της Αννιτας Λουδαρου
Μέσα στον ύπνο της είχε όλο φθινόπωρα. Νεκρά φύλλα γέμιζαν τα όνειρα της. Άδεια πάρκα, μισοκλεισμένες τέντες, αδιάβροχα, βοριάδες που ρίχνουν ξερά φύλλα. Για να καταλάβει καλύτερα τα φθινόπωρα έκανε
ησυχία. Μέσα στην ησυχία μπορούσε ν΄ακούει το ανεπαίσθητο θόρυβο που κάνουν τα φύλλα όταν πέφτουν, τις σταγόνες των πρώτων βροχών που κυλούν στα σκονισμένα τζάμια. Χαμήλωνε το θόρυβο που χρειάζεται η ζωή για να επιβεβαιωθεί όπως χαμηλώνεις το volume στο ραδιάκι του αυτοκινήτου και αφηνόταν στα φθινοπωρινά τοπία.
Τα φθινοπωρινά τοπία σπάνια έχουν ανθρώπους. Συνήθως είναι όλοι απόντες από εκεί και τα ίχνη τους έχουν μείνει μετέωρα για να ζωντανέψουν μια άλλη εποχή. Ίσως να μην ξαναζωντανέψουν κάποια άλλη εποχή, όμως αυτή δεν το ξέρει.
Τα φθινόπωρα της είναι γεμάτα απουσίες και για αυτό την εξοικειώνουν με την απώλεια. Συχνά κάθεται πάνω σε βουνά ξερών φύλλων και ξεφυλλίζει άλμπουμ με φωτογραφίες χθεσινών μορφών που τις κατάπιε ο χρόνος. Άλλοτε πάλι σηκώνεται και φτυαρίζει τα ξερά φύλλα για να τα πετάξει μακριά. Να καθαρίσει ο τόπος. Ν΄αλλάξει ο χρόνος δέρμα.Είναι κι αυτός ένας τρόπος να αποδεχθεί την απώλεια. Η αποδοχή της απώλειας είναι πάντα κάτι μεγάλο και σπουδαίο που φέρνει μια νέα αρχή.
Ο ουρανός του φθινοπώρου την περιέγραφε. Αποφασισμένα , ασημένια σύννεφα που ταξίδευαν ψηλά στον ουρανό, κατέβαιναν όμως και έφεραν συχνά βροχή. Η βροχή έμπαινε μέσα στα παπούτσια της, έβρεχε και διαπερνούσε τα ρούχα της μέχρι που έφθανε στο μεδούλι έτσι όπως συνήθως την έβρισκαν απροστάτευτη.
Φυσικά για κάποιο σκοπό γινόντουσαν όλα αυτά. Τα σύννεφα την περίμεναν πάντα έτοιμα. Σαν ένας τρόπος να μετρά αυτά που έφυγαν προς τα πίσω σχηματίζοντας ένα συνεχώς αυξανόμενο βουναλάκι. Μαζί μ΄αυτά στο ίδιο βουναλάκι έβαζε κι όλα αυτά που ήθελε ν΄αλλάξει κατα καιρούς και ακόμα δεν τα είχε καταφέρει. Καθώς λοιπόν κατανοούσε όλο και περισσότερο κάθε φορά τα φθινόπωρα, πλησίαζε όλο και κοντύτερα εκείνο το πολυπόθητο ''δεσμεύομαι''.
Δεσμεύομαι μονολογούσε πως ακόμα κι αν η συνταγή δεν είναι συναρπαστική αλλά αντίθετα λίγο πολύ μονότονη ή ακόμα και βολική, θα σφουγγίζω με τα σύννεφα την επιδερμίδα του χρόνου για να μπορούν να κυλούν ανεμπόδιστα οι εποχές και να ξεσκεπαστούν όλες οι αυταπάτες, να πάψει να τις παίρνει σοβαρά. Να κρατήσει μόνο μια. Όταν βλέπω την βροχή,το ένα μισό μου μισό να νομίζει πως είναι θαύμα. Ενώ το άλλο μισό μου αυτό που δεν πιστεύει στα θαύματα, να πιστεύει στο τυχαίο.