Ηταν ο τόπος μου, μια επανάσταση που κατέληγε διαρκώς σε παλίνδρομη κύηση
Ενώ τώρα σαν ξέφαντο σκιάχτρο
τραβώ μ' όσα να χαίρονται οι εχθροί μου» ΑΙΣΧΥΛΟΣ, Προμηθεύς Δεσμώτης
«Ήταν ο τόπος μου βράχος και χώματα [...]. Ήταν ο τόπος μου σαν το χαμόγελο /όνειρο καθημερινό /κάποιος τον πούλησε, κάποιος τον ρήμαξε /σα δανεισμένη πραμάτεια». Οι στίχοι του Κ.Χ.Μύρη και το δραστικό παράπονο που εκπέμπει η σύνθεση του Γιάννη Μαρκόπουλου...
υποχρεώνουν αφενός σε «αναγνωστική» επανάληψη και αφετέρου σε επιστροφή στα κιτάπια της ιστορίας, προκειμένου να αναγνωρίσει ο καθείς τα αιωνόβια λάθη μέσα στα λάθη του παρελθόντος. Δυστυχώς από τη στιγμή που περιχαρακώθηκε κράτος ελληνικό από τα αδαή και άσχετα περί αρμάτων αρχοντοσόγια της ελλαδικής ενδοχώρας, εκλήθησαν προς βοήθεια τα δεκανίκια των ξένων εταίρων, αφού πρώτα κατέστειλαν κάθε σωστική οίκοθεν προσπάθεια, δολοφονώντας τον πρώτο, αν όχι και μοναδικό, Κυβερνήτη, Ιωάννη Καποδίστρια. Δυστυχώς -ξανά- σ' αυτόν τον τόπο κυοφορούμε μια επανάσταση που καταλήγει διαρκώς σε παλίνδρομη κύηση. Ο Ίων Δραγούμης ήταν το δεύτερο κρούσμα αναστολής κάθε γνήσιας φιλοπατρίας. Έκτοτε είμαστε άξιοι της μοίρας μας.
Θα ανατρέξω, όχι σε παραθέματα ιστορικά, αλλά σε ένα νανούρισμα από τα Μαστιχοχώρια της Χίου -από ποιο άραγε μαστιχόδεντρο τώρα καμένο;- που «η ναναρίζουσα μάννα», σύμφωνα με τον Ν.Γ.Πολίτη που τα συνέλεξε, «πρωτίστην ευχήν δίδει εις το τέκνο της, πλουτήσαν να συστήση 21 σχολεία, εν εις έκαστον χωρίον, περί ων παραπονείται ότι δεν μεριμνώσιν οι άρχοντες του δήμου, επιλήσμονες γενόμενοι των υποχρεώσεων αυτών προς το έθνος». Το αντιγράφω αυτούσιο μια και κραυγάζει την επικαιρότητά του από την πρώτη κιόλας ανάγνωση:
«Κάμε, Χριστέ τσαι Παναγιά, τσαι θρέψε το παιδί μου,
να μεγαλώσει, να θραφεί, καλό παιδί να γίνει.
Τύχη χρυσή ας του δίγεται τσαι φώτιση μεγάλη,
να μάθει γράμματα πολλά τσαι φρόνιμο να γίνει,
για να τσερδίζει χρήματα, παντού καλά να κάμνει:
ένα τσαι είκοσι σκολειά μ' αληθινούς δασκάλους,
να μάθουν γράμματα οι φτωχοί, αθρώποι να γενούνε,
να μάθουν πως' ρφανέψαμεν από τους άρχοντάς μας,
να μάθουν πως ξεχάσαμεν του γένου μας τα φρένα,
πως ο καθείς μας χρεωστεί βοήθειαν να δίνει
εις τα σκολειά, στις εκκλησιές τσαι στα ορφανεμένα»
Δυστυχώς -τρις πια- είναι αργά, πολύ αργά και όλα πλέον αμετάκλητα. Ο κύβος ερρίφθη εδώ και αιώνες. Το νανούρισμα -τι νανούρισμα; Εγερτήριο είναι αυτό- απλώς επιβεβαιώνει την ανυπαρξία οποιασδήποτε ελπίδας και διασφαλίζει τη βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα απολύτως και ποτέ σ' αυτόν τον τόπο που οι μισοί αγωνίζονται να τον στεριώσουν και οι άλλοι μισοί αγωνίζονται -με την ίδια μάλιστα, αν όχι και περισσότερη, έφεση και τον αυτό ζήλο- να τον αφανίσουν. Δυστυχώς -ξανά και ξανά- επικράτησαν οι έσχατοι, καθώς εμείς, ως οι νήπιοι και μωροί σύντροφοι του Οδυσσέα πορευόμασταν και βαυκαλιζόμασταν έτη τώρα από τις εξίσου νήπιες και μωρές και κατεξοχήν εγκληματικές πράξεις πολιτικών που τον ξέκαναν δια παντός. Εντούτοις το νανούρισμα ανασκάπτεται τώρα στα δύσκολα, για να λειτουργήσει εκ νέου -και για όσους- ως αφύπνιση ή ως μαρτυρία.
Εντός του αναζητούνται διακαώς και συνεχώς -πιο επιτακτικά ίσως από ποτέ- «δάσκαλοι αληθινοί» να παιδεύσουν την ψυχή και να εγείρουν το μυαλό των μαθητών που η νωθρότητά του εγγίζει τον εφιάλτη. Το «αληθινοί» αφήνεται ασχολίαστο και ως παρανυχίδα της εκπαιδευτικής ανεπάρκειας. Εντούτοις και εντός ενός μεγάλου ποσοστού μιας εκπαιδευτικής μάζας σαθρής υπάρχει διαρκώς η μαγιά εκείνη που φέρει σε πέρας όλες τις ευεργετικές ζυμώσεις που συντελούνται μέσα σε μια σχολική τάξη. Οι «μάχιμοι» αυτοί καλούνται σήμερα να φυλάξουν εκ νέου Θερμοπύλες, καθώς ο μεγαλύτερος κίνδυνος που ενέσκηψε με δόλιο τρόπο στις τάξεις των ελληνικών σχολείων και που ενεδρεύει σε κάθε γωνιά τους είναι η «βεβαιότητα» ότι κάθε προσπάθεια και γνώση είναι άχρηστη, εφόσον όλα έτσι κι αλλιώς οδηγούν στο «άνεργο» τίποτα. Για τον εφιάλτη αυτό, όχι μόνο δεν είναι άμοιρο ευθυνών το κρατικό σύστημα, θα υποστήριζε μάλιστα κανείς ότι επιτυχώς παρωθεί γονείς και παιδιά προς αυτή την ύπουλη «βεβαιότητα», τραβώντας διαρκώς το χαλί κάτω από τα πόδια των τελευταίων. Η παιδεία είναι δύναμη για τους υπηκόους. Και η ανυπαρξία της είναι δύναμη για τους «άρχοντες» του νανουρίσματος. Πόσο πια ιστορία να διαβάσει κανείς για να επιβεβαιώσει ή να πείσει για του λόγου του αληθές;
Ζούμε εμείς εδώ, στα δυτικά της Μακεδονίας, στο ημίφως της επαρχίας. Και μια κατάβασή μας στην πρωτεύουσα, που παρεπιδημεί στο κέντρο όλων των κρίσεων, δεν αφήνει περιθώρια για ελπίδες -ούτε καν για ψευδαισθήσεις. Εκεί τα πράγματα έχουν αγριέψει εξατομικευμένα και εν συνόλω ως ο Χορός στην αρχαία τραγωδία. Κορυφαίος ακόμα δεν ευρέθη, αν και πολλοί κατά καιρούς -και ίσως λίγο τυχάρπαστοι- θέλησαν ν' αρπάξουν αυτόν τον τίτλο του ελευθερωτή, δυσαρεστημένου ή αγανακτισμένου, του «δεν πληρώνω» και των άλλων και πολλών κινημάτων που επνίγησαν πριν καλά-καλά την εξέγερσή τους. Η κατάσταση σηκώνει θυσία τύπου Σολωμού Σολωμού και εμείς κρατάμε μελάνια στα χέρια και πλήκτρα χτυπάμε ακατάπαυστα, όταν δεν υπνώττουμε στη μαλθακή ενδοχώρα και το περιρρέον οικοσύστημα.
Ζούμε λοιπόν στο ημίφως. Και σαν κατέλθουμε στο κλεινόν άστυ η πραγματικότητα λειτουργεί ως η σωκρατική εκείνη αλογόμυγα, που, θες δε θες, σε επαναφέρει στον εφιάλτη. Άνθρωποι που στέκονται ή σωριάζονται σε δρόμους κεντρικούς ζητώντας νερό και άνθρωποι που σου ζητούν απλώς ψωμί. Άνθρωποι δίχως στον ήλιο μοίρα. Γυναίκες και παιδιά στα σκαλοπάτια εκκλησιών, άνθρωποι που τους υποβάλλεις σε ένα ασύνειδο face control, από το οποίο διαγιγνώσκεις τη ματιά της απόγνωσης ενός υποψήφιου αυτόχειρα. Τα βλέμματα μαχαίρια και τα μάτια των παιδιών επίσης, που σου μπήγονται κατευθείαν μέσα. Οι στιγμές αρρωσταίνουν. Θεέ μου, πού πάμε, σκέφτομαι, πού μας πάνε. Θεέ μου, πού μας πήγαν. Από το '86 θυμάται η μάνα να ξεκινούν τα συσσίτια στις εκκλησίες σε όλη την Αθήνα, μα τώρα τα συσσίτια περίσσεψαν, η ανάγκη για δέματα περίσσεψε, οι εκκλησίες πληρώνουν νοίκια και φάρμακα και τη ΔΕΗ που η κρατική «πρόνοια» τα κόβει και τα αφαιρεί. Φαύλος και άσπλαχνος κύκλος. Υπάλληλοι που τους υποχρεώνουν να κόψουν το ρεύμα σε οικογένειες, που πάνε και βλέπουν τα μικρά παιδιά και πισωπατούν και λεν «όχι, εγώ, δεν το κόβω, ας έρθει άλλος». Και έρχεται ο άλλος και το κόβει. Η κατάσταση θυμίζει εικόνες Κατοχής ή της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο την περίοδο του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα. Εντούτοις η ευσπλαχνία των ελαχίστων δεν εξασφαλίζει και τη σωτηρία. Η δαμόκλειος σπάθη επικρέμαται.
Τέλη Αυγούστου και ανεβαίνω μεταξύ Εθνικής Βιβλιοθήκης και Ακαδημίας. Ακούω φωνή ανθρώπου, που δεν ξέρω από πού, να φωνάζει «Νερό, θέλω λίγο νερό». Φωνή, όχι παράκλησης πια, μα σχεδόν απαίτησης. Τον ψάχνω και τον κοιτώ στα δεξιά, απόμακρο και σε μια γωνιά, και ούτε καν φαινόταν, μονάχα η κραυγή του ακουγόταν, φωνή βοώντος εν τη ερήμω, άνθρωποι ανέβαιναν και άνθρωποι κατέβαιναν και άνθρωπος ουδείς τον άλλον να τον ξεδιψάσει. Πονώ. Πονώ σε κάθε βήμα. Μα τον προσπερνώ, για να βρεθώ ενώπιον ενός άλλου και έπειτα ενός ακόμα. Μπαίνω στην Εστία και κάπως ανασαίνω. Και έπειτα φορτωμένη με το 40% δίνω ραντεβού στο εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων δίπλα απ' τη Νομική. «Έχει ένα παρκάκι εκεί», λέω στη φίλη. Κατευθύνομαι και ήδη σκέφτομαι το παγκάκι που θα με περιμένει και το ξεφύλλισμα των βιβλίων και θέλω να ξεχάσω. Όμως στέκομαι και κοιτώ. Και τα βιβλία που κρατώ με ελέγχουν ένα-ένα. Παγκάκι ούτε για δείγμα για αναγνώστες ή περιηγητές. Μονάχα για άστεγους. Μονάχα άστεγοι με εμφανή τα ίχνη ενός ιδιότυπου συνωστισμού που υποχρέωνε σε προσωρινές έστω κατοχυρώσεις. Άστεγοι που έκρυβαν τα ευτελή υπάρχοντά τους μες στις δεντροστοιχίες του δήμου Αθηναίων και των υπολοίπων, άστεγοι, πρώην εν σκέπη και τώρα ασκεπείς πολίτες και συνδαιτυμόνες συσσιτίων. Με πιάνει ναυτία.
Παραμονή της Αποκεφάλισης και στο μοναστήρι του Προδρόμου στον Καρέα. Επαίτης με δεκανίκια στην αρχή της ανηφόρας προς τη Μονή. Τον ακούς, καθώς προχωράς, «ψωμί, λίγο ψωμί» και σαν τον προσπερνάς «ψωμί, τι αξία έχει πια ένα ψωμί σήμερα;». Ήταν το ύστερο χτύπημα στην καρωτίδα της ψυχής. Αλήθεια, τι αξία έχει ένα ψωμί σήμερα; Ανυπολόγιστη, μου απαντούν τα μάτια του.
Νιώθω τον τόπο μου καρφωμένο, όχι σε έναν, αλλά σε δυο βράχους, όχι στον Καύκασο, αλλά με το ένα χέρι στη Σκύλλα και με το άλλο στη Χάρυβδη. Νιώθω τον τόπο μου καρφωμένο ωσάν τον Προμηθέα που τον βασανίζουν, όχι οι θεοί, αλλά η ύβρις των αυτουργών εκείνων που τον παρέσυραν σε μια ολοσχερή καταστροφή που έχει προ πολλού σημάνει τον αφανισμό. Νιώθω ότι βρισκόμαστε ακόμα στον προθάλαμο της πανωλεθρίας, σε μια ιδιότυπη «Αίθουσα Αναμονής» σαν του Γεραλή, όπου το τέλος δεν επίκειται, αλλά έχει ήδη συντελεστεί. Τα μέγιστα ακολουθούν και με βήμα ταχύ μας καταφτάνουν. Ως τότε φροντίζουν οι επιτήδειοι να επισπεύσουν τις διαδικασίες, παραχωρώντας -διανομή δωρεάν φυσικά- το νέο εγχειρίδιο γραμματικής, μια που οι Έλληνες ίσως θα πρέπει να συμπεριληφθούν στο ρεκόρ guiness ως η μοναδική περίπτωση λαού που μεταχειρίζεται τη γλώσσα του ως να πρόκειται για χαμαιλέοντα. Επομένως και μια που έχουμε λύσει και όλα τα επιμέρους προβλήματα, μπορούμε πλέον να ξεχυθούμε στον αμπελώνα της ελληνικής και κατά το δοκούν να κόψουμε και να ράψουμε, να φτιάξουμε, βρε αδερφέ, ένα νέο κουστούμι και έπειτα να μην έχουμε παρά να αποκαλύψουμε τον παραγγελιοδόχο, που φυσικά και θα προτιμήσει να διατηρήσει την ανωνυμία του.
Νιώθω τον τόπο μου -νιώθω και μένα- σαν τον Προμηθέα. Εντούτοις Ηρακλή δε βλέπω.
«Τωρινές συμφορές, τρισαλίμονο,
κι όσες άλλες, στενάζω, μου μέλλονται,
ποτέ πού τάχα μια άκρη θενά 'βρω;
Κι όμως τι λέγω; όλα εγώ από πριν τα ξέρω
ξάστερ' οσά 'ναι για να ΄ρθουν, ουδέ θα μ' έβρει
καμιά συμφορά ανέλπιστη»
ΑΙΣΧΥΛΟΣ, Προμηθεύς Δεσμώτης