Πολιτική χωρίς πολιτικούς, καμπάνιες χωρίς περιεχομένο | της Βίβιαν Ευθυμιοπούλου*
Τον γερουσιαστή του Κεντάκι, Μιτς ΜακΚόνελ, ομολογώ ότι δεν τον γνώριζα μέχρι την εβδομάδα που πέρασε και ο λόγος που έπεσε στην αντίληψή μου..
ήταν ένα προεκλογικό του σποτ που δημιούργησε σάλο και ως εκ τούτου σχολιάστηκε απ' όλα τα μέσα που ασχολούνται με τη διαφήμιση και την επικοινωνία.
Δεν ήταν το προκλητικό ή επιθετικό περιεχόμενο της πολιτικής διαφήμισης που δημιούργησε τον σάλο, αλλά η παντελής έλλειψη περιεχομένου. Το σποτ δεν λέει κάτι, απολύτως τίποτα. Δεν υπάρχει ούτε κείμενο, ούτε σλόγκαν, μόνο εμφανίζεται σ' αυτό ο Γερουσιαστής σε διάφορα καθημερινά ή άλλα στιγμιότυπα, με μια συμπαθητική μουσική να παιανίζει ως χαλί. Να το:
Φυσικά και όλο αυτό λοιδορήθηκε μέχρι αηδίας και παρωδίες του σποτ κυκλοφορούν, ήδη, μέσω youtube, μάλιστα έχει δημιουργηθεί και σχετικό hashtag (#macconnelling). Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τουλάχιστον από την πλευρά της επικοινωνίας είναι ένα σωστό διαφημιστικό, αφού βασίζεται στην αρχή που θέλει το αίσθημα που δημιουργείται από ένα σποτ να είναι πιο σημαντικό από την πληροφορία που αυτό μεταφέρει. Δεν είναι τόσο οι αριθμοί και τα στοιχεία που καθορίζουν τις καταναλωτικές επιλογές, όσο τα συναισθήματα που δημιουργούνται στον καταναλωτή. Αυτή η βασική αρχή της διαφήμισης έχει υιοθετηθεί εδώ και χρόνια από την πολιτική επικοινωνία, η οποία όμως, μέχρι τώρα, έδειχνε να «κρατάει τα προσχήματα» και ν'αναπαράγει στα διαφημιστικά μηνύματα έστω κι ένα σλόγκαν, έστω και generic (π.χ. «Ναι στο κοινωνικό κράτος», «'Οχι στις ιδιωτικοποιήσεις»), το οποίο έδινε χοντροκομμένα και το ιδεολογικό του στίγμα.
Με το σποτ του Μιτς ΜακΚόνελ περνάμε στην επόμενη πίστα, όπου ο υποψήφιος δεν αισθάνεται καν την ανάγκη να αναπαράγει ούτε το χονδροειδέστατο τσιτάτο ή σύνθημα, απλώς και μόνο θέλει να πείσει τους ψηφοφόρους ότι είναι ένας συμπαθής και καλός άνθρωπος.
Τις τελευταίες εβδομάδες είναι και στη χώρα μας έντονη η συζήτηση για το πόσο «πολιτικό» πρέπει να είναι ένα κόμμα για να τύχει αποδοχής στο εκλογικό σώμα. Πολλοί μάλιστα αποδίδουν τη δημοσκοπική επιτυχία του Ποταμιού στον «απολιτικό λόγο» που αναπαράγει.
Δεν έχω πειστεί ότι με τον όρο «απολιτικός» περιγράφουν όλοι το ίδιο πράγμα. Τείνω, μάλιστα, να πιστέψω ότι αυτό που στην πραγματικότητα εννοούν είναι ότι δεν αναγνωρίζουν στο λόγο του Ποταμού την κομματική διάλεκτο, όπως αυτή διαμορφώθηκε την τελευταία τουλάχιστον εικοσαετία. Θέσεις, που ορίζονται εντός ενός πλαισίου πολιτικών και άλλων αξιών, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να απαξιωθούν ως απολιτικές, ιδιαίτερα μάλιστα όταν τα τελευταία τέσσερα χρόνια καταναλώσαμε, ως πολιτικό λόγο, τεράστιες ποσότητες εθνολαϊκιστικών παραληρημάτων, δεξιών και αριστερών. Γιατί δεν είναι, άραγε, ο αποκομμένος από το ιστορικό και κοινωνικό του κόντεξτ εθνολαϊκισμός ένας βαθειά απολιτικός λόγος; Μήπως ο εθισμός μας σ'αυτό το χαρμάνι κομματικής αργκό και εθνολαϊκιστικών τσιτάτων είναι που κάνει οποιαδήποτε άλλη γλώσσα να ακούγεται παράξενη; Έπειτα, γιατί θεωρούμε εξ ορισμού πολιτικό ό,τι φέρει αριστερό πρόσημο, ακόμα κι όταν συχνά πρόκειται περί αναμασημάτων των συνθημάτων προηγούμενων δεκαετιών; Επιπροσθέτως, μέχρι σήμερα, όσοι έχουν κληθεί να τοποθετηθούν δημοσίως επί του Ποταμιού, είναι άτομα με αποδεδειγμένη απέχθεια όχι μόνο στον απολιτικό λόγο, αλλά και στον απολιτικό βίο.
Το Ποτάμι θα δοκιμαστεί ιδιαίτερα όταν θα πρέπει να μετατρέψει τις θέσεις του σε κώδικα επικοινωνίας για να τον αναπαράγει μέσα από μια μαζική καμπάνια. Οι αποτελεσματικές τεχνικές διαφήμισης είναι πολύ συγκεκριμένες και το εκλογικό σώμα συνηθισμένο στο να αναγνωρίζει ως πολιτικά μηνύματα πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι αυτή η νέα γλώσσα που κομίζει και που σήμερα ακούγεται διαφορετική να μετατραπεί τελικά σε «ξένη» και βέβαια να καταλήξει να διεκδικεί την ψήφο μας μόνο και μόνο επειδή ο εμπνευστής του είναι ένας «καλός τύπος». Κάτι σαν τον εβδομηνταδυάχρονο Γερουσιαστή Μιτς ΜακΚόνελ. Κι αυτό, η ομάδα του Ποταμιού θα πρέπει να το σκεφτεί.
πηγη:protagon
*Η Βίβιαν Ευθυμιοπούλου είναι σύμβουλος επικοινωνίας.