της Αννίτας Λουδάρου
Δεν σε γνώριζα προσωπικά. Σε γνώρισα όμως μέσα από τους φίλους σου, γιατί είχες φίλους πολλούς. Είχες μεγάλη καρδιά μου είπαν και γέλιο τρανταχτό. Είχες χέρια δυνατά. Ήσουν ακροβάτης στα τεντωμένα σχοινιά.
Ήξερες να τιμάς τους φίλους σου με αλήθεια. Ν΄αγαπάς το κορίτσι σου.Ήξερες να μην κρύβεσαι. Να έχεις ένα πρόσωπο.
Εσύ δεν πυροβολούσες με ψέμματα. Κι όταν καμιά φορά πέθαινες ήταν αλήθεια. Ήσουν ένα παιδί που ήξερε από την αρχή πριν ακόμα ακούσεις όλο το παραμύθι, πως ο Βασιλιάς είναι γυμνός.
Έπεσες από μαχαιριά. Είπαν ότι τρεις σε μαχαίρωσαν, εσένα τον έναν. Το αίμα σου έβαψε τα αγαπημένα σου σκαλάκια. Εκεί που καθόσουν μέρες και μέρες με φίλους και γνωστούς. Στη πλατεία Ηρώων. Έχει η κάθε εποχή τους δικούς της ήρωες. Ξημερώματα Κυριακής, τη ώρα που η μέρα κέρδιζε την νύχτα. Τέτοια ώρα οι περισσότεροι κοιμούνται, κάποιοι άλλοι γυρνούν από τις διασκεδάσεις με σκόνη στ΄αυτιά και κάποιοι άλλοι ψάχνουν στα σκουπίδια για λίγο φαγητό ή για λίγη αγάπη.
Αύριο σε αποχαιρετάμε. Τα παιδιά σου έχουν αφήσει λουλούδια και σημειώματα στα σκαλάκια. Οι κηλίδες του αίματος σου είναι ακόμα ζωντανές. Τις επόμενες μέρες θ΄αρχίσουν να ξεθωριάζουν κάτω από τα βήματα των βιαστικών περαστικών. Μεθαύριο σ΄αυτό το ίδιο σημείο θα στηθεί η εξέδρα των επισήμων . Οι επίσημοι θα βγάλουν τους λόγους της εθνικής μας περηφάνιας. Ο Δήμαρχος θα έχει επιμεληθεί το καλοπισμό της πλατείας Ηρώων. Τα συνεργεία καθαρισμού θα πλένουν με λύσσα , να ξεκολλήσουν τις πληγές από τα πλακάκια τους παρίες της κοινωνίας μας. Θα έχουν γίνει όλα τα απαραίτητα προκειμένου όλα να δείχνουν σωστά . Να δείχνουν όμως . Όχι να είναι. Γιατί στη πλατεια όταν πέσει το βράδυ το σκηνικό αλλάζει. Βασιλεύει η βια και ο θάνατος. Kαι όσο εμείς θα μείνουμε να διαβάζουμε και ν΄αναρρωτιόμαστε για τους δαίδαλους της εφηβικής ψυχής των δεκαεννιά σου χρόνων και θα πέφτουμε σε βαριά ληθαργική μνήμη και θα φωνάζουμε τι μεγάλο πράγμα που είναι το ασυνείδητο κι άλλα τέτοια πολλά εσύ θα κάνεις το τελευταίο σου ακροβατικό.
Πέταξες .Ήταν η στιγμή που κοίταξες τον καθρέφτη στο σημείο μηδέν και έσπασε. Κι ενώ εμείς μέσα στο καθρέφτη θα ψάχνουμε το καπάκι για να κλείσουμε μέσα στο μπουκάλι το τραύμα, την ντροπή και το πένθος, εσύ θα μιλάς για αντικατοπτρισμούς. Για όλα αυτά που είναι ολέθριο σφάλμα να τα κλείσεις μέσα και να κάνεις πως δεν υπήρξαν ποτέ. Για κήπους θα μιλάς, για μια ζωή χωρίς κελιά.
Ποτέ άλλοτε δεν θα μπορούσα να πω με περισσότερη σιγουριά: Nα την η εποχή των δολοφόνων. Χθες μέσα στο λεωφορείο, εκεί που κολλάει ο ένας άνθρωπος στον άλλο. Εκεί που δεν ξέρω τι κρύβει ο καθένας μέσα στις τσέπες και στα μυαλά του. Εκεί που δεν σε αντέχω και δεν με αντέχω, μέσα σε τόσα χρόνια θαμμένα στα ψέμματα και στα αίματα. Εκεί που με έσπρωχναν, που έπεφτε το ξένο σώμα πάνω στο δικό μου σαν μάρμαρο βαρύ και κοφτερό, σαν τάφου μάρμαρο, ξαφνικά άκουσα κλαρίνο. Απο μέσα μου θα είναι, είπα. Οι καρδιά μου που τρέμει θα είναι, σκέφθηκα. Οι καρδιές μας που κλαίνε.
Για σένα.
Στο Θωμά