«Έρωτας είναι η πατρίδα» | της Ολγας Ντέλλα
«Έρωτας είν' η πατρίδα, βασανιστικός έρωτας είν' η πατρίδα, πρώτος και τελευταίος έρωτας»
έχοντας επίγνωση πως, όπως έλεγε ...
σε μια του συνέντευξη, «όλοι οι τόμοι των χιλιάδων ποιημάτων μου, δεν αξίζουν τίποτα μπροστά σ' αυτό το σκαρφάλωμα στον ιστό της σημαίας» και μιλούσε φυσικά για το πανάκριβο σκαρφάλωμα του Σολωμού Σολωμού, που σημάδεψε επιπλέον την καθημαγμένη ιστορία της νήσου.
Φαντάζομαι εντούτοις την πατρίδα να βρίσκεται στο μικρότερο εύρος δυο ομόκεντρων κύκλων. Στο μεγαλύτερο εύρος βρίσκεται, όχι ο δικός της κύκλος, αλλά ο κύκλος του Ανθρώπου, με την κεφαλαία επισήμανση της λέξης, έτσι ακριβώς όπως ο Σολωμός έβλεπε την πολιορκημένη πόλη του Μεσολογγίου να υπάρχει στο μικρό Κύκλο και πάλεψε δια βίου, σχεδιάζοντας ακατάπαυστα, δηλαδή τρις, όσες και τα Σχεδιάσματα, περνώντας προφανώς νύχτες βασανιστικής αγρύπνιας, προκειμένου να καταφέρει το ποίημά του, από το μικρό και άσημο Μεσολόγγι, να αφορά τα Μεσολόγγια του κόσμου. Η μικρή πατρίδα να γίνεται η μεγάλη πατρίδα του Ανθρώπου, εκεί όπου οι Μεγάλες Ουσίες:
«Κάμε ώστε ο μικρός Κύκλος, μέσα εις τον οποίο κινιέται η πολιορκημένη πόλη, να ξεσκεπάζη εις την ατμοσφαίρα του τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ελλάδας, για την υλική θέση, οπού αξίζει τόσο για εκείνους οπού θέλουν να τη βαστάξουν, όσο για εκείνους οπού θέλουν να την αρπάξουν, -και, για την ηθική θέση, τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ανθρωπότητος. Τοιουτοτρόπως η υπόθεσε δένεται με το παγκόσμιο σύστημα. [...] Ας φανή καθαρά η μικρότης του τόπου και ο σιδερένιος και ασύντριφτος κύκλος οπού την έχει κλεισμένη. Τοιουτοτρόπως από τη μικρότητα του τόπου, ο οποίος παλεύει με μεγάλες ενάντιες δύναμες, θέλει έβγουν οι Μεγάλες Ουσίες» (ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ, Στοχασμοί του ποιητή, «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»)
Περισσότερο και από αυτήν την πατρίδα οφείλει κανείς να λυγίζει στον ίδιο τον Άνθρωπο, που δεν έχει ούτε εθνικότητα ούτε και θρησκεία, πολύ περισσότερο χρώμα ή χωρικά ύδατα. Ο Παύλος βάδισε στα χνάρια της αγάπης, που ελάχιστοι αντιλήφθηκαν ότι ήταν και ο μοναδικός λόγος της παρουσίας του Χριστού στον κόσμο:
οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ (Προς Γαλάτας, γ, 28)
Αν σταθεί κανείς στα παραπάνω, σε κάθε ένα "ουκ ένι" αν σκοντάψει, θα αντιληφθεί για μια ακόμα φορά την ανεπάρκεια που μας τυλίγει, τη στυλιζαρισμένη εικόνα που κρύβουμε μέσα μας για τους άλλους, την αδυναμία να τους χωρέσουμε, να συνειδητοποιήσουμε ότι Γη είναι -απλώς- και ότι πάνω της χωράμε όλοι. Χωρούν ακόμα και εκείνοι που άφησαν την κόλαση πίσω τους, προκειμένου να στεριώσουν σε μια πατρίδα καινή. Κανείς δεν αφήνει τον ομφάλιο τόπο, τους δικούς του ανθρώπους, τη γλώσσα του την ίδια, για το τίποτα. Παρά μονάχα όταν στα μάτια του είναι η έσχατη λύση. Λύση που τον οδηγεί στην απόγνωση του να ρισκάρει τη ζωή του, και πολλές φορές της οικογένειάς του, διασχίζοντας σύνορα λαθραία, να πάει και να έρχεται, να εκδιώκεται, να ταπεινώνεται, να επιστρέφει, μόνο και μόνο γιατί αυτό είναι καλύτερο από το θάνατο που άφησε πίσω του.
Ανακαλώ και πάλι τον Κύπριο ποιητή, για να επισφραγίσει με τον αποφθεγματικό του λόγο τα ατελή δικά μας:
Ένα καμιόνι ξεφόρτωσε μπροστά στην πόρτα μου
τρεις έκθετους νεκρούς κ' έφυγε,
τρεις έκθετους νεκρούς απ' το πλήθος των πέντε ηπείρων
μεσ' στην καλάθα τους
χωρίς σημείωμα για τ' όνομά τους,
για τη θρησκεία τους, για τη διαγωγή τους, για τίποτα,
μονάχα με μια κορδέλλα αναμενόμενο κλάμα στο λαιμό. (ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ)
Με όλα τα παραπάνω θέλω μονάχα να πω πως ανθρωπάρια που ηγούνται εθνικιστικών και φασιστικών φατριών, μονάχα ηφαιστειώδη οργή μπορούν να προκαλούν. Στην περίπτωση της Ελλάδας και ντροπή. Μια ντροπή που δεν σ' αφήνει να σηκώσεις κεφάλι. Τι Δίστομα και Μεσόβουνα και Πύργοι και Κλεισούρες. Ντρέπεσαι σα να απέμεινες γυμνός. Γυμνός από φιλότιμο. «Χρυσή Αυγή» εδώ, «Γκρίζοι Λύκοι» από κει, «Κου Κλουξ Κλαν» στην άλλη μεριά του ωκεανού. Οι εφιάλτες αναβιώνουν ή μετενσαρκώνονται. Μπορεί και να κλωνοποιούνται. Ανθρωπάρια δίχως καρδιά, παρά μονάχα κάτι σαν μπετόν αρμέ στο μέρος της ή στο μυαλό. Ανθρωποειδή λίαν επικίνδυνα για όλους. Ακόμα και αν δίνουν την εντύπωση ότι οι αλλοεθνείς είναι το πρόβλημά τους. Είτε αλλοεθνής είτε και ομοεθνής, γι' αυτούς ισχύει το "όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας". Τα βέλη τους εκτινάσσονται παντού.
Αυτός που πραγματικά αγαπά την πατρίδα του, δεν μπορεί παρά να χωρά, να σέβεται και να αγαπά και την πατρίδα του Άλλου, του ξένου, του αλλότριου. Είναι προτιμότεροι επομένως οι ανθέλληνες, οι ορατοί δια γυμνού οφθαλμού «εχθροί», από τους υπόλοιπους, τους υφέλληνες ή τους ημιέλληνες, που ενέσκηψαν ως στίφος ακριδών να εκδιώξουν τους ταλαίπωρους μετανάστες όπου γης. Όχι, όχι, μετανάστες. Ανθρώπους απλώς. Ανθρώπους απλώς:
«Μη φοβηθής τους ανθέλληνες,
τους υφέλληνες να φοβηθής,
τους ημιέλληνες» (ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ)
Σκέφτομαι το μέγα της υποκρισίας κεφάλαιο. Πού ήταν όλοι αυτοί, οι υπερασπιστές του έθνους, όταν ως κύματα επέστρεφαν οι παλιννοστούντες Έλληνες από τη Ρωσία; Δεν θα πω "Πόντιοι". Θα πω απλώς "Έλληνες". Πού ήταν λοιπόν να τους περιθάλψουν, όταν ήταν τα τελευταία απομεινάρια ενός πρώην Μείζονος Ελληνισμού και μιας αιωνόβιας τραγωδίας, θύματα ερήμην τους, που έφτανε ως το σήμερα; Δεν ήταν πουθενά, όπως κανείς σχεδόν από τους Έλληνες δεν αναγνώρισε στα μάτια τους "τούς Έλληνες", κανείς δεν τους αποδέχτηκε ως ομοεθνείς, για να επαληθευτεί ο Καζαντζίδης: «Στα ξένα ήμουν Έλληνας και στην Ελλάδα ξένος». Όπως ακριβώς τώρα, τους μαθητές μας από την Αλβανία τούς αποκαλούν κοροϊδευτικά "Έλληνες" στην πατρίδα τους, για να έρθουν εδώ, μετά τις διακοπές, να τους πούμε εμείς περιφρονητικά "Αλβανούς". Στην περίπτωση βεβαία την πρώτη, υπάρχει κάτι το εξαιρετικά τραγικό και απογοητευτικό, καθώς πρόκειται για σύναιμους. Αυτοί λοιπόν που αποκαλούνταν "Τραντέλληνες", οι τριάντα φορές Έλληνες, με το που έφτασαν στον ομφάλιο τόπο, στην πατρίδα "Ελλάδα", απέκτησαν ετικέτα, έγιναν πλέον Ρωσοπόντιοι, μαρκαρίστηκαν δια βίου με την απαξίωση, την ίδια απαξίωση την οποία επιφυλάξαμε για τους αλλοεθνείς.
ΕΞΟΔΟΣ
Δεν υφίσταται ουδεμία πρόοδος, εξέλιξη, τέχνη, σύστημα πολιτικό ή άλλο, δίχως το άνοιγμα που επέτρεψε εκείνη η καινή εντολή, τόσο αρχοντική, τόσο ρηξικέλευθη, τόσο επαναστατική, τόσο άνευ χωρικών ορίων και επιγείων όρων: «Αγαπάτε αλλήλους» και επιπλέον «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών». Αν αυτό δεν είναι επανάσταση, τότε τι είναι; Μεγαλύτερη επανάσταση από την επανάσταση της αγάπης που εισήγαγε ο Χριστός δεν υπάρχει. Τα υπόλοιπα υπάρχουν απλώς, για να σπαταλιέται ο επιούσιος χρόνος.
Αντιγράφω, μονάχα αντιγράφω, στίχους ποιητών, που εισέρχονται, για να υπομνηματίσουν αλλιώς τα Τέσσερα Ευαγγέλια, για να συνδράμουν όλους εμάς, που ανήμποροι κοιτάμε ένα μέλλον που δεν κρύβει πια κανένα παράθυρο:
«Το να κάνεις καλό στον εχθρό σου, μπορεί να είναι πράξη δικαιοσύνης και δεν είναι δύσκολο: να τον αγαπάς όμως, δεν είναι πράξη ανθρώπου, αλλά πράξη αγγέλου». (J.L.BORGES)
«Περίκοψέ μας, Κύριε, τη δυνατότητα να μισάμε,
κλείδωσέ την, Κύριε,
πάρε μας το κλειδί».
«Μακάριοι όσοι δεν μίσησαν,
μακάριοι όσοι δεν μπόρεσαν να μισήσουν».
«Προμήθευέ μας αγάπη, Κύριε,
προμήθευέ μας διαρκώς αγάπη, Κύριε,
τρίβεται, διαρρέει».
«Προμήθευέ μας αγάπη, Κύριε,
προμήθευέ μας διαρκώς αγάπη, Κύριε,
δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβή απ' τη μια στιγμή στην άλλη,
άνθρωποι είμαστε, ανθρωπάκια,
μας ξέρεις».
«Μην ακούς, Κύριε, τι Σου ψέλνουμε στις εκκλησιές,
μην ακούς, Κύριε, τι κουβεντιάζουμε στην ποίησή μας,
δεν αγαπάμε Σου λέω,
δεν στρέφουμε την άλλη παρειά». (ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ)
Επιμύθιο:
Χρειαζόμαστε μπόλιασμα, Θεέ μου. Δεν μας βλέπεις; Το μπόλιασμα της αγάπης. Μπόλιασέ μας λοιπόν. Μήπως και ανοίξουμε, Θεέ μου.
Μήπως και ανοίξει κανένα παράθυρο.