Αγορών Οδύσσεια | του Γιάννη Τζιουρά*
Στις 2 Μαΐου του 2010 η Ελλάδα αποκόπτεται από τον μοναδικό τρόπο χρηματοδότησης των κρατών, τις διεθνείς αγορές κρατικών ομολόγων. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται πρωτίστως στα εθνικά, παράλληλα στα υπερεθνικά θεσμικά όργανα στα οποία συμμετέχουμε
δεσμευόμενοι, διασφαλίζουν την αποφυγή μιας άτακτης χρεοκοπίας κράτους και τις επακόλουθες συνέπειες που θα προέκυπταν. Μια μέρα αργότερα υπογράφεται το πρώτο Μνημόνιο από τα αρμόδια ελληνικά όργανα κατόπιν εγκρίσεως από τους ευρωπαίους δανειστές στα πλαίσια της ευρωζώνης, ενώ παράλληλα αποστέλλεται στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, του οποίου είμαστε μέλη με δικαιώματα και υποχρεώσεις, ως συνοδευτικό μιας επιστολής προθέσεως με την οποία ζητούνταν ένα Stand-by- Arrangement τριετούς διάρκειας για ένα ποσό 30 δις ευρώ. Τρεις μέρες αργότερα ψηφίζεται από τη Βουλή ως νόμος του κράτους ενώ στις 8 Μαΐου υπογράφονται η δανειακή σύμβαση με τα άλλα μέλη της ζώνης του ευρώ καθώς και η συμφωνία μεταξύ των δανειστών για τις υποχρεώσεις χρηματοδότησης απέναντί μας. Στις 9 Μαΐου εγκρίνεται με τις διαδικασίες του κατεπείγοντος από το ΔΝΤ η εκταμίευση της πρώτης δόσης ύψους 5,5 δις ευρώ. Μια μέρα μετά εκδίδεται η απόφαση του Συμβουλίου της ΕΕ στα πλαίσια των Άρθρων 126 παρ. 9 και 136 της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ, η οποία ενσωμάτωνε τα μέτρα του Μνημονίου που συνκαταρτίσαμε και τα οποία έπρεπε να λάβει η χώρα μας στο πλαίσιο της διαδικασίας του υπερβολικού ελλείμματος. Το συνολικό ύψος του πρώτου πακέτου στήριξης, 110 δις ευρώ.
Τρία χρόνια μετά, 5 οικονομίες της ευρωζώνης καταρρέουν ζητώντας σωτηρία μέσα στα πλαίσια της ΕΕ. Η φωτογραφία της στιγμής εθνικά... πρώτοι στην ανεργία πανευρωπαϊκά, το τραπεζικό σύστημα δείχνει σημάδια βελτίωσης, ενώ ακόμη η αγορά βρίσκεται σε αναζήτηση ισορροπίας μεταξύ ενός αναποτελεσματικού δημοσίου τομέα που έχει αγκυλώσει την ιδιωτική πρωτοβουλία, αλλά και μεταξύ ενός στρεβλού φοροδοτικού και φοροεισπρακτικού συστήματος. Μοιάζοντας να έχουμε χάσει το στόχο, τουλάχιστον φύγαμε από το μάτι του κυκλώνα αλλά το βάρος της κρίσης εξακολουθούν άδικα να το σηκώνουν οι περισσότεροι συμπολίτες μας, και κυρίως εκείνοι οι οποίοι δεν φταίνε για την κατάντια στην οποία περιήλθε η χώρα.
Πολλές φορές όταν δεν γίνεται σωστή διάγνωση δεν γίνεται και σωστή θεραπεία. Ωστόσο υπάρχουν και φορές που ακόμη και σωστή διάγνωση να γίνει δεν ακολουθείται σωστή θεραπεία. Μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-8 που βύθισε τον ανεπτυγμένο κόσμο στην ύφεση, τα ανεπτυγμένα κράτη υποχρεώθηκαν σε ελλείμματα και συνεπώς σε υψηλότερο δανεισμό για να ανακάμψουν. Η Ελλάδα εκείνη τη χρονική στιγμή, ως το πρώτο ανεπτυγμένο κράτος στην παγκόσμια ιστορία που αποκόπτεται από τις διεθνείς αγορές ομολόγων (καταρρίπτοντας το μύθο της αξιοπιστίας), δίνει το στίγμα του να γίνει καταλύτης ενός συστημικού κινδύνου που θα βύθιζε την παγκόσμια οικονομία σε δεύτερη ύφεση. Εκ των πραγμάτων, για μια σειρά λόγων, η Ελλάδα δεν μπορούσε να αφεθεί να πτωχεύσει, είτε από εθνικής πλευράς, είτε από διεθνούς. Από εθνικής διότι όταν αποκόπτεται ένα κράτος από άμεση χρηματοδότηση, παθαίνει ασφυξία ρευστότητας. Αυτή η ασφυξία δεν διαχειρίζεται με μη βίαιους τρόπους σε κοινωνικό επίπεδο, δεν σταματά να δημιουργεί πολλαπλασιαστικά προβλήματα σε οικονομικο-κοινωνικό. Μάλιστα, τα πρώτα θύματα είναι η πλειοψηφία των οικονομικών υποκειμένων, πολιτών και μικρών επιχειρήσεων αφού εκείνοι δεν διατηρούν παχυλούς λογαριασμούς και αποταμιεύσεις στο εξωτερικό. Είναι άλλο λοιπόν με εντελώς κλειστές τις τράπεζες να λειτουργήσει στην πραγματικότητα (και όχι στη θεωρία) η οικονομία και η κοινωνία, και άλλο να γίνει η διαχείριση της οικονομικής κρίσης με τον καλύτερο δυνατό τρόπο (και πάλι στην πραγματικότητα και όχι στη θεωρία).
Από την αρχή δεν έγινε σωστή διάγνωση της διεθνούς οικονομικής κρίσης, ιδιαίτερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο (σε αντίθεση με το αμερικανικό). Ενώ η χρηματοπιστωτική κρίση που αποκαλύφθηκε με την κατάρρευση της επενδυτικής τράπεζας Lehmann Brothers στις ΗΠΑ είχε τις ρίζες της στην εκτεταμένη μόχλευση κεφαλαίων και στην ξέφρενη τιτλοποίηση ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων, στην Ευρωζώνη ο απόηχός της ήταν εντελώς διαφορετικός. Από το 2000 με την εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας και την άσκηση νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οι επιλογές των χωρών της περιφέρειας ήταν περιορισμένες. Ήξεραν όμως οι παίκτες τους κανόνες προτού συμμετάσχουν στην οικονομική ολοκλήρωση της μεταβλητής γεωμετρίας. Τα δομικά ελλείμματα που εμφανιζόταν στις περιφερειακές χώρες απαιτούσαν σταθερή χρηματοδότηση από το εξωτερικό. Παράλληλα τα χαμηλά επιτόκια στις ευρωπαϊκές χρηματοπιστωτικές αγορές (λόγω της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ) επέτρεψαν επίσης φθηνό δανεισμό για την περιφέρεια. Το αποτέλεσμα... οι αγορές να θεωρήσουν πως όλα τα μέλη της ευρωζώνης είχαν την αξιοπιστία της Γερμανίας. Σ' αυτό συνέβαλλε και η λειτουργία των διεθνών οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης. Όμως, ενόσω υπήρχε η ικανότητα των περιφερειακών χωρών να αποπληρώνουν τα χρέη τους, τόσο τα χρέη αυτά γιγαντώνονταν και τόσο μεγάλωνε το ρίσκο να τιναχτεί το σύστημα στον αέρα με την πρώτη κρίση.
Ο απόηχος λοιπόν της αμερικανικής κρίσης στην ευρωπαϊκή ήπειρο οδήγησε σιγά-σιγά μια προς μια τις εκτεθειμένες οικονομίες στην κατάρρευση. Στην Ελλάδα τα αίτια κατάρρευσης εντοπίζονται κυρίως στην αδυναμία ανταγωνισμού που ενυπήρχε λόγω μακροχρόνιων στρεβλών οικονομικών πολιτικών των ελληνικών κυβερνήσεων, στα δομικά ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών και στην επιλογή τόνωσης της εγχώριας ζήτησης με δανεικά. Οι αγορές μας δάνειζαν αθρόα, άμεσα και έμμεσα, κι αυτό διότι το ευρώ αντανακλούσε την πολιτική ισχύ της ευρωπαϊκής οικονομίας. Άμεσα μας δάνειζαν μέσω έκδοσης ομολόγων, έμμεσα στα πλαίσια του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Το ευρώ μάλιστα ευνοούσε τις εγχώριες τράπεζες της περιφέρειας να δανείζονται φτηνά προκειμένου να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους εθνικά και διεθνώς. Έτσι εθνικά παρουσιάστηκαν φαινόμενα υψηλής κατανάλωσης (όχι παραγωγής) και συνεπακόλουθα, λόγω ιδιωτικού δανεισμού, μια τεράστια κερδοσκοπία στην αγορά ακινήτων. Αυτή η εικόνα ευμάρειας δεν ήταν παρά μια φούσκα. Κατά συνέπεια με το ξέσπασμα της κρίσης στην αγορά ακινήτων στην Αμερική οι εκτεθειμένες τράπεζες της περιφέρειας πλήττονται πρώτες ενώ οι υπόλοιπες περιφερειακές αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω της συνεπακόλουθης δανειακής κρίσης για κατανάλωση.
Ενόσω οι αγορές μας δάνειζαν φτηνά, δίχως να τους ενδιαφέρει το τι θα κάνουμε τα δανεικά, στο εσωτερικό με κυβερνήσεις πλειοψηφίας που εναλλάσσονταν με μικρές διαφορές στη νοοτροπία τους, γιγαντώσαμε έναν αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα και συντηρήσαμε έναν μη ανταγωνιστικό ιδιωτικό τομέα που συστηματικά φοροδιέφευγε. Αναποτελεσματικός ήταν εκείνος ο δημόσιος τομέας ο οποίος είχε να κάνει με ανακύκλωση δραστηριότητας αφενός (δηλαδή η μία υπηρεσία υπήρχε για να δίνει χαρτιά στην άλλη), αφετέρου με στελέχωση βάσει πελατειακής λογικής και όχι αξιοκρατικής διαχείρισης ενός κατάλληλα καταρτισμένου ανθρωπίνου δυναμικού. Το ζήτημα ήταν πως δίχως στρατηγική (άλλωστε ποιος ήξερε να την ασκήσει) ο δημόσιος τομέας στιγματίστηκε στο σύνολό του δίχως ακόμη και σήμερα να μπορεί να εξυγιανθεί αποτελεσματικά. Αντιθέτως υπηρεσίες χρήσιμες, ή υπάλληλοι αποτελεσματικοί βρέθηκαν στη σκιά μιας μειοψηφίας άχρηστων φορέων ή αργόσχολων και διεφθαρμένων υπαλλήλων, πολλοί από τους οποίους δυστυχώς παραμένουν ακόμη σε νευραλγικές θέσεις. Ο ιδιωτικός τομέας από την άλλη στο μεγαλύτερο μέρος του με υπηρεσίες και κατανάλωση, έτεινε να επιδοτείται άνευ λόγου από το κράτος (μάλιστα πολλές φορές στρεβλώνοντας τον ανταγωνισμό) ενώ παράλληλα φοροδιέφευγε συστηματικά (εξαιτίας του τρόπου διάρθρωσης του φορολογικού συστήματος). Κι εδώ, οι ευσυνείδητοι αντιμετώπιζαν τις στρεβλώσεις του προηγούμενου συνδυασμού.
Το διογκούμενο έλλειμμα λοιπόν μαζί με το υψηλό δημόσιο χρέος, άρχισαν να αποκαλύπτουν την αδυναμία εξυπηρέτησής των. Μια οικονομία σε ύφεση και με χαμηλή ανταγωνιστικότητα προκειμένου να ανακάμψει χρειάζεται φτηνό δανεισμό έως ότου να προβεί στην απαιτούμενη αναδιάρθρωση και προσαρμογή. Το διαρκώς αυξανόμενο κόστος με το οποίο δανειζόταν η Ελλάδα από το 2007 και μετά τροφοδοτούσε ένα υψηλό χρέος. Η ανύπαρκτη δημοσιονομική αντίδραση της τότε κυβέρνησης οδήγησε σε ένα εκρηκτικό μίγμα το οποίο η επόμενη κυβέρνηση αδυνατούσε να διαχειριστεί λόγω μεγέθους πρωτίστως, δευτερευόντως λόγω νοοτροπίας και γνώσης. Η Ελλάδα λοιπόν αντιμέτωπη με τη χρεοκοπία. Η τότε κυβέρνηση από τον Οκτώβρη του 2009 έως και τον Μάιο του 2010 προσπαθεί απλά να βρει δανεικά (όπως είχε μάθει άλλωστε το πολιτικό σύστημα) δίχως να χαράξει μια στρατηγική διαχείρισης της κρίσης. Στο εξωτερικό προκειμένου να διασφαλίσουν τη δική τους φτηνή χρηματοδότηση τα ανεπτυγμένα κράτη κινητοποιούνται για να εξασφαλίσουν ένα χρηματοδοτικό πακέτο στήριξης της Ελληνικής οικονομίας και να αποτρέψουν μια μετάπτωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης σε δημοσιονομική των ανεπτυγμένων κρατών. Η σχολή σκέψης που επικράτησε διεθνώς (κυρίως σε ευρωπαϊκό επίπεδο) ήταν και είναι αυτή της λιτότητας. Μιας πολιτικής εμπνευσμένη από έναν πρώην Καναδό πρωθυπουργό, και η οποία λειτούργησε στη χώρα του ενόσω είχε την εύνοια των αγορών. Τι γίνεται όμως υπό διαφορετικές συνθήκες; Οι ίδιες θεραπείες δεν αποδίδουν πάντα διότι η κάθε περίπτωση είναι μοναδική.
Στο επίπεδο της Ευρωζώνης οι δομικές αδυναμίες της δεν συνηγορούσαν υπέρ αυτής της λύσης. Μάλιστα αυτό που έπρεπε να εφαρμοστεί ήταν η ενεργοποίηση ενός αναπτυξιακού μηχανισμού ανακύκλωσης πλεονασμάτων από τις αξιόπιστες στις περιφερειακές οικονομίες που όμως παράλληλα να διασφαλίζει αυτή τη φορά την παραγωγή και όχι την κατανάλωση και σίγουρα με μια δίκαιη αρχή της αιρεσιμότητας. Όμως... οι αξιόπιστες οικονομίες αδιαφορούν για την ανακύκλωση των πλεονασμάτων τους στις ευρωπαϊκές χώρες, αφού πρόσφατα οι αναδυόμενες οικονομίες της Ασίας αποτελούν καλύτερη εναλλακτική. Χρειάστηκε λοιπόν μια με το ζόρι (κυρίως με πίεση των ΗΠΑ) αναδιάρθρωση του χρέους μας (ενώ εκκρεμεί και μια δεύτερη), καθώς και ουσιαστικά δύο ακόμη συμπληρωματικά πακέτα στήριξης προκειμένου να εξυπηρετήσουμε τις ανάγκες μας. Στο μεταξύ το ελληνικό πολιτικό σκηνικό κατέρρευσε αφήνοντας τα υπολείμματα της ίδιας καταστροφικής νοοτροπίας με νέα μορφή, συνοδεία ακραίων μορφών εξαιτίας της δικαιολογημένης έλλειψης εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτών και θεσμών. Το δημόσιο, ως επίτηδες (λόγω πολιτικής νοοτροπίας) ταυτιζόμενο με το Κράτος, αντιμετωπίζεται διαφορετικά σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα (μάλιστα υπό τους ίσης εφαρμογής, υποτίθεται, συνταγματικούς κανόνες) ενώ η διαχείριση της κρίσης δεν λαμβάνει ποτέ στρατηγικό χαρακτήρα παρά μόνο τακτικό που εξαντλείται στις άνισες περικοπές μισθών και επιβολές φόρων. Οι προοπτικές ακόμη δυσοίωνες αφού στο παίγνιο αυτό του αρσενικού ελαφιού η κάθε χώρα ενδιαφέρεται, δίχως κοινή πολιτική βούληση με ομοιοπαθείς της, να σωθεί μόνη της. Απέναντι στις προσπάθειες αυτές οι νέοι κανόνες του παιχνιδιού στο εξωτερικό ευνοούν τη μεταφορά πόρων στις αναδυόμενες οικονομίες.
Ο στόχος ήταν και είναι να βγούμε στις αγορές ομολόγων. Μάλιστα φέτος εξ ολοκλήρου! Μέχρι όμως να βγούμε έπρεπε να μπορούμε να εξυπηρετούμε τις ανάγκες μας με φτηνό χρήμα. Γι' αυτό και χρειαζόταν άμεσα η δημόσια δανειοδότηση (η οποία πάντα είναι πολιτικοποιημένη). Για να βγούμε επίσης έπρεπε και πρέπει να κάνουμε την οικονομία μας ανταγωνιστική και να προβούμε στις απαραίτητες προσαρμογές είτε του δημοσίου είτε του ιδιωτικού τομέα. Μάλιστα για να γίνει αυτό απαιτείται στρατηγικό σχέδιο, εφαρμόσιμο και αποτελεσματικό. Απαιτούνται επιμέρους πολιτικές που θα βασίζονται στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και στην άριστη χρήση του ανθρωπίνου δυναμικού. Χρειάζονται νομοθετικές αλλαγές πάνω στις οποίες θα βασιστεί ένα αποτελεσματικό και δίκαιο φορολογικό σύστημα αναδιανομής που θα οδηγήσει σε δίκαιη κατανομή του βάρους για την έξοδο από την κρίση. Προϋποτίθεται αλλαγή της νοοτροπίας σε όλα τα επίπεδα και καταπολέμηση των εστιών διαφθοράς παντού. Παράλληλα σε διεθνές επίπεδο, όσες πρωτοβουλίες μπορούν να αναληφθούν απαιτείται άμεσα να δρομολογηθούν. Αυτές οι πρωτοβουλίες ξεκινούν από την κοινή αντίληψη πως η έξοδος από την κρίση είναι υπόθεση και άλλων οικονομιών και φτάνουν μέχρι την επανάκτηση της αξιοπιστίας προκειμένου να υπάρξουν οφέλη (απομείωση χρέους του δημοσίου τομέα- OSI). Ακόμη όμως και τα προηγούμενα να ευοδώσουν δεν επαρκούν και μάλιστα είναι ανούσια εφόσον δεν αλλάξουμε πρώτα εμείς στη χώρα μας. Επιβάλλεται σε 3 χρόνια από τώρα να μπορούμε να βγούμε στις αγορές. Η πορεία προσαρμογής των προηγουμένων τριών ετών δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντική. Αν και εξωγενείς παράγοντες έχουν περίπου το μισό μερίδιο ευθύνης, τι γίνεται με τους ενδογενείς; Η αλλαγή δεν πρόκειται να επέλθει από το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα, η καλύτερα τα υφιστάμενα πρόσωπα και νοοτροπίες. Αυτή η αλλαγή στις δημοκρατίες έρχεται από τα κάτω πρώτα και στη συνέχεια εκφράζεται στην εκπροσώπηση.
Αν συνεχίσει με τους ίδιους ρυθμούς και νοοτροπία η αναδιάρθρωση και προσαρμογή της οικονομίας μας, τότε είναι αμφίβολο εάν βγούμε ποτέ ξανά στις αγορές ομολόγων. Δηλαδή εάν μπορέσουμε ξανά να δανειστούμε φθηνά για να χρηματοδοτήσουμε την ανάπτυξή μας. Πολύ φοβάμαι πως θα περιπέσουμε σε έναν φαύλο κύκλο υπανάπτυξης όπως εκατοντάδες κράτη. Κι αυτό διότι επιμένουμε να μην παίζουμε με τους νέους κανόνες του παιχνιδιού.
*ο Γιάννης Τζιουράς, είναι Διεθνολόγος- Πολιτικός Επιστήμων, Υπ. Δρ. Νομικής ΑΠΘ