Στα άρματα – στα άρματα, έρχεται ο Αλέξης…
Τα λάβαρα της επανάστασης σηκώθηκαν. Οι στρατηγοί πήραν τις θέσεις τους και τα στρατιωτάκια έτοιμα και αυτά. Καλοβαλμένα στις σειρές τους, με τα άρβυλά τους γυαλισμένα και τις φορεσιές φρεσκοπλυμένες, έτοιμα να πολεμήσουν για την περήφανη Ελλάδα της χρεοκοπημένης δραχμής.
Ωιμέ. H υπεροπλία των αντιπάλων αδιαπραγμάτευτη, οι δικοί μας στρατηγοί ανίκανοι και από καιρό απαξιωμένοι, ενώ και οι στρατιώτες συνηθισμένοι μια ζωή στο ετοιμοπαράδοτο, από τις αγορές των ξένων, ξέχασαν και αυτοί το ετοιμοπόλεμο στο σπίτι τους και με πενιχρό οπλισμό στέκονται σαν χάνοι στις σειρές τους.
Και όλοι αυτοί μας προετοιμάζουνε για το νέο μαύρο ΄97. Αυτή είναι η ειμαρμένη μας. Να πολεμούμε με τα θεριά για ξετσίπωτες Ελένες!
Ζούμε μέρες 1897 mutatis mutandis. Όπως και τότε, ανόητοι και ανεύθυνοι καλούνε τον λαό σε μεγαλειώδη γιουρούσια για την ανακατάληψη της εθνικής μας αξιοπρέπειας.
Τότε είχε προηγηθεί η πτώχευση του '93 με τον λαό και τους πολιτικούς να αφήνουν στην άκρη το πελατειακό κράτος, τα ρουσφέτια, τους διορισμούς και τη ρεμούλα και να κατηγορούν "πυρ ομαδόν" τους ξένους ομολογιούχους για αρπακτικότητα και τοκογλυφία και να πλειοδοτούν σε παλληκαρισμούς και κουτσαβακισμούς. Σήμερα ζούμε το κακογραμμένο σίκουελ της εποχής εκείνης.
Δεν μπορείς, όμως, μεγάλε νεοέλληνα να απαιτείς μια ζωή εισπράξεις θαυμασμού για τους αρχαίους σου, τους ποιητές σου, τους λογοτέχνες σου και τους αθλητές σου και την ίδια στιγμή να αρνείσαι να πληρώσεις αφενός την ανικανότητα των πολιτικών σου και αφετέρου την δική σου ικανότητα να επιβραβεύεις μια ζωή τους μέτριους και τους ατάλαντους. Τα έφαγα, τα έφαγες, τα έφαγε, τα φάγαμε, τα φάγατε, τα φάγανε...δεν έχει σημασία η κλίση. Σημασία έχει η κλίση σου να δανείζεσαι και να αρνείσαι να τα επιστρέψεις. Και αν θεωρείς πως η μεγάλη πλειοψηφία του λαού δεν έφαγε από τα δανεικά αυτά ζήτα να ανοίξουν οι τραπεζικοί λογαριασμοί όλων και να κατατεθούν τα πόθεν έσχες τους. Δείξε την μαγκιά σου σ΄ αυτούς. Όχι στους ξένους.
Τότε είχαμε τη Μεγάλη Ιδέα του Κωλέττη. Την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Την Ελλάδα που γκρεμοτσακίστηκε λίγα χρόνια αργότερα στις ακτές της Μικρασίας.
Σήμερα ζούμε το τέλος μιας ακόμα Μεγάλης Ιδέας. Να ξεπεράσουμε στα φράγκα τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Όχι στην παραγωγή γνώσης, πολιτισμού, ανταγωνιστικών προιόντων και υπηρεσιών, αλλά στα φράγκα. Πιστέψαμε πως η άνοδος του βιοτικού μας επιπέδου και οι αυξήσεις των εισοδημάτων μας θα έρχονταν νομοτελειακά λόγω της συμμετοχής μας στην Ευρωζώνη.
«Πότε θα συγκλίνουν οι μισθοί μας με τους γερμανικούς;» φωνάζαμε νυχθημερόν και δεν βρέθηκε ένας χριστιανός Σωκράτης να μας πεί:
«Και γιατί, ρε μεγάλε, να συγκλίνει ο μισθός σου με το γερμανικό; Τι ακριβώς παράγεις και έχεις τέτοιες απαιτήσεις;»
Τότε δεν είχαμε στρατιώτες ικανούς να πολεμήσουν. Έναν στρατό υπο διάλυση είχαμε με κάτι αξιωματικούς της πλάκας να μαλώνουν αναμεταξύ τους για τις προαγωγές και τις επωμίδες. Σήμερα δεν έχουμε αγρότες ικανούς να μας ταΐσουν. Μια οικονομία έχουμε που εισάγει το 90% αυτών που καταναλώνει. Α, ξέχασα, έχουμε και κάτι βιντεάκια στο διαδίκτυο που μας πληροφορούν με υπερηφάνια πως εξάγουμε πρώτες ύλες, λες και είναι τιμή για μια χώρα να κάνει ό,τι κάνουν και οι τριτοκοσμικές χώρες του πλανήτη, καθώς και μπόλικη φέτα και παρθένο λάδι.
Να θυμίσω απλά πως στα τέλη του 19ου αιώνα εξάγαμε τα ίδια σύν σταφίδα. Οπισθοδρόμηση και εδώ.
Τότε είχαμε Εθνικές εταιρίες, αλλοπρόσαλλες κραυγές, εθνικές υστερίες. Και όλα αυτά πασπαλισμένα με τα ονόματα ενός Μελά, ενός Πάλλη, ενός Καρκαβίτσα και ενός Παλαμά. Σήμερα έχουμε τις ίδιες ανεύθυνες κραυγές πασπαλισμένες με τα ονόματα ενός Κλύν, ενός Τράγκα, ενός Λάκη και ενός Αλέξη. Ακόμα και εδώ οπισθοδρόμηση.
Τότε δεν είχαμε ανατροπείς. Η κοινή γνώμη, αφού βγήκε στις πλατείες και στα πεζοδρόμια να διαδηλώσει την οργή της για την ήττα, λούφαξε κατόπιν τρομαγμένη και άρχισε να επιρρίπτει ευθύνες. Φταίει ο Βασιλιάς, φταίνε οι πολιτικοί, φταίνε οι ξένοι. Τι είχες Γιάννη τι είχα πάντα. Σήμερα, η ίδια οργή στις ίδιες πλατείες, με τους ίδιους φταίχτες και την ίδια κατάληξη. Την παγκόσμια καταισχύνη.
Και ενώ η ιστορία επαναλαμβάνεται μπροστά μας σα φάρσα εμείς επιμένουμε να ανταλάσσουμε μεταξύ μας καταστρόικες, χρεοκρατίες, θεωρίες συνωμοσίας, αριστερά «άλλα λόγια να αγαπιόμαστε» και βιντεάκια στα όρια του εθνικού καρακιτσαριού και κανείς δεν αναρωτιέται γύρω από το στοιχειώδες σε μια χώρα αστοιχείωτη. Όλα καλά αυτά που λέμε για τον τζογαδόρικο καπιταλισμό και τις τοκογλυφικές αγορές. Όλα καλά και άγια.
Θα απαντήσει, όμως, κάποιος κερατάς γιατί φτάσαμε στην ξεφτίλα του 2009, ώστε να έρθουν οι κακοί αυτοί εκμεταλλευτές και να εξαγοράσουν έναντι πινακίου φακής τα νερά μας, τον ήλιο μας, τα πετρέλαιά μας και τις Εγνατίες μας;
Θα απαντήσει κάποιος κερατάς ποια ήταν τα βασικά αίτια της πτώχευσης του 2009 και ποιοι θεσμοί και διαδικασίες αποδείχτηκαν λειψοί και ανεπαρκείς, ώστε να τους αλλάξουμε εν ευθέτω χρόνω; Γιατί για όποιον δεν το κατάλαβε το 2009, αν δεν υπήρχε η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ, ο Παπανδρέου ο νεότερος θα ανέβαινε στο βήμα της Βουλής και θα ψέλιζε το «δυστυχώς ξαναεπτωχεύσαμε» και όλοι εμείς οι μικροκαταθέτες του ξιπασμένου καταναλωτισμού θα βγάζαμε αλλαλαγμούς οργής για το πολιτικό σύστημα που μας έκλεψε τα ωραία μας λεφτάκια.
Δεν διδαχτήκαμε τίποτα από τις καρπαζιές του παρελθόντος. Ούτε από τη ξεφτίλα του 1897. Ούτε από την τραγωδία του 1922. Ούτε από την κατάντια του Εμφυλίου. Ούτε από το μαύρο 1974 και τον «Αττίλα».
Μια ζωή σε αυτή τη χώρα η ίδια θλιβερή εικόνα. Ένα λεφούσι από τεμπελχανάδες, φωνακλάδες και κομματικούς καραβανάδες να μονοπωλεί τη δημόσια εικόνα μας. Πάντα αυτοί. Οι ίδιοι χαραμοφάηδες στις πρώτες θέσεις. Εκεί μπροστά. Να κάνουν σαματά, να λένε τα μεγάλα και τα μικρά ΌΧΙ, να σηκώνουν κουρνιαχτό, να απειλούν θεούς και δαίμονες, να ξεστομίζουν τα γηπεδικά τους συνθήματα χτυπώντας χαρωπά τα δυο τους χέρια τα χτυπώ. Και αν τους αραδιάσεις λέξεις όπως μόχθος, ιδρώτας, φιλότιμο και αξιοπρέπεια, θα σε κοιτάξουν στραβά και θα μονολογήσουν: τι λέει πάλι ο περίεργος;
Εδώ, λοιπόν. Στη μέση της μεγαλύτερης κρίσης της μεταπολεμικής μας ιστορίας θα κάτσουμε κατάχαμα, θα κοιταχτούμε αναμεταξύ μας και θα συζητήσουμε για το τι έφταιξε το 1897, το 1922, το 1967 και το 2008 και τα κάναμε σαν τα μούτρα μας. Στο κατώφλι της εθνικής μας καταισχύνης θα ανοίξουμε τα βαριά βιβλία της ιστορίας, αυτά που δεν τολμήσαμε ποτέ μας να διαβάσουμε, ρέμπελοι και θαυμαστές της ανεμελιάς των τελευταίων θρανίων, και θα αναζητήσουμε τις μεγάλες και γενναίες απαντήσεις στο ένα και μοναδικό ερώτημα.
Τι φταίει και κάθε λίγο και λιγάκι μας ξεφτιλίζουνε και μας ποδοπατάνε οι ξένοι;
Τι φταίει και κάθε είκοσι με τριάντα χρόνια αυτός ο λαός ξαπλώνει σιωπηλός στο κρεβάτι του Προκρούστη και υπομένει στωικά τη φοβερή δοκιμασία;
Τι φταίει για τη διαχρονική μας Ψωροκώσταινα;
Αν δεν απαντήσουμε σήμερα με θάρρος στο ερώτημα «τι πταίει» και επιμείνουμε για πολλοστή φορά στις εύκολες απαντήσεις του «τις πταίει» τότε, δυστυχώς, θα έχουμε χάσει μια ακόμα μεγάλη ευκαιρία για την πραγματική ανασυγκρότηση της χώρας πάνω σε ορθολογικές δομές και διαδικασίες διακυβέρνησης. Και, δυστυχώς, θα εξακολουθήσουμε να ακούμε κάθε τόσο από σύγχρονους αμαρτωλούς και κλέφτες το «στα άρματα, στα άρματα, εμπρός στον αγώνα» και να στοιχιζόμαστε ξοπίσω από δημαγωγούς και ψεύτες. Η επιλογή εν τέλει είναι πάλι δική μας. Ας μην τη χαραμίσουμε και αυτή γιατί άλλες πομπές οι τράγοι δεν αντέχουν...