της ΑΝΝΙΤΑΣ ΛΟΥΔΑΡΟΥ
Φοράει ριγέ, φαρδύ παντελόνι. Φοράει μια πράσινη μάλλινη κάλτσα με μια τρύπα στο μεγάλο δάκτυλο που δεν φαίνεται μέσα από τα μποτάκια και μια άλλη μαύρη αταίριαστη. Κανείς δεν μπορεί να διακρίνει πως οι κάλτσες της είναι αταίριαστες και φθαρμένες.
Φοράει την χοντρή, ναυτική ζακέτα της. Όταν ήταν φοιτήτρια την είχε αγοράσει ένα Σάββατο στο Πορτομπέλλο από τους πλανόδιους. Είχε ονειρευτεί τότε πως θα την φοράει και θα ταξιδεύει κατάστρωμα διασχίζοντας ωκεανούς. Θα κρατιέται από την κουπαστή, θα κοιτάει τα κύματα από ψηλά, ο άνεμος θα την κτυπάει στο πρόσωπο, η θάλασσα θα την βρέχει και η αυτή θα ταξιδεύει φορώντας την ναυτική ζακέτα της με λαχτάρα να γνωρίσει καινούργιους τόπους. Μα τα ταξίδια αργήσαν πολύ κι εκείνη έπαψε να τ΄αναζητά.
Φοράει τα γυαλιά ηλίου της. Μελιά και στρογγυλά κατεβαίνουν στα ζυγωματικά και κρύβουν το βλέμμα της. Φοράει την θλίψη της, την καλή την Κυριακάτικη. Φοράει τις συνήθειες όλης της βδομάδας για να την προφυλάξουν από το κρύο. Κρατάει σφιχτά μέσα στα δόντια της την ανάσα της, σαν κάτι πολύτιμο, σπάνιο και σίγουρα όχι δεδομένο. Κρατάει σφιχτά και κάτι άλλο ανάμεσα στα δάχτυλα του ενός χεριού. Είναι μέσα στο σπίτι της.
Κάποια στιγμή αυτό που κρατά σφιχτά στα σκεβρωμένα χέρια της θα γλυστρίσει και θα πέσει. Όχι επειδή το έριξε ή επειδή δεν πρόσεξε. Ίσως γιατί δεν άντεξε να το κρατά. Ίσως λόγω βαρύτητας ή κατά λάθος ή ακόμα και κατά τύχη. Θα το κοιτάξει και μην ξέροντας τι άλλο να κάνει μια τέτοια στιγμή θα πει ''Κορόνα ή γράμματα''. Το κρατάει όμως καιρό και δεν θα θυμάται τι ήταν στο ''κορόνα'' και τι στο ''γράμματα''.
Μετά θα βγάλει τις συνήθειες, τα ρούχα, τη θλίψη, τα γυαλιά ηλίου και τις αταίριαστες κάλτσες της που είναι μια πράσινη και μια μαύρη. Δεν ξέρω αν θα μείνει μέσα στο σπίτι της ή αν θα βγει έξω να τριγυρνάει σε γνωστούς ή άγνωστους δρόμους. Εκείνη αυτό που έχει αφήσει να είναι απολύτως σαφές είναι πως θέλει να προχωρήσει, κι ας μην της έχει μείνει πια τίποτα από τα γνωστά.
Πιστεύω αλήθεια πως θα βγεί. Θα ξεκινήσει. Ίσως ξυπόλητη. Περαστική και διαβατάρισσα σαν άνεμος. Έτοιμη να αντικρίσει τον ήλιο κατάματα κι ας δακρύσει. Θα αρχίσει να βλέπει όλα αυτά που προσπερνούσε. Όλα αυτά που την εμπόδιζαν να ζήσει. Χωρίς να βιάζεται να δημιουργήσει αναμνήσεις ωραίων στιγμών. Θα χρειαστεί λίγο χρόνο να μαλακώσουν τα σφιγμένα δάκτυλα της. Λίγο χρόνο να μάθει να χτίζει κάτι που το λένε ΄΄μαζί ΄΄.
Αλλά δεν μπορώ να αποφασίζω εγώ για εκείνη. Ο καθένας αποφασίζει με τον δικό του ρυθμό. Χάνεται κι έρχεται από εκεί που δεν το περιμένεις η απόφαση. Εκεί που είναι μπροστά σου, δεν την βλέπεις κι έρχεται από τα δεξιά σου. Και εκεί που δεν την νιώθεις, σε σπρώχνει από τα πλάγια. Σαν άνεμος έρχεται η απόφαση. Ο άνεμος φυσάει, αυτό ξέρει να κάνει κι αυτό κάνει. Τίποτα δεν κρατά και τίποτα δεν αφήνει.
''Ούτε κορόνα, ούτε γράμματα'' είπε και σώθηκε από βέβαιο πνιγμό.