της Αννίτας Λουδαρου
Οι άνθρωποι πεθαίνουν, καίγονται, πνίγονται. Τίποτα δεν μένει απ΄αυτούς. Μένουμε αμήχανοι μπροστά σε όλη αυτή την παροδικότητα. Όλα είναι στ΄αλήθεια είναι παροδικά.
Κανείς μας δεν διαθέτει κάτι περισσότερο από μια φωτεινή στιγμή κάτω από τον ήλιο. Σ΄αυτή τη σκέψη στέκομαι ξανά και ξανά πάρα πολλές φορές και κάθε φορά με συγκλονίζει.
Άνθρωποι δικοί σου, διπλανοί σου, άνθρωποι σαν να τους ξέρεις χρόνια, που είχαν κορδωθεί, που είχαν καταβροχθίσει το χρόνο μεγαλουργώντας, γράφoντας, διδάσκοντας, χτίζοντας, οργώνοντας και τώρα δεν υπάρχουν πια. Επέστρεψαν στο χώμα. Άνθρωποι που εργάζονταν σαν καλοκουρδισμένες μηχανές στις 6000 στροφές ασταμάτητα, χωρίς να σβήνουν ποτέ. Άνθρωποι ακούραστοι χωρίς καλοκαίρια και χειμώνες, γιατί ακόμα και τα καλοκαίρια ήταν προσμονές του επερχόμενου χειμώνα. Άνθρωποι με τα ελάχιστα καταφύγια στα ξέφωτα των μοναδικών ξεχωριστών τους κόσμων. Κόσμοι που τους συναντάς μόνο στα εφηβικά ημερολόγια, στα οικογενειακά άλμπουμ, στις ερασιτεχνικές λήψεις. Ένας κόσμος αναμνήσεων όλων αυτών που δεν υπάρχουν παρά μόνο στην μνήμη μας. Και όταν εμείς παύουμε να υπάρχουμε παύουν να υπάρχουν και οι αναμνήσεις.
Οι αναμνήσεις μου, συνειρμοί σαν αστέρια που πέφτουν χωρίς να προλάβω να πω μια ευχή για όλους αυτούς που θέλω να σωθούν. Αδιέξοδη προσπάθεια να νικηθεί το μέλλον με προγραμματισμούς και σκληρή εργατικότητα. Το μέλλον βλέπεις ουδέποτε νικήθηκε, ούτε κατακτήθηκε. 'Ενα τσαφ κάνει κι εμείς μένουμε μεταίωροι. Μονάχα εκείνος ο δύσκολος ελιγμός στο παρόν. Η χαρά στο χρόνο του εδώ και του τώρα. Τα παχουλούτσικα μπουτάκια σου στα πρώτα σου βήματα, τα μάτια του, οι κουβέντες με τον πατέρα, οι παρτίδες της μονόπολης που σε κέρδισα, τα βότσαλα, η αλμύρα που έγλειφα στα μπράτσα σου, το βεραντάκι που μύριζε σιτρονέλα, τα φωτάκια από το απέναντι χωριό, το ζακετάκι που μου 'ριξες μια νύχτα στο κατάστρωμα γυρνώντας από τη Σύμη, η μυρωδιά του πανοφωριού της μητέρας μου, το γράψιμο, η ζωγραφική, τα παλάτια στην άμμο, η βραδινή ντοματόσουπα με το τυρί, ο Σταυρός του Νότου που μου 'δειχνες στην Μάνη, οι βουτιές από την βάρκα, το ξεκαρδιστικό σου γέλιο μια μέρα στη αυλή, το κλάμμα σου όταν πρωτοαντίκρυσες το παιδί σου.
Με πιάνει ρίγος γιατί συνειδητοποιώ πως όλα είναι στιγμές. Τα αστέρια που πέφτουν χωρίς τελικά ποτέ να προλάβεις να κάνεις την ευχή. Βροχή από πεφταστέρια. Aς μας περιμένει μπόρα.
Ας φθάσει η βροχή μέχρι το μεδούλι. Να μουλιάσουμε. Να μπορούμε να πούμε, όταν έρθει η στιγμή, ''πέρασα ωραία''.
Ίσως να είναι αυτή η μόνη νίκη. Η μόνη δυνατή νίκη.