Παγκοσμιοποίηση ή επικείμενη Machtergreifung; | του Γιάννη Τζιουρά
και ο δεύτερος είναι πως οι κοινωνοί της υπερτερούν ποιοτικά και ποσοτικά έναντι των πολεμίων της. Μια μόνο της πτυχή, πολιτικά μιλώντας, είναι η νεοφιλελεύθερη τάση που έχει επικρατήσει χωροχρονικά. Προσεγγίζοντάς τη όμως από μια αντίπαλη (πολέμια) πλευρά, θα μπορούσε κανείς να τη χαρακτηρίσει ιμπεριαλιστική. Όσοι λοιπόν αντιτίθενται στις επιδράσεις της παγκοσμιοποίησης και υιοθετούν μια τέτοιου είδους προσέγγιση δεν διστάζουν να την χαρακτηρίσουν και ως αμερικανοποίηση.
Με τη λογική αυτή, από τη γεωπολιτική διάσταση των στρατηγικών των ΗΠΑ έως και τις οικονομικές και νομοθετικές πολιτικές που προωθούνται στις εκάστοτε χώρες απ' αυτές, η αμερικανοποίηση επιδρά εξουσιαστικά. Για παράδειγμα ήταν οι νομοθετικές πολιτικές τιτλοποίησης ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων που μαζί με την, νεοφιλελεύθερης οικονομικής έμπνευσης, εκτεταμένη μόχλευση κεφαλαίων, οδήγησαν πρώτα την Αμερικανική και στη συνέχεια την Ευρωπαϊκή οικονομία στη χρηματοπιστωτική κρίση που με τη σειρά της έγινε δημοσιονομική λόγω κάλυψης των «σπασμένων» με κρατικά χρήματα. Κατά συνέπεια και η θεραπεία δεν μπορούσε παρά να είναι νεοφιλελεύθερης έμπνευσης όπως είναι για παράδειγμα η πολιτική της λιτότητας για την δημοσιονομική εξυγίανση των κρατών με μη βιώσιμο εξωτερικό χρέος. Πολλοί λοιπόν είναι αυτοί που υποστηρίζουν πως θεσμοί όπως το σύστημα της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου δεν ενδιαφέρονται για τους λαούς αλλά για τις πολυεθνικές εταιρείες ή το διεθνές τραπεζικό λόμπυ αφού οι πολιτικές τους οδηγούν στην ανακατανομή του πλούτου υπέρ των εταιρειών έναντι των τοπικών κοινωνιών. Έχει άλλωστε διαπιστωθεί πως όσες φορές πάει να γίνει μια προσπάθεια ανακατανομής πλούτου υπέρ των ασθενέστερων κοινωνικά ομάδων μέσω επιβολής περιοριστικών μέτρων, τότε η κινητικότητα των κεφαλαίων βρίσκει άλλους δρόμους και καταλήγει σε χώρες όπου τα συνδικάτα είναι αδύναμα, η εργασία φθηνή και η κρατική προστασία των εργαζομένων ανύπαρκτη.
Κατά συνέπεια, ως αντίδραση σε όλα αυτά αναδύονται διαφόρων ειδών κινήματα και σχήματα, άλλοτε με και άλλοτε δίχως πολιτικό περιεχόμενο. Η μορφή όμως που αυτά τελικά θα λάβουν έχει να κάνει με πλειάδα παραγόντων (ιστορικών, πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών) που με τη σειρά τους εξαρτώνται από την αλληλεπίδραση εξωτερικών και εσωτερικών δυνάμεων στο επίπεδο της κοινωνίας και του ατόμου. Σε τελική ανάλυση είναι και ζήτημα ψυχολογικό-προσωπικό, ψυχολογίας των μαζών.
Ο Μακιαβέλι έλεγε πως οι λαοί δεν έχουν σταθερά ιδανικά. Κάποιες φορές πιο εύκολα πείθονται από ένα δημαγωγό παρά κρατάνε σταθερά τα πιστεύω τους. Παράδειγμα τέτοιας αποστροφής ιδανικών ενός λαού, η οποία στη συνέχεια μεταστοιχειώθηκε σε διαστροφή, αποτέλεσε η άνοδος των εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία της Γερμανίας. Για την ανάδυση και διαμόρφωση αυτού του κινήματος διάφοροι παράγοντες συνετέλεσαν. Δεν θα αναλύσουμε όμως εδώ τους ιστορικούς παράγοντες που είχαν να κάνουν με την ήττα της Γερμανίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τους πολιτικούς παράγοντες που είχαν να κάνουν με το πολιτειολογικό είδος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και την μη πρόνοιά της για τον πυρήνα του πολιτεύματος, τους οικονομικούς παράγοντες που ως ένα βαθμό αφορούσαν την καθημαγμένη οικονομία της Γερμανίας ή τέλος τους κοινωνικούς παράγοντες που αφορούσαν έναν λαό που βγήκε μόλις από πόλεμο και μετρούσε στρατιώτες νεκρούς, πολιτικούς που δεν πολέμησαν αλλά επέλεξαν να δημιουργήσουν αιτίες πολέμου, φτωχούς που έπρεπε να σηκώσουν το βάρος της οικονομικής ανάκαμψης, πλούσιους που υποστήριζαν άκριτα κάθε πολιτικό κίνημα ταυτόσημο με τη συντήρηση της οικονομικής τους ευμάρειας. Ούτε θα εξετάσουμε την αλληλεπίδραση μεταξύ εξωτερικών και εσωτερικών παραγόντων που από τη μια ήταν ο απόηχος της τότε πρώτης συστημικής κρίσης που ξεκίνησε και πάλι από νομοθετικές και οικονομικές πολιτικές στις ΗΠΑ και επιδείνωσε καταλυτικά τα πράγματα στη Γερμανία, ενώ από την άλλη ήταν το «χαμηλό ηθικό» ενός λαού που διυποκειμενικά (ίσως και ως ένα βαθμό αντικειμενικά) ένιωθε ταπεινωμένος, ως ηττημένος. Αυτά, με διαφορετική δοσολογία το καθένα, οδήγησαν στην ανάδυση ενός κινήματος αντι-παγκοσμιοποίησης (της εποχής) που ως πολέμιου του συστήματος (όχι όμως αντίθετου, όπως ήταν ο εκ Σοβιετικής Ένωσης τύπος σοσιαλισμού) μετέτρεψε την αποστροφή της κοινωνίας σε κοινωνική διαστροφή. Τα μέσα του ήταν η στρατηγική της νομιμότητας και η δημαγωγία. Το κίνημα αυτό δεν ήταν άλλο από το Ναζιστικό του οποίου αποκούμπι ήταν ο φασισμός.
Η άνοδος λοιπόν του Χίτλερ και των εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία (Machtergreifung όπως ονομάστηκε στα γερμανικά η κατάληψη της εξουσίας μ' αυτό τον τρόπο) έγινε με την εκμετάλλευση του ψυχολογικού υποβάθρου του γερμανικού λαού και με μέσα τη στρατηγική της νομιμότητας και της δημαγωγίας. Ως στρατηγική της νομιμότητας ο Χίτλερ περιγράφει την φαινομενική νομιμότητα των κινήσεών του για την κατάληψη της εξουσίας όπως τις τακτικές που ακολούθησε έως να εγκαθιδρύσει δικτατορία (συμμετοχή στο κόμμα των εργατικών που στη συνέχεια μέσω δημαγωγίας και λαϊκισμού θα τον οδηγήσει στην υφαρπαγή της αρχηγίας, δημαγωγίας υπέρ της ξενοφοβίας, διακηρύξεις περί ψευδοσοσιαλιστικών ιδεών που βρίσκουν υποστηρικτές από τα χαμηλά πνευματικά στρώματα που αναζητούν «δικαίωση» και από τους οικονομικά ισχυρούς που θέλουν απλά την διατήρηση της ευμάρειάς τους, αποδοχή από την κοινωνία και νόμιμη κατάληψη εδρών στη Βουλή μέχρις του σημείου της πλειοψηφίας έπειτα από εκλογές).
Εκμεταλλευόμενος το ψυχολογικό υπόβαθρο της προκατάληψης που αφορά το έθνος, ο Χίτλερ ευνοήθηκε όμως καταλυτικά από τον παράγοντα του παρακράτους που προϋπήρχε και που έδωσε την υποστήριξή του στο Ναζιστικό καθεστώς. Παρόλα αυτά, ο Χίτλερ δε δίστασε να εξοντώσει μέρος των υποστηρικτών του (όπως τη νύχτα των μεγάλων μαχαιριών), που ήταν η παραστρατιωτική οργάνωση των SA προσκείμενη στο κόμμα του, ή να προδώσει το λαό του, αφού τον οδήγησε όχι σε οικονομική ανάκαμψη όπως ευαγγελιζόταν, αλλά σε σφαγή. Τέλος οι θηριωδίες του καθεστώτος είναι καταγεγραμμένες και επ' αυτού δεν χρειάζεται νομίζω καμία περαιτέρω αναφορά.
Σε περιόδους οικονομικής κρίσης λοιπόν το δημοκρατικό κράτος δύναται να μετατραπεί σε φασιστικό κράτος. Γιατί άραγε; Υπάρχει κάποια συνεπαγωγή μεταξύ των δύο; Όχι. Διότι, προκειμένου μια οικονομική κρίση να οδηγήσει σε εκφασισμό της κοινωνίας και κατά συνέπεια του πολιτικού συστήματος, πρέπει να συντρέχουν κάποιες προϋποθέσεις. Τρεις από τις πιο σημαντικές προϋποθέσεις είναι οι εξής: Πρώτον, θα πρέπει να έχει ήδη χαθεί η εμπιστοσύνη μεταξύ πολιτών και θεσμών, αλλά και να μην γίνεται καμία ενέργεια εκ μέρους του πολιτικού συστήματος κατά τη διάρκεια της κρίσης για την αποκατάστασή της. Αυτό έχει ως συνέπεια την εμφάνιση των άκρων στην κοινωνία. Δεύτερον να υπάρχει από πριν ένα μεγάλο μέγεθος παρακράτους. Το τελευταίο, επωφελούμενο της κατάστασης βρίσκει γόνιμο έδαφος για να αναπτυχθεί περαιτέρω και να θέσει τη δημοκρατία σε κίνδυνο. Με το χρόνο εξαπλώνεται και φτάνει σε κάθε θεσμό της κοινωνίας καθιστώντας τη αγκυλωμένη. Τρίτον, το ψυχολογικό υπόβαθρο ενός λαού να διέπεται από πολλών ειδών προκαταλήψεις, όπως ψευδοπατριωτισμού, εθνικισμού, εγωισμού, ρατσισμού, αντι-παγκοσμιοποίησης κτλ. που με την κατάλληλη χειραγώγηση, δημαγωγία και λαϊκισμό, αποτελούν την καλύτερη συνταγή για την εμφάνιση φασιστικών τάσεων στην κοινωνία.
Όταν τέλος, το πολιτικό σύστημα (συνταγματικά μιλώντας) δεν έχει προνοήσει για την προστασία του πολιτεύματος, τότε είναι νομοτελειακά σίγουρο πως αλλάζει μορφή και γίνεται όντως φασιστικό. Επομένως, δεν είναι συνεπαγωγή της οικονομικής κρίσης ο εκφασισμός μιας κοινωνίας. Η κρίση απλά καταρρίπτει τη μάσκα της Γοργούς. Υπάρχουν, ή δεν υπάρχουν λοιπόν στην ελληνική κοινωνία εκείνοι οι παράγοντες που οδηγούν στον εκφασισμό; Με εξαίρεση την προστασία του πολιτεύματος από το Σύνταγμα, οι υπόλοιποι παράγοντες είναι συζητήσιμοι. Γίνεται προσπάθεια να αποκατασταθεί η κατά κοινή ομολογία απώλεια εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτών και θεσμών; Και αν όχι, τότε ποιος ο ρόλος της Δικαιοσύνης ως ανεξάρτητης εξουσίας; Γίνεται προσπάθεια για την πάταξη του παρακράτους; Εκτός και αν αυτό δεν υπάρχει... Τέλος, καλλιεργούνται μέσω παιδείας πρωτίστως (συμπεριλαμβανομένης και αυτής που απορρέει από την οικογένεια) αλλά και μέσω ΜΜΕ, προκαταλήψεις στην κοινωνία; Και ποιος ο ρόλος των θεσμών, των εκπαιδευτικών ή των παραγόντων, ιδιοκτητών και δημοσιογράφων των ΜΜΕ; Όπως είναι σημαντικό να γνωρίζει κανείς ποιος βίασε ή ποια βιάστηκε, άλλωστε αυτό είναι απόρροια του και του ποινικού μας συστήματος, είναι εξίσου σημαντικό να γνωρίζει κανείς και ποιος καταχράστηκε δημόσιο χρήμα. Είναι εξίσου σημαντικό να γνωρίζει κανείς ποιος φοροδιαφεύγει συστηματικά και γιατί ή ποιοι συμμετέχουν σε κυκλώματα διαφθοράς. Είναι όμως εξίσου αναγκαίο να προβάλλεται (αναλογιστείτε τον μηδαμινό χρόνο που αφιερώνουν όλα τα πανελλαδικής εμβέλειας ΜΜΕ στα ανάλογα δελτία τους) εκείνος ο κόσμος που διακρίνεται για το επιχειρηματικό, καλλιτεχνικό, επιστημονικό και κοινωνικό- ανθρωπιστικό του έργο. Επίσης εξίσου αναγκαίο είναι να προβάλλεται ποια (και γιατί) μορφή παγκοσμιοποίησης προωθείται. Διότι παγκοσμιοποίηση, μεταξύ άλλων, είναι και η μείωση της παιδικής θνησιμότητας και εργασίας σε σχέση με το παρελθόν. Είναι η με εξίσου βίαιο τρόπο πτώση δικτατόρων που συστηματικά παραβιάζουν κατάφωρα τα έστω δυτικής προελεύσεων ανθρώπινα δικαιώματα των πολίτων τους. Συνέπεια της παγκοσμιοποίησης όμως είναι και η συγκέντρωση εκατοντάδων δισεκατομμυρίων για τη διάσωση ανεπτυγμένων χωρών που βρέθηκαν σε δημοσιονομική αδυναμία εξαιτίας του συβαριτισμού του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους του πολιτικού τους προσωπικού και μιας μερίδας ιδιωτών, το οποίο διατηρούσαν με δημοκρατικά μέσα οι λαοί τους. Δεν είναι όμως συνέπεια της παγκοσμιοποίησης ή της αμερικανοποίησης ο τρόπος με τον οποίο πέφτει το βάρος για την εξυπηρέτηση του χρέους στις πλάτες όλων όσων δυσανάλογα λιγότερο ευθύνονται και έχουν ανάγκη από ένα κεκτημένο κοινωνικό κράτος να τους στηρίξει.
Και σταματώντας κάπου εδώ να μακρηγορώ, ας σκεφτούμε πως ετήσιες μελέτες που υπολογίζουν τη ροή των παγκοσμίων κεφαλαίων και πλούτου, δείχνουν μια αύξηση συγκέντρωσής των στις αναδυόμενες οικονομίες του πλανήτη, όπως την Κίνα, την Ινδία, τη Βραζιλία, και μια αντίστοιχη απομείωσή των από τις ανεπτυγμένες οικονομίες. Ας σκεφτούμε πως η αμερικανοποίηση που ευθύνεται για όλα τα δεινά μας επιλέγει να πιέσει την γερμανοποιημένη Ευρώπη να διασώζει τις ανεπτυγμένες οικονομίες της παρά να ευνοεί την επένδυση των κεφαλαίων της στις αναδυόμενες οικονομίες, όπως κάνουν ιδιώτες επενδυτές απανταχού της γης. Ας σκεφτούμε ότι δεν εκφασίζονται όλες οι κοινωνίες σε οικονομική κρίση. Συγκρίνετε με πρώτη την Αμερικανική και στη συνέχεια με όσες άλλες οικονομίες έχουν βιώσει κρίσεις στο παρελθόν. Δείτε σήμερα τι γίνεται στις υπόλοιπες οικονομίες της ευρωζώνης. Γιατί μόνο στη δική μας χώρα βρίσκει έδαφος ο εκφασισμός της κοινωνίας;
Ας αναλογιστούμε λοιπόν τι κράτος μπορούμε και θέλουμε να έχουμε βάσει των παραπάνω καθώς και τι πολιτικές αποδεχόμαστε να προωθούνται από αυτό το κράτος που επιλέξαμε και επιλέγουμε μέσω δημοκρατικών διαδικασιών. Η ποιότητα και το είδος της Δημοκρατίας σε μια χώρα δεν είναι ζήτημα στατικό. Είναι ζήτημα δυναμικό και έχουμε όλοι μας καθημερινή ευθύνη.
ο Γιάννης Τζιουράς είναι Διεθνολόγος- Πολιτικός Επιστήμων*,
Υπ. Διδάκτωρ Διεθνούς Δικαίου, Νομική ΑΠΘ