Η παρακμή των κομμάτων
Η προσχώρηση σε κάποιο πολιτικό κόμμα ουδέποτε υπήρξε φθηνότερη. Στη Γαλλία, η κάρτα μέλους στο Σοσιαλιστικό Κόμμα κοστίζει μόλις 20 ευρώ, ενώ οι Βρετανοί Συντηρητικοί θα σας ζητήσουν μόλις 25 στερλίνες. Νέα πολιτικά σχήματα, όπως το Κόμμα των Πειρατών στη Βρετανία, απαιτούν ακόμη λιγότερα (12 στερλίνες) ή θυμίζουν περισσότερο κοινωνικά δίκτυα
του Ιντερνετ. Μία απλή ηλεκτρονική υπογραφή σάς κάνει μέλη του Πάρτι Τσαγιού στις ΗΠΑ.
Παρά τις ευκαιρίες αυτές, όμως, ολοένα και περισσότεροι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί αρνούνται επίμονα να γίνουν μέλη κάποιου κόμματος. Παρότι ο αριθμός των μελών υποχωρεί εδώ και πολλά χρόνια, η μείωση αυτή εμφανίζει πλέον ταχύτερους ρυθμούς και νέα χαρακτηριστικά. Οι συνθήκες που επέτρεψαν την άνοδο των μαζικών κομμάτων δεν πρόκειται να επανέλθουν, όπως εξηγεί σε πρόσφατη μελέτη της η ομάδα της Ινγκριντ βαν Μπίζεν του Πανεπιστημίου του Λέιντεν.
Ο αριθμός μελών των ευρωπαϊκών κομμάτων βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση από τη δεκαετία του 1980, με την τάση αυτή να επιταχύνεται την τελευταία δεκαετία. Στη Γερμανία, η δεκαετία που έκλεισε το 2008 είδε τη συμμετοχή σε πολιτικά κόμματα να υποχωρεί κατά 20%, στη Σουηδία κατά 27% και στη Νορβηγία κατά 29%. Στη Βρετανία, όπου το ποσοστό φυγής από τα κόμματα είναι 36%, ο σύλλογος ιδιοκτητών τροχόσπιτων Caravan Club διαθέτει πλέον περισσότερα μέλη απ' όλα τα πολιτικά κόμματα μαζί.
Το φαινόμενο δεν είναι καθολικό: τα κόμματα παραμένουν ισχυρά στην Αυστρία, ενώ στην Ιταλία ο αριθμός των μελών εμφάνισε σχετική ανάκαμψη τα τελευταία χρόνια, χάρη εν μέρει σε νέους σχηματισμούς, όπως η Λέγκα του Βορρά. Στις ΗΠΑ, όπου οι ψηφοφόροι δικαιούνται να δηλώσουν κομματική προτίμηση όταν εγγράφονται στους εκλογικούς καταλόγους, το ποσοστό όσων δηλώνουν «ανεξάρτητοι» πλησίασε πέρυσι το ποσοστό ρεκόρ του 40%.
Τα αίτια του φαινομένου αυτού πρέπει να αναζητηθούν στην παγκοσμιοποίηση, καθώς στο σύγχρονο συνδεδεμένο κόσμο λιγότεροι ψηφοφόροι εμπιστεύονται τους πολιτικούς να επιλύσουν τα προβλήματά τους. Την ίδια στιγμή, η παρακμή των συνδικάτων έπληξε τα κόμματα της Αριστεράς.
Ο καθηγητής Ράσελ Ντάλτον, του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Ιρβάιν, επισημαίνει την παράλληλη εξέλιξη των ψηφοφόρων και την εμφάνιση αυτού που ονομάζει «μη οπαδός». Δεν πρόκειται, όμως, για ένα ακόμη συνώνυμο του αναποφάσιστου ψηφοφόρου, αλλά για «αιωρούμενους υπερενημερωμένους ψηφοφόρους», όπως εξηγεί ο δρ Ντάλτον. Οι «μη οπαδοί» είναι νέοι, μορφωμένοι και απέχουν σπάνια από τις εκλογές. Αντί να προσπαθούν να κατανοήσουν τις προγραμματικές δηλώσεις των κομμάτων, επιδιώκουν να στρέψουν τα κόμματα στις δικές τους θέσεις και απόψεις.
Παρότι οι ομάδες πίεσης ουδέποτε έλειψαν από την πολιτική σκηνή, οι «μη οπαδοί» προκαλούν σήμερα σοβαρή αναταραχή στις αμερικανικές εκλογές, όπως αποδεικνύει η επιρροή του Πάρτι Τσαγιού. Οι «μη οπαδοί» ψηφοφόροι υπάρχουν, όμως, και στην ευρωπαϊκή πολιτική, αντιπροσωπεύοντας το ένα πέμπτο του εκλογικού σώματος σε Γερμανία και Ελβετία. Οι εκλογικές τους προτιμήσεις, όμως, είναι ιδιαίτερα ευμετάβλητες, όπως έδειξαν και οι γερμανικές εκλογές του 2009, όπου το ήμισυ των «μη οπαδών» ψηφοφόρων δήλωσε ότι αποφάσισε τι θα ψήφιζε μόλις την τελευταία εβδομάδα της προεκλογικής εκστρατείας.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι τα ιστορικά κόμματα θα εμφανισθούν εκ νέου για να καταλάβουν και πάλι το πολιτικό προσκήνιο. Ενα παράδειγμα «επαναπολιτικοποίησης» προσφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, έχοντας μεταμορφωθεί από μία χαλαρή συμμαχία αριστερών ομάδων στο κυριότερο αντιμνημονιακό κόμμα.
Αν και οι κομματικές ηγεσίες μπορεί να απολαύσουν σε πρώτη φάση την ηρεμία που προσφέρει η μικρή εκλογική βάση, η έλλειψη κομματικών συνδρομών θα υποχρεώσει τα κόμματα να αναζητήσουν αλλού τη χρηματοδότησή τους, δεσμεύοντάς τα σε συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος, όμως, αφορά την ψευδαίσθηση ισχύος που συνεχίζουν να απολαμβάνουν τα κόμματα, παρά τη μαζική φυγή των μελών τους. Η ψευδαίσθηση αυτή ίσως διαλυθεί ξαφνικά και οδυνηρά για τα κόμματα, με την κατάρρευσή τους και την οριστική μεταλλαγή του πολιτικού σκηνικού στη Δύση.