Το πολιτικό κατεστημένο της χώρας δεν είναι άξιο υπεράσπισης ή συμπαράταξης | Του Σταύρου Τσακυράκη*
Το πολιτικό κατεστημένο της χώρας μάς οδηγεί και πάλι σε αδιέξοδο. Η δημοσιονομική τάξη που επιβλήθηκε με οριζόντια,
κυρίως, μέτρα δεν αρκεί για να εξασφαλίσει την έξοδό μας από την κρίση και να βάλει τις βάσεις οικονομικής ανάπτυξης.
Για να γίνει αυτό απαιτούνται δομικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες με τη σειρά τους προϋποθέτουν ριζική αλλαγή νοοτροπίας και πράξης.
Το πολιτικό κατεστημένο της χώρας έχει αποδείξει ότι η αλλαγή νοοτροπίας είναι πέραν των δυνάμεών του. Δείτε την πρόσφατη δραστηριότητά του: νομιμοποίησε το παράνομο νεκροταφείο στον Υμηττό, επανέφερε αφορολόγητο επίδομα στους ενστόλους, αποπειράθηκε να επαναπροσλάβει τους παρανόμως διορισθέντες στο μετρό, επιχείρησε να ξηλώσει τον Καλλικράτη.
Εξακολουθεί να κάνει ό,τι ακριβώς έκανε πάντα: διαχειρίζεται πελατειακές σχέσεις, διαπραγματεύεται μικροσυμφέροντα, παραχωρεί μικροπρονόμια. Τέσσερα χρόνια κρίσης και οι πρακτικές του παρελθόντος επαναλαμβάνονται απαράλλαχτες. Η μόνη διαφορά είναι ότι εκτείνονται σε μικρότερη κλίμακα: εκεί που διόριζε δέκα, τώρα διορίζει δύο, εκεί που σπαταλούσε εκατό ευρώ, τώρα σπαταλά δέκα.
Το πολιτικό κατεστημένο της χώρας δεν είναι άξιο υπεράσπισης ή συμπαράταξης. Δεν είναι όχι μόνο για τις προφανείς ευθύνες του παρελθόντος αλλά και για το γεγονός ότι έχει αποδείξει πως δεν μπορεί να αλλάξει στο παραμικρό νοοτροπία.
Η κοινωνία το έχει αντιληφθεί και θα είχε προ πολλού στραφεί αποφασιστικά προς την αντιπολίτευση, αν αυτή είχε ως κύριο στόχο τις παθογένειες του συστήματός μας. Αυτή, όμως, προτιμά να έχει ως κύριο στόχο το καπιταλιστικό σύστημα γενικά και όχι το δικό μας αξιοθρήνητο σύστημα. Ενώ εξαπολύει μύδρους εναντίον των δανειστών, της Ευρώπης και της παγκοσμιοποίησης, ανέχεται παλαιές πρακτικές (ούτε για τον σκανδαλώδη διορισμό του Παπουτσή φώναξε), αντιτάσσεται δυναμικά σε οποιαδήποτε απόπειρα αλλαγής και υιοθετεί κάθε συντεχνιακή διεκδίκηση.
Τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση χρησιμοποιούν τους ξένους ως άλλοθι. Η πρώτη για να δικαιολογήσει τα δημοσιονομικά μέτρα, η δεύτερη για να καλύψει τη δική της έλλειψη προτάσεων. Η πρώτη καλλιεργεί την αυταπάτη ότι όπου να 'ναι με το πρωτογενές πλεόνασμα θα μοιράζει χρήματα, η δεύτερη ότι αν σκίσει το Μνημόνιο όλα θα γίνουν όπως πρώτα. Και οι δύο θέλουν να μας γυρίσουν στα παλιά. Η κυβέρνηση λειτουργεί απροσχημάτιστα παλαιοκομματικά, η αντιπολίτευση θέλει το ίδιο παλαιό κράτος αλλά υπό την εξουσία της, γι' αυτό άλλωστε και αγκαλιάζει όλους τους επιτήδειους των παλαιών καιρών. Ο καθένας με τον τρόπο του συμβάλλει στη διατήρηση ενός αποτυχημένου συστήματος.
Πιστεύω ότι ένας σημαντικός αριθμός πολιτών και ιδιαίτερα οι νέοι θα ήθελαν ένα νέο κόμμα που θα σαρώσει το παλαιό πολιτικό κατεστημένο ξεπερνώντας το δίλημμα κυβέρνηση ή αντιπολίτευση. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο οι θέσεις του νέου κόμματος. Αυτές μπορεί να διαρθρωθούν μέσα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης πάνω στις κοινές αξίες της δημοκρατίας (που προφανώς σημαίνει αξιοκρατία και ίση μεταχείριση των πολιτών), της δικαιοσύνης (που προφανώς σημαίνει σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου και φροντίδα για κάθε πολίτη) και της χρηστής διοίκησης. Δεν πρόκειται για πρωτότυπες θέσεις και η αλήθεια είναι ότι εκφράζονται από διάφορους πολιτικούς. Ολοι όμως οι παλαιοί πολιτικοί έχουν τεράστιο πρόβλημα αξιοπιστίας. Λίγοι είναι διατεθειμένοι να ακούσουν ακόμη και λογικές απόψεις όταν αυτές προέρχονται από ανθρώπους που υπηρέτησαν το πολιτικό σύστημα, είναι υπεύθυνοι για την κρίση και αποδείχθηκαν ανίκανοι να την αντιμετωπίσουν. Η δικαιολογημένη στάση πολλών μπορεί να εκφραστεί ως εξής: «Μας φέρατε ώς τον γκρεμό, τέσσερα χρόνια τώρα δεν αλλάξατε το κράτος, άντε στο καλό».
Ένα νέο κόμμα που θέλει να επιφέρει βαθιές αλλαγές στην ελληνική κοινωνία είναι εξ ορισμού ριζοσπαστικό και αυθεντικά αντισυστημικό. Το παλαιό πολιτικό σύστημα δεν είναι υπερασπίσιμο και η μάχη για τη καθυστέρηση της κατάρρευσής του δεν συγκινεί. Αντίθετα, αυτό που μπορεί να εμπνεύσει είναι ένας συναγερμός για ριζική ανοικοδόμηση. Μόνο που αυτός δεν μπορεί να γίνει με φθαρμένα υλικά ούτε με ανακυκλωμένους πρωτομάστορες. Χρειάζεται οπωσδήποτε νέα πρόσωπα με κοινό νου, ακεραιότητα και θέληση προσφοράς. Οι παλιοί που αξίζουν ας βοηθήσουν από τη δεύτερη γραμμή.
*Ο Σταύρος Τσακυράκης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ και στο προσωπικό του blog στις 20 Φεβρουαρίου 2014.