρανό λειτουργεί ως κυριολεκτικό και μεταφορικό σημείο στίξης, αναγκάζοντας όλους τους χαρακτήρες να αντιμετωπίσουν την επισφάλεια των επιδιώξεών τους. Όλα όμως αυτά μένουν μετέωρα γιατί η συνοχή της ταινίας είναι ελαττωματική και η τελική στόχευση αποσπασματική, ασαφής και χαοτική.
Το «Megalopolis» είναι ένας σύγχρονος μύθος για τις επιλογές που καθορίζουν τον πολιτισμό. Οι χαρακτήρες της είναι άβαταρ της ελπίδας, του φόβου και της φιλοδοξίας, που ζωντανεύουν από ένα αστρικό καστ. Η αφήγηση του Κόπολα αναρωτιέται αν η ανθρωπότητα μπορεί να ξεπεράσει τα κατώτερα ένστικτά της για να φτάσει στο μεγαλείο ή αν είμαστε καταδικασμένοι να επαναλαμβάνουμε κύκλους απληστίας και καταστροφής. Ως υπόθεση, είναι ένα προκλητικό για σκέψη μείγμα μεγαλείου και οικειότητας, που ξεχειλίζει από δυνατότητες αλλά δεν βρίσκει ολοκληρωμένη απάντηση, δεν έχουμε καν τα ερωτήματα διατυπωμένα με ορθολογικό τρόπο.
Στη «Megalopolis», ο Κόπολα αναρωτιέται, χωρίς επιτυχία, κατά πόσο οι καλύτεροι άγγελοι της ανθρωπότητας μπορούν να επικρατήσουν μπροστά στη συστημική διαφθορά και τα ατομικά ελαττώματα. Η ταινία μας αφήνει να αναρωτηθούμε όχι μόνο για το εφικτό της ουτοπίας αλλά και για τις θυσίες που απαιτούνται για να την κυνηγήσει κάποιος. Πρόκειται για μια τολμηρή και βαθιά προσωπική δήλωση από έναν αριστοτέχνη σκηνοθέτη που δεν φοβάται να παλέψει με τις πιο μεγάλες ιδέες αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση το χάος εισβάλλει από παντού κι αφήνει τα ερωτήματα και τις ιδέες μετέωρες και την ταινία χωρίς συνοχή. Τελικά κάποιες φορές η πιο αληθινή μας ζωή είναι όταν είμαστε βυθισμένοι στα όνειρά μας και όχι όταν τα έχουμε, κουτσά στραβά, ολοκληρώσει.