Ο βιβλιοασπάλαξ και το χοντρό βιβλίο που ήταν αταξίδευτο ..| Του Β.Π. Καραγιάννη
LEXICOΝ. Περιλαμβάνονται οι μορφωμένοι όλων των επαγγελμάτων, όπως ηγεμόνες και δημόσιοι άνδρες, οι οποίοι με την λογοτεχνία μαθαίνουν, Θεολόγοι, Ιεροκήρυκες, Νομικοί, Πολιτικοί, Ιατροί, Φιλόλογοι, Φιλόσοφοι, Ιστορικοί, Γλωσσολόγοι, Μαθηματικοί, Σχολαστικοί, Δραματουργοί και Ποιητές, τόσο του αρσενικού όσο και του θηλυκού γένους, οι οποίοι απ' την αρχή του κόσμου έχουν ζήσει εν μέρει σ' όλη την Ευρώπη μέχρι τώρα, κι έχουν γίνει ....
γνωστοί δια του Χριστιανισμού ή άλλως στον πολιτισμένο κόσμο, στον αριθμό άνω των 20.000, μετά την γέννησή τους, θάνατο, κυρίως ιστορίες, βίοι και παράδοξες ιστορίες, από τις οποίες οι πειστικότερες ιστορίες, τις οποίες ο καθένας με επιμέλεια ενθυμείται, περιγράφονται σύντομα και με ευκρίνεια και αλφαβητική τάξη. (Λειψία 1726). Η μετάφραση της πρώτης σελίδας εκ της γερμανικής γοτθικής από τον φίλο Αν. Κτενίδη.
Το έφερε στην ενταύθα βιβλιοθήκη το γύρισμα του χρόνου, τούβλον οικοδομικόν εις το διπλάσιο, από τις πόλεις της κεντρικής Εσπερίας, Βιέννη, Λειψία, Βενετία, Βούδα και Πέστη πολύ πριν γεννηθούν οι Μιούζιλ, Μπρόχ, Κάφκα ή κι ο Κούντερα, ας πούμε. Αλλά ο Δούναβης βαθύπλατος πάντα έρεε.
Ο βιβλιοασπάλαξ της (ήταν χωμένος σ' αυτά, στον κονιορτό του καιρού τους, δεν τα ροκάνιζε βέβαια αλλά τα ανέπνεε) ακοίμητος φύλαξ των αιώνιων θεμάτων που ανακατώνονται στο χώρο τον οποίο τώρα ονομάζουν Δημοτική Βιβλιοθήκη, λίγο πριν Αναγνωστήριο κι ακόμα παραπίσω «Οίκον Βελτιώσεως», το περίθαλψε με τη σειρά του για πάνω από μισό αιώνα μαζί με τις άλλες (χιλιάδες) βιβλιοχάρτινες, αέρινες ψυχές της γνώσης αλλά και της εκ του ανεξαντλήτού της, απόγνωσης. Ο «οίκος» του ένθα συνέρχονταν «οι πεπαιδευμένοι ίνα μελετώσι, φιλολογώσι και διαλέγονται» (εδώ θα το πω ότι «ότι οι πεπαιδευμένοι των απαιδεύτων διαφέρουσι όσον οι ζωντανοί των τεθνεώτων» όπως το ανέπτυσσαν ως θέμα έκθεσης οι άλλοτε υποψήφιοι για το ακαδημαϊκό απολυτήριο), είχε μήκος χρόνου που έφτανε στα μέσα του 17ου (σιγά;). Καθόλου σιγά, η πρώτη ιστορική Βιβλιοθήκη στο έδαφος της οθωμανικής Ελλάδος. Είχε στο αρχείον (έρωτός της) δελτάρια δανεισμού εκείνων των χρόνων τα οποία τακτοποιούσε ο πρώτος της βιβλιοφύλαξ μοναχός Ιωσήφ.
Το 'χε τάμα ο «ασπάλαξ» ότι αιχμάλωτος των βαζιβουζούκων νεοτούρκων στα βάθη της Ανατολίας το 1922 τον υποχρέωναν με τα νύχια να γκρεμίζει τις εκκλησίες των ομοορθοδόξων κι Αρμένιων -της πίστης του δηλονότι. Ορκίστηκε έκτοτε αν –κι όπως κι έγινε- σωθεί, να περιμαζεύει όπου βρίσκει παρόμοια θησαυρίσματα κι ιερά κειμήλια, βιβλία, εικόνες, αρχαία. Ετσι τους χύθηκε, τα χώθηκε και χάθηκε μαζί τους στον κόσμο των αλλόκοτων όντων, μέσα στα χιλιάδες βιβλία αμέσως μετά την πρωτο-παγκόσμια ειρήνευση, χυμένα καταγής, σε ράφια, ερμάρια και ντέξιον ως νυν και αεί (;). Βιβλία που κουβάλησαν (μήπως ξεφορτώθηκαν...) στην πόλη του εμπορευόμενοι άνδρες, καραβανιάρηδες, δεσποτάδες, κλεμμένα από τις πρώην μητροπόλεις και τα μοναστήρια τους, όταν το άγιον πνεύμα τούς όρισε εδώ να επισκοπούν, πλούσιοι ευεργέτες, επιχώριοι λόγιοι της ύστερης περιόδου του νεοελληνικού διαφωτισμού. Μεταξύ αυτών εκατοντάδες παλιά γερμανικά στην γοτθική γραφή. Μπόρχες αγράμματος της γ' δημοτικού, τα ένιωθε, τα μύριζε, τα γνώριζε δια της αφής -τέλος τυφλώθηκε εννοείται κι ούτε γυναίκα ούτε παιδιά αλλά χίλιες χιλιάδες νοητές κι ακατανόητες υπάρξεις με τις οποίες υπήρξε και κατέλιπεν απογόνους της ευγενούς αυτού πενίας κι άγαρμπης, ο αθώος, ιδιορρυθμίας.
Τα βρήκε, τα έβαλε στη σειρά σε δύο τόμους «ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΝΤΥΠΩΝ 1494 – 1912» -ποιος Λεγκράντ θα λέγαμε, ας πούμε δηλαδή - μνημειώδης βιβλιογραφία και να η Ακαδημία επαίνους και δώστου οι σημαίνοντες νεοελληνιστές αναφορές κι ευχαριστίες• Κ.Θ. Δημαράς, Αλκης Αγγέλου, Λ. Βρανούσης λέω στην τύχη ονόματα, καθόλου τυχαία• και άλλα, ων ουκ έστιν μετρημός...
Με το που πλάκωσαν οι νεοτεύτονες στον κόσμο με τη βαριά σκιά κι ήρθαν εχθροί στην πόλη του, ήξερε πόσο φιλομαθείς και φιλαρπάχτες λεχρίτες ήταν, πήρε όλη την πολύτιμη (ο πολύτιμος) συλλογή των παλιών εντύπων μαζί και το κοντόχοντρο βιβλίο και τα έθαψε (τα έχτισε) ζωντανά -τα βιβλία ποτέ δεν πεθαίνουν (μόνο παθαίνουν)- στο υπόγειο του ναυδρΐου του αγίου Λαζάρου απ' όπου και τ' ανέστησε όταν έφυγαν οι διαολεμένοι, όχι ως ο τετραήμερος αλλά ως ο επί τετραετία θησαυρός, και τα επέστρεψε στη χώρα των ζώντων.
Δρόμους παίρνω και περνώ και χρόνια αφήνω...
Στην Φρανκφούρτη 2001 με την Ελλάδα τού τότε, τιμωμένη στα βιβλία, το πήρα μαζί μου ως περίεργον έκθεμα. Παντού γύρωθεν ιδρωμένοι οι συγγραφείς μας, με την αγωνία του βιβλίου τους στο στόμα, όπως οι ταξιδιώτες του Αχέροντα, το νόμισμα. Το είχα δεμένο με αλυσίδα (έλα ρε!) και την κρατούσα όπως ο γύφτος τη μαϊμού. Μη μου τ' αρπάξουν. Το κοιτούσαν οι φιλοπερίεργοι• πού και πώς και πού είναι αυτή η Ελλάδα, συγγνώμη η Κοζάνη, όπου φυλάσσεται τέτοιος θησαυρός, το μεγαλύτερο μονότομο βιβλίο (3600 σελίδες παρακαλώ) εκείνης της παγκόσμια σύναξης βιβλίων; Εκορδακιζόμην ο αθεόφοβος. Η εκδίκηση του ασήμαντου. Υπάρχουν άλλα 5-6 στο ντουνιά, είπε κάποιος με τη γλώσσα των δακτύλων. Τι με νοιάζει;
Το είχα νοσταλγήσει αφόρητα κι αυτό και το χώρο του. Κοντά δέκα χρόνια είχα να τους δω. Απόγευμα πήγα κι είπα να πέσω να φιλήσω εκείνο το πάτωμα και τις εκεί μέρες μου. Το βρήκα στο τελευταίο ράφι, στο τμήμα των παλιών εντύπων. Δεν με γνώρισε, ούτε κι εγώ ξέρω τη γλώσσα του. Όμως η γλώσσα των βιβλίων είναι όπως οι γλώσσες των πουλιών, κυρίως εκείνων που τραγωδούν με τα λυπημένα τραγούδια τις απώλειες του έρωτα. Δια το επιούσιον όμως ξεχαρμάνιασμα, ξεφυλλίζω: «Τ0 ΝΕΟΝ ΘΕΑΤΡΟΝ» ήτοι Θεωρητική συλλογή, εκ διαφόρων συγγραμμάτων, φιλολογικών, φυσιολογικών, θεολογικών, και πρακτική θεωρία προς τε του πολιτεύματος του ανθρώπου κατά τον παρόντα αιώνα, και κατ' ιδιωτισμόν εκάστω του πολιτισμού και θρησκεύματος». Υπό του αιδεσιμ. ιερέως ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΟΥΝΙΑ του Συμαίου. Χάριν πλεονασμού των ωφέλιμων γνώσεων και τοις ευ ποθούσι τα κρείττονα. «Αλήθεια ερώ εν Χριστώ, και ου ψεύδομαι, μαρτυρούσης της συνειδήσεώς μου εν πνεύματι αγίω». (Παυλ. Απ. επιστ. προς Ρωμ. κεφ.8). ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, Εκ των καταστημάτων «Ο Κοραής» Ηλία Π. Ζαγκλή,1868. Ανατυπωθέν από το Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης Κοζάνης, 1999 στη σειρά Επανεκδόσεις έργων Δημοτικής Βιβλιοθήκης.
Οι πρώτες σελίδες των παλιών βιβλίων είναι ένα ποίημα αναμφιβόλως.
Οσίου Ν.Π. Δελιαλή του βιβλιοασπάλακος μνήμη ποιούμεν σήμερον και να θυμηθώ τον τάφο του, σκυλευόμενον κατ' εξακολούθησιν από τους αδέσποτους μούργους της γειτονιάς. Τι φέρουν στην επιφάνεια; Κόκαλα παλιών βιβλίων, μύρο ευωδιάζοντα.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ τχ. 185-186
Στο αφιέρωμα «Η ζωή στη Βιβλιοθήκη-Κείμενα για τον τόπο της ανάγνωσης»