Μπαλτάδες ή κουφάλες; | του Παύλου Μουρουζίδη*
Περισσότερο σαν άσκηση διαλεκτικής και διεισδυτικότητας παρά από πεποίθηση, αρεσκόμαστε να τοποθετούμαστε σε διλήμματα· μικρή σημασία έχει αν είναι πραγματικά ή ψεύτικα.
Σημασία είχε η άσκηση η ίδια: παλιότερο και προσφιλές δίλημμα, «ποιός είναι χειρότερος, ο επιθετικός, βάρβαρος και κυνικός ατομισμός του νεοδημοκράτη, ή η κουτοπόνηρη και ύπουλη μεθόδευση του χαμαιλέοντα πασόκου;»
Το πώς διαμορφώθηκαν αυτοί οι κοινωνικοί τύποι, είναι γνωστό, φανερό στις διαδρομές (πολιτικές, οικονομικές, συνδικαλιστικές) των μεταπολιτευτικών δεκαετιών: αύξηση του παραγόμενου πλούτου και «προνοιακή» διανομή του, παράλληλα με την ένταση του κανιβαλικού ανταγωνισμού της αγοράς και των επιχειρηματικών «ευκαιριών» από τη μιά, ενσωμάτωση κι εκφυλισμός της Αριστεράς, «εξαγορά» της και του συνδικαλιστικού κινήματος από την άλλη (πλην ελάχιστων και λαμπρότατων εξαιρέσεων), μέσω προνομίων. Κάπως έτσι διαμορφώθηκαν οι χαρακτηριστικοί τύποι του νεοελληνικού μικροαστισμού της μεταπολίτευσης, ο μικροεργολάβος – μικροϊδιοκτήτης – μαγαζάτορας, του αδίστακτου «ξέρεις ποιος είμαι 'ΓΩ ρε;!» και του αμοραλιστή νενέκου - «πότε Βούδας – πότε Κούδας» με την καλή θεσούλα, από την άλλη.
Το καταφύγιο της απολυτότητας σε τέτοιου είδους διλήμματα, φάνταζε πολύ προστατευτικό, παλιότερα, από την έκθεση στον κίνδυνο «συσχέτισης» με κάποια από τις πλευρές του διλήμματος.
Η κρίση διευκόλυνε τα πράγματα, μάς απάλλαξε από πλευρές του διλήμματος: οι πασόκοι έχουν εξαφανιστεί προ πολλού, όχι όμως κι ο χαμαιλεοντισμός, κι οι νεοδημοκράτες, όσοι απέμειναν – γιατί οι έντιμοι την «έκαναν» νωρίς - παριστάνουν τους ακομμάτιστους αντάρτες και ξαναθυμούνται την οικογενειακή τους χίτικη παράδοση.
Το παραπάνω ψευτοδίλημμα ανάμεσα σε κυνισμό και αμοραλισμό, στην εποχή της κρίσης, έχει πλέον τα δικά του κοινωνικά παραδείγματα.
Το "κλασσικό" δίλημμα της μεταμόρφωσης του brutal κυνικού σε χαμαιλέοντα και τανάπαλιν, μας το υπενθύμισε το βίντεο Μπαλτάκου-Κασιδιάρη, καθώς η εναλλαγή σοσιαλδημοκρατίας-φιλελευθερισμού δίνει τη θέση της στην εναλλαγή αστισμού – φασισμού. Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των εναλλασσόμενων όμως, παραμένουν τα ίδια, απλώς τα αναδεικνύουν «νέοι» κομματικοί υποδοχείς.
Να τελειώνουμε όμως, νισάφι με τα απομεινάρια της χυδαιότητας τού «θα φιλήσω και κατουρημένες ποδιές» ή «εγώ θα τη βρω την άκρη».
Εφ' όσον είναι η κοινωνική-πολιτική πραγματικότητα αυτή που γεννάει βάρβαρους και βολεψάκηδες, ασπόνδυλα και οσφυοκάμπτες, στο νέο έδαφος της κρίσης που αδυνατεί πλέον να τους «βολέψει» όλους, ο κόσμος της εργασίας και του καθημερινού μόχθου καλείται να «σπάσει» το κουκούλι της μεταμόρφωσης αστισμού-φασισμού, το κουκούλι που γεννάει την κοινωνική-πολιτική αθλιότητα που ζέχνει γύρω μας καθώς και τους κοινωνικούς της εκφραστές, παράλληλα με την ανάδειξη των σύγχρονων δυνάμεων της εργασίας και της σύγχρονης κομμουνιστικής τους έκφρασης. Γιατί
«Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.»
(από τη Ρωμιοσύνη του Γ. Ρίτσου)
* ο Παύλος Μουρουζίδης είναι υποψ. σύμβουλος της
«ΑΡ.ΣΥ. για την ανατροπή - Ανταρσία στη Δυτ Μακεδονία»