της Αννιτας Λουδάρου
Οι εικόνες επαναλαμβάνονται , πάλι. Απελπισμένα βλέμματα, παλάμες που σφίγγουν γερά να λυγίσουν γερά συρματοπλέγματα , παιδιά εγκλωβισμένα σε ανοίκειες λωρίδες γης, άνθρωποι μεταίωροι.
Βαριά , δυσκίνητη προσφυγιά προχωρά με δυσκολεμένη αναπνοή . Περνά και ξηλώνει σιωπηλά τα σκηνικά στις πόλεις των ανθρώπων. Υγραίνονται με αγωνία οι μέρες , φθάνει η υγρασία την καθημερινότητα μας . Διασταυρώνονται οι δρόμοι μας. Μουδιασμένοι κοιτάμε. Πολλές φορές σιωπούμε. Κάποτε αποστρέφουμε το βλέμμα μας. Να μην ζήσουμε ξανά το σοκ της ακαριαίας αποτύπωσης της τραγωδίας.
Ωστόσο ο πόνος δεν αποφεύγεται. Νομίζουμε με την σιωπή πως γλυτώνουμε, όμως δεν είναι έτσι. Όπως δεν μπορείς να μάθεις να γελάς με τις σφαλιάρες και τα χαστούκια , ούτε να μάθεις να χλευάζεις τον πόνο για τον εξευτελισμό και την υποτίμηση. Όσο και να γυρίσεις το κεφάλι να μην δεις, ο ανθρώπινος πόνος θα τρυπώσει και θα σε βρει. Γι΄αυτό όταν η Σοφία Πομπόλη περιγράφει στην νοηματική γλώσσα το δράμα των μικρών προσφυγόπουλων και ξεσπά σε λυγμούς , ξεσπάς κι εσύ.
Η νοηματική γλώσσα κλείνει έξω τον θόρυβο και τους μικροφωνισμούς. Δεν έχει λόγια. Οι λέξεις χάνουν την δύναμη τους. Οι χειρονομίες , οι κινήσεις του σώματος , οι εκφράσεις του προσώπου μεταφέρουν τις ειδήσεις στα συναισθήματα μέχρι να βρουν διέξοδο και να καταννοηθούν. Το σώμα δεν ψεύδεται ποτέ. Αυτό μιλάει πάντα. Εμείς δεν ακούμε. Αυτή η διαδρομή από τα μέσα προς τα έξω είναι η δική μας προσφυγιά. Όταν βγουν τα μέσα , έξω να βρουν πατρίδα.
Ξενάκι είσαι κι εσύ μην το ξεχνάς. Ξενάκια λέγανε τους ναυτικούς σε όλο τον κόσμο οι ναυτομάνες. Κι αν ακόμα δεν έχεις πρόσφυγα , μετανάστη στην οικογένεια , κι αν κάποτε δεν έζησες κι εσύ κάπου μακριά , κάποτε θα θέλησες να σπάσεις τα σύνορα. Να κόψεις συρματοπλέγματα, κάπου να περάσεις , να σωθείς , σε μια αγκαλιά να ριζώσεις. Γι΄αυτό όταν κλαίει το σώμα, κλαις κι εσύ.
Σ΄αυτά τα δάκρυα τρέχουν οι πόνοι και τα βάρη μας. Πέφτουν οι μάσκες, σπάνε οι βιτρίνες που εμποδίζουν τα αληθινά μας βιώματα να βγουν στην φόρα και να ελευθερωθούν. Η ειρήνη που τόσο πολύ επιθυμούμε, ζητάει να γνωρίζουμε . Ζητάει να αποδεχθούμε πως προχωρούμε κι εμείς οι ίδιοι σε πανανθρώπινο κομβόι προσφυγικό.
Εδώ παρακάτω στην γειτονιά μου, στο δρόμο προς το σουπερ μάρκετ, βρίσκεται ένα χαμηλό , φτωχικό σπιτάκι πάντα ανοιχτό. Ένας άντρας κάθεται απ΄έξω και συνήθως διαβάζει τ΄απογεύματα. Η πόρτα είναι πάντα ανοιχτή . Τα παράθυρα το ίδιο. Μοιάζει σαν να μην χρειάζεται να είναι κάπου μέσα για να βγει έξω , μα ούτε έξω για να μπει μέσα.
Πιάνω τον εαυτό μου να αναρρωτιέται ''μα πως ζει αυτός ο άνθρωπος;'' . Δεν έχω απάντηση . Θα πρέπει να ζει απ΄αυτά που κάνει , όχι απ΄αυτά που χτίζει και κλείνει. Θα ζει σε φεγγαροβραδιές , σε ανθισμένα δωμάτια Άνοιξης και σε μάλλινες κάμαρες Χειμώνα. Μάλλον όπου βρεθεί θα αφήνει να του πέφτουν κάτω ψιχουλάκια , για να μην χάσει το δρόμο του . Γι αυτό εξακολουθεί και ζει ακόμα.
'Ετσι λέω προχωρώντας στην ερημιά του σουπερ μάρκετ. Εκεί που συναντιούνται οι άνθρωποι χωρίς να βλέπονται. Ξεχνώντας να αφήνουν πίσω τους ψιχουλάκια.