Της Αννίτας Λουδαρου
Μια μετρίου αναστήματος γυναίκα , γύρω στα σαρανταπέντε σπρώχνει ένα καρότσι με τρόφιμα στο σουπερ μάρκετ. Φοράει καφέ παλτό , μαύρες μπότες , μπλε πλεκτό κασκόλ στο λαιμό. Τα ρούχα της είναι λίγο φθαρμένα αλλά καθαρά . Τα μαλλιά της δεμένα σε αλογοούρα.
Που και που πέφτει ένα τσουλούφι στα μάγουλα της και το περνάει πίσω από τ΄αυτί. Tα χείλη της λίγο ξερά. Κινείται στους διαδρόμους με απόλυτη ακρίβεια. Ξέρει που είναι ακριβώς τι . Δεν χασομεράει. Είναι επτά το απόγευμα. Έχει έρθει για ψώνια μετά τη δουλειά.
Σίγουρα στο σπίτι θα την περιμένουν ένα , δυό παιδιά . Ίσως να την περιμένει και ο άντρας της αν έχει τελειώσει από την δική του δουλειά . Όταν επιστρέψει με τα ψώνια μπορεί να μαγειρέψει το αυριανό τους φαγητό. Ίσως μπορέσει να κάνει κάποιο βραδινό στα παιδιά. Μπορεί να προλάβουν να καθήσουν όλοι μαζί στο τραπέζι και να μιλήσουν για την μέρα τους. Εκεί ανάμεσα στις κουβέντες θα της κλείσει το μάτι και εκείνη θα σκάσει στα γέλια . Ίσως όμως αυτό να μην είναι εφικτό. Ίσως δεν προλάβει να μαγειρέψει τίποτα. Ισως φάνε κάτι πρόχειρο για το βράδυ έτσι που να της μείνει ο χρόνος για να προετοιμάσει το φαγητό της άλλης μέρας. Αυτά που θα λέγανε γύρω από το τραπέζι ίσως δεν προλάβουν να τα πουν. Ισως δεν προλάβουν ποτέ να τα πουν. Ποτέ να μην μάθουν πως πέρασε ο καθένας την μέρα του. Τι φοβήθηκαν και τι αγάπησαν σήμερα.
Η κομψή γυναίκα με το φθαρμένο και καθαρό παλτό στο ένα χέρι της κρατά το καρότσι και στο άλλο το κινητό της. Διαλέγει ένα προιόν από το ράφι , κτυπαέι την αξία του στην αριθμομηχανή του κινητού και προχωράει στο επόμενο. Όταν είναι κάτι πιο ακριβό , κάτι που την πετάει έξω από τις οικονομικές της αντοχές το βγάζει έξω και προχωράει παρακάτω.
Ψωμί,
δύο γάλατα
ένα απορυπαντικό
300 γραμμάρια γαλοπούλα για τοστ,
ένα κοτόπουλο,
ντοματοχυμό
χαρτί τουαλέτας,
καφέ
τυρί για τοαστ
φακές
αυγά εξάδα
Αλεύρι
Ανοίγει το πορτοφόλι της ξανα μετράει. Όχι δεν θα πάρει σήμερα τις μπανάνες , θα προτιμήσει ένα δίχτυ πορτοκάλια. Να φτιάξει καμιά πορτοκαλάδα στα παιδιά. Να έχουν μαζί με το κεικ το πρωί. Όμως της φθάνουν τα χρήματα να πάρει λίγη μιζήθρα , να φτιάξουν μιζηθροπιτάκια που αρέσουν στο Κατερινάκι.
Προχωράει αγέρωχη και αξιοπρεπής προς το ταμείο. Σε κάποιες άλλες εποχές οι άνθρωποι έγραφαν βερεσέ στο μπακάλη. Τώρα κάποιοι μιλούν για νίκες, για του έθνους ξανά την τιμή.
Για νίκες που το μέλλον θα φέρει.
Βγάζει ένα ένα τα πράγματα από το καρότσι. Η ταμίας τα κτυπά στην ταμειακή. Το σύνολο είναι με μαθηματική ακρίβεια αυτό που υπολόγισε. Αυτό που ήξερε από πριν . Τόσο όσο να μην πέσει . Τόσο όσο να δώσει σε όλους μια μικρή χαρά. Όχι για να τους ξεγελάσει αλλά για να τους πει πως τους θυμάται. Πως δεν τους ξεχνά ποτέ. Δεν τους αφήνει ποτέ. Δεν βγαίνουν από την καρδιά της.
Κι αύριο που θα ξυπνάει έξι και μισή για να φύγει για τη δουλειά , τα παιδιά θα έχουν γάλα , πορτοκαλάδα ακόμα και κεικ. Θα μυρίζει φρέσκος καφές στην καφετιέρα. Το φαγήτό θα περιμένει έτοιμο στη κατσαρόλα την επιστροφή στη χελιδονοφωλιά. Εκείνη θα φοράει το ίδιο φθαρμένο αλλά πεντακάθαρο παλτό. Τις ίδιες φθαρμένες , καλογιαλισμένες μαύρες μπότες και το μάλλινο κασκόλ. Η ζωή θα έχει κυλήσει μια μέρα ακόμα μπροστά. Άλλη μια μέρα μάχης και αγώνα θα απλώνεται μπροστά της. Η αξιοπρέπεια θα λάμπει στα κρυστάλλινα βλέφαρα της. Το φιλί στη πόρτα θα μετατρέψει την στιγμή σε αναρριχώμενο φυτό.
Εκείνη θα ανοίγει την πόρτα αγέρωχη και αποφασισμένη να πέσει στη μάχη ξανά. Να μην την βάλει κανένας στο χέρι. Ο καρδιακός παλμός της θα συντονίζεται με το δικό του. Οι δυο τους θα αντέχουν ακόμα.
Όλα θα μοιάζουν ίδια.
Όλα;