Τις πιο καθαρές σκέψεις της μέρας της έκανε στην στάση το πρωί. Πολύ της άρεσε που φεύγοντας το καλοκαίρι, ήρθε κι εμφανίστηκε πάλι η πρωινή δροσιά. Ήρθε ξανά η ώρα του τζην μπουφάν. Βούλιαζε τα χέρια της στις τσέπες,
ρουφούσε την μύτη της, έπινε γουλιά γουλιά το καφέ που κουβάλαγε μαζί της. Αποκτούσαν οι σκέψεις της μια γεύση δροσερή.
Όταν έφθανε στην δουλειά και προχωρούσαν οι ώρες άρχιζε σιγά σιγά να σπάει σε κομμάτια. Κάποιο αόρατο , άγνωστο χέρι την άρπαγε χωρίς προειδοποίηση, την πέταγε στον τοίχο και αυτή έσπαγε. Άρχιζαν μετά αυτόκλητοι σωτήρες να της μιλούν μέσα από μεγάφωνα. Δεν μπέρδευαν τα λόγια τους ποτέ. Ντυμένοι το μανδύα του σοφού , φώναζαν να ακούσει την μοναδική αλήθεια που κατοικούσε στα μυαλά τους. Το ενδεχόμενο να υπάρχουν και άλλες αλήθειες ούτε σαν φαντασία δεν περνούσε. Ούτε σε κανένα τραπέζι έπεφτε προς συζήτηση. Στην τελική αυτά εναντιώνονται στο ένα και μοναδικό Μέγα Συμφέρον. Σήκωνε το βλέμμα της τότε ψηλά να εντοπίσει από που έρχεται η φωνή. Καθόταν αγκαλιά με το ψέμα τους, θαλασσόδερνε μέσα στο σάλιο τους, ανεβοκατέβαινε στις καταστροφές και τα βρώμικα δόντια τους. Μόνο λάθη, απώλειες και θανάτους μέτραγε τότε.
Όταν πια γύρναγε το βράδυ στο σπίτι εξαντλημένη από το μονόλογο μιας ολόκληρης μέρας , στους ώμους της είχε ρίξει την κουβέρτα του παρών απών . Του δεν υπάρχει λόγος να νοιάζεται κανείς για κανένα. Πρόσφυγας της ζωής της.Συνέβαιναν όμως κάτι μικρά που της άλλαζαν μυαλά. Χθες γυρνώντας είδε στο μπαλκόνι του δεύτερου δεμένο ένα ροζ μπαλόνι.Οι γείτονες γεννήσανε ένα κοριτσάκι. Γεννήθηκε κι αυτό τις μέρες που άλλα παιδάκια πνίγονται στις θάλασσες σκέφθηκε. Προχθές πάλι γυρνώντας άκουσε σειρήνες ασθενοφόρου. Τρέχανε μέσα στη νύχτα κουβαλώντας τραυματίες. Ίσως και να μην ήταν τραυματίες . Ίσως να ήταν ανθρωπάκια που κουβαλούσαν τα πτώματα των εαυτών τους και είχαν βάλει τις σειρήνες για να προλάβουν να φθάσουν στην ώρα τους.
Τέτοιες αλλόκοτες σκέψεις έκανε. Ήταν τότε που πέταγε την κουβέρτα από πάνω της. Θυμόταν πως είχε ξεχάσει την μυρωδιά του χώματος, της ντομάτας , του θυμαριού και της ελπίδας. Σκεφτόταν πως καιρό τώρα ήθελε να φυτέψει πιπεριές , λεβάντες , φρασκόμηλο, μελισσόχορτο και ρίγανη σε γλάστρες στην βεράντα και πως όσο ζούσε ο παππούς της εκείνη ήθελε να γίνει κηπουρός. Να αφοσιώνεται στα λουλούδια , στα βότανα και στα μυρωδικά.
Μετά ο παππούς της πέθανε και εκείνη μεγάλωσε. Ξέχασε να θυμάται αυτά που ήθελε και έχασε τις αφοσιώσεις. Καιρός ήταν να γίνει τώρα κηπουρός. Μια απόφαση είναι. Να φτιάξει ένα κήπο ακόμα και με λέξεις. Να φυτεύει λέξεις , ν΄ανθίζουν συναισθήματα Να έρθουν πίσω οι αφοσιώσεις. Ν' ακουστούν φυσαρμόνικες. Άνεμοι να φυσήξουν. Να ξηλωθεί η κουβέρτα παρών- απών. Ν΄ανοίγει μια χαμομηλένια ομπρέλα στη βροχή. Να παραμένει παρούσα.