Το "L" του Καστοριανού Μπάμπη Μακρίδη
της Β. Γεωργακοπούλου
Σαν την μύγα μεσ' το γάλα πρέπει να ένοιωσε ο Μπάμπης Μακρίδης, αφού πρώτα, βέβαια, πήδηξε από τη χαρά του μέχρι τον ουρανό, όταν το "L", η πρώτη του ταινία, επιλέχτηκε για το διαγωνιστικό πρόγραμμα του Sundance. Φοβόταν τις «αμερικανιές», ο πρώτος έλληνας σκηνοθέτης, που εκπόρθησε το περίφημο φεστιβάλ, που οργανώνει ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ στο Πάρκ Σίτι..
της Γιούτα. Φοβόταν ότι το κοινό, ακόμα και μιας τόσο αντι-χολιγουντιανής διοργάνωσης, θα «πάθαινε νταράκουλι» με την ταινία του.
Με το δίκιο του. Το "L", θα το διαπιστώσετε τώρα που βγαίνει στις αίθουσες (Πέμπτη), είναι γνήσιος εκπρόσωπος του weird greek cinema, όπως ευφυώς χαρακτήρισε η Guardian το κύμα των ελληνικών ταινιών («Κυνόδοντας», "Attenberg", «Αλπεις») που σουρεαλιστικές, ποιητικές και δύσκολες κατέκλυσαν διεθνή φεστιβάλ και υμνήθηκαν από μεγάλες εφημερίδες. Έχει και τον ίδιο συνσεναριογράφο με τις δύο ταινίες του Λάνθιμου, τον βραβευμένο στη Βενετία Ευθύμη Φιλίππου.
Αλλά, ο Μπάμπης Μακρίδης, ίσως επειδή ξέρει πόσο αλλόκοτη είναι η ταινία του («δεν θέλω ρεαλιστικό σινεμά», επιμένει) ίσως επειδή είναι ιδιαίτερα ζωντανός και επικοινωνιακός τύπος δεν έχει πρόβλημα να εξηγήσει το "L". Φανταστείτε τον Λάνθιμο να κάνει κάτι τέτοιο. Kατ' αρχήν τον τίτλο. «Είναι το αρχικό από τη λέξη learners, το σήμα των σχολών οδήγησης». Και μετά τον ήρωά του, ιδανικά ερμηνευμένο από τον Άρη Σερβετάλη. Ζει σ' ένα αυτοκίνητο αγοράζοντας και μεταφέροντας το καλύτερο μέλι σ' έναν περίεργο πελάτη. Και ξαφνικά, λόγω απόλυσης, αναγκάζεται να αλλάξει τρόπο ζωής και όχημα. Το αυτοκίνητο γίνεται μοτοσυκλέτα και στο τέλος σκάφος. Σταθερά μένουν μόνο τα όνειρά του για έναν φίλο του, που είναι αρκούδα! «Είναι μια πολύ απλή ιστορία», λέει ο σκηνοθέτης. «Θα μπορούσε να είναι διήγημα μιας σελίδας. Ένας άνθρωπος μοναχικός, κλειστός, λίγο δειλός και αφελής, σε κάποια στιγμή της ζωής του χάνει την σταθερότητά του και αποφασίζει να βγει από το καβούκι του, να δοκιμάσει κάτι καινούργιο (άλλο κοινωνικό σύνολο, άλλη παρέα, δουλειά, οικογένεια). Δεν είναι εύκολο, έχει ενοχές και φόβους, αναρωτιέται αν έκανε το σωστό. Ο μόνος κόσμος, που του επιτρέπει κάπου να ενταχθεί, είναι ο ονειρικός, όχι η πραγματικότητα. Εκεί που γίνεται κι αυτός αρκούδα».
Στο Σάντανς το κοινό τον τρέλανε στις ερωτήσεις. Τι σημαίνει αυτό, τι το άλλο. Θυμάται, όμως, με συγκίνηση μια κυριλέ 65άρα κυρία. «Σήκωσε το χεράκι της και είπε: «κ. Μακρίδη, η ταινία σας μού θυμίζει το «Περιμένοντας τον Γκοντό», σας ευχαριστώ πολύ». Εκεί εγώ τελείωσα». Στο διεθνές φεστιβάλ του Ρότερνταμ, άλλη σπουδαία ευκαιρία για το "L" αμέσως μετά το Sundance, διευθύντρια ξένης κινηματογραφικής διοργάνωσης τον ρώτησε αστειευόμενη: «από πού είστε εσείς; Από το Absurdistan;».
Ε, λοιπόν, ναι, από εκεί είναι. Ο Μακρίδης είχε πάρει την απόφαση να μην κάνει «κανένα συμβιβασμό». Στο μοντάζ ο,τι του φαινόταν «επεξηγηματικό και μασημένο φαγητό», χράπ, κοβόταν. «Μας ξενέρωνε», λέει. «Δεν πάς στο σινεμά για να φας το ποπκορνάκι σου. Ξέρω ότι το κοινό θα διχαστεί. Αλλά πιστεύω ότι το "L" είναι από αυτές τις ταινίες, που πρέπει να αδειάσεις και να αφεθείς για να σε πάρουν μαζί τους, που τις κουβαλάς μέσα σου δύο ώρες, τρείς ώρες, μια εβδομάδα».
Και να φανταστεί κανείς ότι ο ακραίος αυτός τύπος προέρχεται από τη διαφήμιση, το ίδιο και όλη η δημιουργική ομάδα της ταινίας. «Είναι ακραίοι επαγγελματίες», λέει, «δουλεύω χρόνια μαζί τους, τους ακούω, τους εμπιστεύομαι. Το σινεμά είναι πάσες. Ο ένας δίνει στον άλλο την μπάλα και ή μπαίνει γκολ ή πάει δοκάρι».
Στο πλευρό του και στην οθόνη, η σύζυγός του, ηθοποιός Νότα Τσερνιάφσκι και ο μικρός τους γιός, που πολύ ευχαριστήθηκε όλο το πακέτο –κυρίως τις πόζες στο photo shoot του Ρότερνταμ. «Μαζευτήκαμε σαν οικογένεια και είπα: παιδιά, θέλετε να αγοράσουμε σπίτι για να καβαντζώσουμε τα λεφτά μας ή να κάνουμε μια ταινία; Και είπαν με ένα στόμα: ταινία, ταινία». Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου βοήθησε μόνο στα ταξίδια της ταινίας στο εξωτερικό –έχει, πάντως, εγκρίνει χρηματοδότηση. Ο Μακρίδης δεν παριστάνει τον ήρωα, άλλο ενδιαφέρον στοιχείο της προσωπικότητάς του. «Οι συνθήκες, για να είμαι ειλικρινής, δεν ήταν δύσκολες. Ουσιαστικά κάναμε το λόου-μπάτζετ αισθητική μας».
Άντε μετά να ρωτήσεις έναν τόσο προσγειωμένο και αφοσιωμένο στην τέχνη του σκηνοθέτη πώς τού φάνηκε ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Γελάει. Και δεν τα φουσκώνει. «Τον είδα σε ένα μπράντς που έκανε στο ράντσο του για όλους τους διαγωνιζόμενους. Μια χαρά διατηρείται, πολύ όμορφος ακόμα. Έχει πάντως λίγο το ύφος ενός σταρ. Αλλά έκανε αυτό το καταπληκτικό φεστιβάλ, που πιστεύει και προωθεί. Και η ομάδα προγραμματιστών, που διάλεξε, είναι πολύ σωστή». Φυσικά, Μπάμπη, αφού ξεχώρισαν μια μικρή, ενθουσιώδη και τόσο weird ελληνική ταινία σαν τη δική σου.