Ο εκβιασμός πετυχαίνει. Μετά;
Η προεκλογική περίοδος περιστρέφεται γύρω από το θέμα του Μνημονίου. Κάποιες πολιτικές δυνάμεις, προεξάρχοντος του ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζουν ότι θα καταγγείλουν το Μνημόνιο (δεν λέω μονομερώς, γιατί αυτό το χαρακτηριστικό ενυπάρχει στην έννοια της καταγγελίας. Τώρα πώς κάποιοι μπορούν να μιλάνε ταυτόχρονα και για καταγγελία και για αποφυγή μονομερών ενεργειών,
εδώ η ελληνική γλώσσα σηκώνει τα χέρια ψηλά). Υποστηρίζουν περαιτέρω ότι μετά την καταγγελία οι εταίροι μας, οι υπόλοιπες 16 χώρες της Ευρωζώνης, δεν θα τολμήσουν να σταματήσουν τη χρηματοδότησή μας, αλλά θα προβούν σε νέα συμφωνία, χωρίς τους όρους του μνημονίου, επειδή η ζημιά που θα υποστούν από μια έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ θα είναι μεγαλύτερη από τη συνέχιση της (πλέον άνευ όρων) χρηματοδότησης των ελλειμμάτων της. Και η δημόσια συζήτηση κυριαρχείται από το ερώτημα αν είναι εφικτός αυτός ο εκβιασμός, προφανώς θεωρώντας ότι αν όντως είναι εφικτός, τότε προάγει το συμφέρον της χώρας και άρα θα πρέπει να αποτολμηθεί.
Είναι όμως έτσι; Ας σταματήσουμε προς στιγμή να συζητάμε αν ο εκβιασμός είναι εφικτός και ας συζητήσουμε για το αν είναι καλός και συμφέρον για τη χώρα. Για την προώθηση της συζήτησης ας λάβουμε, κάνοντας μία υπόθεση εργασίας, ως δεδομένο ότι ο εκβιασμός είναι εφικτός και ότι όντως πετυχαίνει. Και ας προσπαθήσουμε τώρα να φανταστούμε τη συνέχεια, τα επόμενα χρόνια. Θα βελτιωθεί η οικονομική κατάσταση; Θα βελτιωθεί η διεθνής θέση της χώρας; Θα ανέβει το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων; Με λίγα λόγια, θα αποβεί ο εκβιασμός προς όφελος της χώρας;
Καταρχήν θα πρέπει να δούμε τι θα σημάνει η καταγγελία για την συνέχιση της συμμετοχής μας στο ευρώ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση γενικότερα. Οι αντιμνημονιακές δυνάμεις – πλην Κ.Κ.Ε. – δηλώνουν ότι στόχος τους είναι η παραμονή μας στο ευρώ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η παραμονή αυτή όμως σημαίνει καθημερινή υπηρεσιακή επαφή με τα όργανα της Ε.Ε. και τακτικές επαφές σε ανώτερο και ανώτατο επίπεδο (Eurogroup, Σύνοδοι κορυφής). Αναρωτήθηκε κανείς πώς θα διαμορφωθεί αυτή η επαφή μεταξύ εκβιαστή και εκβιασθέντων; Υπάρχει κανείς που να συνδιαλέγεται πρόθυμα και ευχάριστα με τον εκβιαστή του; Είναι προφανές ότι οι επαφές με τους εταίρους μας δεν θα είναι καθόλου εύκολες, οι θέσεις μας θα αντιμετωπίζονται εξαρχής αρνητικά και η χώρα θα μπει σε μια ιδιότυπη de facto απομόνωση που θα καθιστά τυπική τη συμμετοχή της.
Κάτι άλλο που θα πρέπει να αναλογιστούμε είναι ότι η κρίση ασφαλώς και δεν θα είναι μόνιμη. Κάποια στιγμή θα επανέλθει η εμπιστοσύνη και θα αποκατασταθεί η ισορροπία στις αγορές και στα δημοσιονομικά των χωρών. Η ευρωζώνη θα θωρακισθεί απέναντι στην κρίση χρέους, το τραπεζικό της σύστημα θα εξυγιανθεί και η κρίση θα υποχωρήσει. Η αποχώρησή μας τότε δεν θα φαντάζει τόσο φοβερή και επώδυνη για το κοινό νόμισμα. Μπορεί κανείς να βρει έναν λόγο, έστω έναν, για τον οποίο η Ευρώπη θα δεχθεί να διατηρήσει την Ελλάδα εντός του ευρώ και της Ε.Ε., όταν η κρίση θα έχει πια περάσει, όταν θα έχει εκλείψει η βάση του εκβιασμού, όταν η απειλή μας θα έχει καταστεί άνευ αντικειμένου; Ή για να το πω πιο παραστατικά, όταν η Ευρώπη αναπτύξει τη δική της αντιπυραυλική ασπίδα, αχρηστεύοντας έτσι τα δικά μας πυρηνικά που διατηρούν την κατά ΣΥΡΙΖΑ ισορροπία του τρόμου, τι ή ποιος θα την εμποδίσει να πατήσει το δικό της κουμπί και να εξαπολύσει τα δικά της πυρηνικά;
Ο μόνος τρόπος επιβίωσης σε μία τέτοια περίπτωση θα είναι να έχουν γίνει οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, να έχει λειτουργήσει το κράτος, να έχει αλλάξει το οικονομικό – παραγωγικό μοντέλο και να έχουμε μια ανταγωνιστική οικονομία. Αν γίνουν όλα αυτά, τότε αφενός η Ευρώπη δεν θα έχει συμφέρον να μας αποκλείσει από τους κόλπους της, αφετέρου, ακόμη και αν το κάνει, θα μπορούμε να σταθούμε μόνοι μας στα πόδια μας. Για αυτά τα θέματα όμως πολύ λίγα και πολύ αόριστα ακούμε από το αντιμνημονιακό μέτωπο κατά την προεκλογική συζήτηση. Πολλές αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που προβλέπονται στο μνημόνιο απορρίπτονται συλλήβδην, δαιμονοποιημένες μέσω του επάρατου μνημονίου. Άλλες βαθύτερες και ουσιαστικότερες πολεμούνται λυσσαλέα (βλ. νόμο για τα πανεπιστήμια) και παραπέμπονται συνεχώς στις ελληνικές καλένδες. Με τη συνέχιση όμως αυτής της κωλυσιεργίας, αυτής της αναβλητικότητας, η αποτυχία είναι σίγουρη, τόσο με μνημόνιο, όσο και χωρίς μνημόνιο, τόσο εντός ευρώ, όσο και εκτός ευρώ.
Αν κάτι πρέπει να γίνει συνείδηση όλων μας, είναι ότι η χώρα χρειάζεται γενναίες μεταρρυθμίσεις για να διορθώσει τα δικά της προσωπικά (και όχι τα γενικότερα ευρωπαϊκά) δομικά προβλήματα. Εγώ δεν θα ισχυριστώ ότι το μνημόνιο είναι απαραίτητο για να γίνουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Τουναντίον, θα έπρεπε ήδη να είχαν γίνει πριν και χωρίς μνημόνιο. Στην κατάσταση που έχουμε φτάσει όμως πρέπει να γίνουν οπωσδήποτε και να γίνουν άμεσα. Αν δεν γίνουν, η χρεοκοπία και η έξοδος από το ευρώ είναι βέβαιη. Αν αποφασίσουμε σοβαρά να τις κάνουμε, προσωπικά πιστεύω ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Και πιστεύω επίσης ότι είναι πιο εύκολο (ή μάλλον λιγότερο δύσκολο) να τα καταφέρουμε ως μέλη μιας ομάδας, με στήριξη των εταίρων μας, παρά σε διεθνή απομόνωση. Θα πρέπει όμως πρώτα τουλάχιστον να ξεκινήσουμε να συζητάμε σοβαρά για αυτά τα θέματα, και όχι για ματαιωμένα ντιμπέιτ και τηλεοπτικές αψιμαχίες.
ειναι υποψήφιος βουλευτής Ν. Κοζάνης*
του συνδυασμού «Δημιουργία, Ξανά!»