της Αννίτας Λουδαρου
H πόλη είναι υπερήφανη που έχει μπαρ, γραφείο τελετών, φυλακή, κάδους σκουπιδιών, παγκάκια, σουβλατζίδικο (με σουβλατζή τον απόλυτο τοπικό ημίθεο),
περίπτερο το κέντρο του κόσμου, κουρείο με κουρέα που βλέπει στα μακριά μαλλιά σου την κοινωνική προσβολή και την εξουσιοδιοτημένη εκδίκηση, δύο σε ένα, φροντιστήριο αγγλικών, αυτοκίνητα και προσωρινά σπίτια.
Απ΄αυτά τα προσωρινά, τα μεγάλα ή μικρά, τα μια σταλιά που τα διασχίζεις σε μια στιγμή ή από τα άλλα τα όμορφα ταιριασμένα με τα περίτεχνα ξύλινα δάπεδα. Στα μικρά το τραπέζι κολλάει στο τοίχο της κουζίνας για να εξοικoνομηθεί χώρος, δυο καρέκλες, λάδι, ξύδι. Το κεφάλι βρίσκει στον απορροφητήρα. Και φοβάσαι μήπως καμιά φορά πιάσεις το σαμπουάν αντί για το λάδι και το ρίξεις στην κατσαρόλα. Έτσι δίπλα δίπλα που είναι όλα. Στα μεγαλύτερα χάνεσαι. Φωνάζεις να ακουστείς κάτω από ακουστικά. Σ΄αυτά η πραγματικότητα είναι απλά ντεκόρ του απόλυτου της ύπαρξης. Προσωρινά σπίτια για ανθρώπους που ζουν προσωρινά, χωρίς ούτε με τους χώρους αλλά ούτε και με τους ανθρώπους μέσα σ΄αυτά να καταφέρνουν να σχετισθούν σωστά. Προσωρινά κρεβάτια. Φοιτητές, πρόσφυγες, μετανάστες, εποχιακά εργαζόμενοι, άνεργοι ή από τους ακόμα μ΄εργασία. Και έρχεται μια στιγμή που ανακαλύπτεις ότι έχεις περάσει μια ολόκληρη ζωή προσωρινά. Μικροαστικός κοσμοπολιτισμός.
Κι αυτός που νόμιζε πως ήταν πειρατής. Πως έφτιαχνε πανιά που όταν τα έβλεπαν οι άλλοι πειρατές πάθαιναν ζαλάδα.
Κι όλο να προσπαθεί να κάνει το προσωρινό μόνιμο, κι αυτό να μην γίνεται. Σπίτι όμως δεν είναι απλά ντουβάρια. Ο πολιτισμός εξαπλώνεται με τον κρυφό ρατσισμό του να τα τρώει όλα, κυκλοφοριακές υποδομές προσμετρώνται ως ανάπτυξη, τα τρένα υψηλής ταχύτητας προσπαθούν να δώσουν ένα κάποιο ύφος στα φτωχομπινέδικα μεγαλοστελέχη. Η γνώση να αποδεικνύεται ολίγην για να τον παρηγορήσει. Τα μήντια ξερνάνε σκουπίδια.
Και θέλει να μαζέψει τα σκουπίδια, να τα βάλει στην σακκούλα, να τα πάει στον κάδο μαζί με τα μισοφαγωμένα κρύα φαγητά. Μύρισε ολόκληρο το σπίτι και δεν αντέχει. Σαν μια απλή καθημερινή πράξη. Μετά με μια γενναία πράξη να περάσει το δρόμο απέναντι, να πάει στην στάση να περιμένει το λεωφορείο, χωρίς να κοιτάξει πίσω. Τα σκουπίδια είναι σκουπίδια πολλών χρόνων. Τον κυνηγά η μυρωδιά που ξεχειλίζει από το καπάκι όταν ανοίγει. Έτσι όπως είναι και ένας λεκές. Προσπαθείς να τον βγάλεις από τα ρούχα κι αυτός αντιστέκεται. Είναι λίγες οι φορές που οι λεκέδες σε κάνουν να νιώθεις βρώμικος. Τις περισσότερες φορές σε μετατρέπουν σε φταίχτη.
Να φτάσει το λεωφορείο, ν΄ανέβει, να αφήσει πίσω του την στάση και την εκκκρεμότητα. Νοσοκομείο ''η Σωτηρία'', Σωτηρία Μπέλλου να γεμίσει τον αέρα.
''Μ΄αεροπλάνα και βαπόρια και με τους φίλους τους παλιούς
τριγυρνάμε στα σκοτάδια
κι όμως εσύ δεν μας ακούς.''
ώσπου οι φωνές μας συναντάνε
τις βασικές σου τις αρχές''
Ν' αφήσει επιτέλους την ζωή του να διαρρέει, ν΄αναλωθεί και να εκφραστεί χωρίς απολύτως καμιά πολιτισμική θεωρία και αναζήτηση του οποιουδήποτε νοήματος. Αφού σπίτι δεν είναι απλά τα ντουβάρια.