της Αννιτας Λουδαρου
Καίει ο ήλιος, η ζέστη απλώνεται, κυλάει ο ιδρώτας σου. Αφήνεις κάτω το σακίδιο σου, γδύνεσαι, πετάς τα ρούχα σου δεξιά κι αριστερά. Είναι η στιγμή που μπαίνεις στη θάλασσα μετά από έναν ολόκληρο χρόνο. Βήμα βήμα από τη φτέρνα στον αστράγαλο και το γόνατο, προχωράς.
Τα πόδια βουλιάζουν στο νερό. Ξεπλένονται με αλάτι. Αρχίζεις να πιστεύεις πως το καλοκαίρι ήρθε και για σένα. Ο αέρας γεμίζει υπόσχεση. Είσαι τώρα στη μέση. Εδώ σταματάς μερικά παραπάνω δευτερόλεπτα, εδώ είναι ακουμπισμένα πολλά βαρίδια. Έτσι εξηγείται που σε πονά η μέση ανεξήγητα όλο το χρόνο κάποιες στιγμές. Το σήμερα μπλέκει με το χθες. Οι σημερινές υποσχέσεις με τις παλαιές σαν το υποβρύχιο στο νερό.
Δώδεκα χρόνια πριν στην Αμοργό μεθυσμένη, στην Φολέγανδρο ερωτευμένη, στην Ίο έγκυος. Πιο παλιά στην Χίο φρέσκια, ξεκούραστη με κοντά μαλλιά, μέλος της παρέας που σ΄έμαθε να φτιάχνεις τα πέλματα της ανεμελιάς σε όλους τους ισημερινούς της γης. Να πιστεύεις στα θαύματα, να μιλάς με τα φεγγάρια και τ΄αστέρια. Στα Κύθηρα πρόπερσυ περισσότερο πρόσφατα εσύ. Περισσότερο συγκεντρωμένα εσύ. Εσύ και το δευτερόλεπτο της ζωής.
Ακολουθούν οι ωμοπλάτες. Εκεί φυτρώνουν τα φτερά, όταν ο άνθρωπος γίνεται πουλί. Θα πρόσεξες πόσο δυνατά είναι τα κόκκαλα στις ωμοπλάτες. Είναι για να αντέχουν να σχίζουν τους αιθέρες. Οι ωμοπλάτες δεν κουβαλούν τόσο βάρη, όσο σχοινιά. Είναι δεμένες με χοντρά καραβόσχοινα. Κρατούν δεμένα σφιχτά τα θέλω. Σε κάνουν να απεύχεσαι. Να αρνείσαι, να φοβάσαι. Να ξεχνάς πως έχεις θέση για φτερά και να ζητάς σωσίβια. Ψέματα -σωσίβια. Να σκύβεις για να περάσει ανεμπόδιστος ο αναμενόμενος εαυτός σου.
Έφτασε η ώρα. Μπαίνεις ολόκληρος στο νερό. Βουλιάζεις το κεφάλι σου. Μυρίζει ιώδιο παντού. Επουλώνεσαι. Σηκώνονται όρθια τα μαλλιά σου. Χάνεται ο χρόνος, ενώνεσαι αβίαστα με το βυθό, ενώνεσαι με το ρευστό, το ακαθόριστο. Κινείσαι με τον μοναδικό σου τρόπο και γίνεσαι μέρος του όλου. Από κάπου μπαίνει ένα φως, σκορπίζοντας ελπίδα σε όλο το χρόνο. Η ελπίδα εγκόλπωμα του χρόνου. Μέσα σε δευτερόλεπτα είσαι ξανά μέσα στην μήτρα. Από εκεί ακριβώς που ξεκίνησες.
Την στιγμή που βγήκες στην επιφάνεια, στις ωμοπλάτες σου νόμιζες πως φύτρωσαν φτερά. Η ακτή ήταν ίδια αλλά εσύ είχες αλλάξει. Σαν να πέρασε ένας περιοδεύων θίασος μ΄έναν ιπτάμενο ακροβάτη που πέταξε αρκετές φορές βουίζοντας πάνω από τους κολυμβητές, αλλά κανείς δεν του έδωσε σημασία γιατί δεν είχαν ξαναδεί ιπτάμενο ακροβάτη και δεν ήξεραν να ξεχωρήσουν αν τα φτερά ήταν από άγγελο ή από ιπτάμενο δεινόσαυρο ή από διαστημικό αλογάκι της θάλασσας.
Γι΄αυτό κι όταν γίνονται θαύματα και βγάζει κάποιος κολυμβητής ή κολυμβήτρια φτερά, οι υπόλοιποι νομίζουν πως τρελάθηκε και συνεχίζουν να τον βλέπουν με απορία ή με αδιαφορία. Ενώ την ίδια ακριβώς στιγμή τους βασανίζει ο θόρυβος των αστεριών που η νύχτα θα φέρει στην ακτή που έγινε το θαύμα.