Για τη σχέση Αριστεράς και Οικολογίας | Του Κωνσταντίνου Ζαγάρα*
–και όχι μόνο-, ακολουθώντας την πεπατημένη των κομμάτων, Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, που για χρόνια κυβέρνησαν τη χώρα και την οδήγησαν στο γκρεμό.
Στους καιρούς της οικονομικής ανέχειας που διανύουμε, τα θέματα που αφορούν το περιβάλλον και την προστασία του και μάλιστα για μια ιδιαίτερη περιοχή, όπως αυτή της Δυτικής Μακεδονίας, που η ΔΕΗ «κατοικοεδρεύει», οφείλουν να λαμβάνουν τεράστιας προσοχής. Τη στιγμή μάλιστα που ζούμε κάτω από το φάσμα της ανέχειας, η προστασία της φύσης μπαίνει εκτός κάδρου, καθώς προέχουν θέματα όπως χρέος, μνημόνια κ.λπ.
Η Αριστερά, ωστόσο, είναι υποχρεωμένη να αναδεικνύει περιπτώσεις όπως τα μέτρα ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίησης της ενέργειας, του νερού, της δημόσιας γης, των συλλογικών λειτουργιών και της απόσπασης κρίσιμων τομέων της οικονομίας από το κοινωνικό πεδίο και παράλληλα να τα θέτει στην πρώτη γραμμή της πολιτικής ατζέντας του τόπου.
Καθυστερημένη «ανάπτυξη» και ευαισθησία
Για χρόνια ολόκληρα, οι σχέσεις Αριστεράς και Οικολογίας ήταν τουλάχιστον προβληματικές, πράγμα που επιβεβαιώνεται από την ιστορική σχέση των δύο ρευμάτων.
Η καθυστερημένη εμφάνιση της περιβαλλοντικής ευαισθησίας, σχετίζεται με την ιδιότυπη καθυστέρηση της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας μας, αλλά και με το γεγονός ότι στην καθημερινότητα και την πραγματικότητα των πολιτών δεν είχαν τεθεί προηγουμένως τέτοια ζητήματα.
Οι αιτίες που δημιούργησαν την οικολογική κρίση οφείλουν να αναζητηθούν στους ιστορικούς όρους διαμόρφωσης του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Μέσα από την εκβιομηχάνιση της χώρας και την καθιέρωση της αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής εντός του εθνικού πλαισίου μέσα από τις μορφές εκμετάλλευσης, συσσώρευσης και ελέγχου των δυνάμεων εργασίας, εμφανίστηκαν τα φαινόμενα της οικολογικής κρίσης. Η συσσώρευση χρήσεων, η πύκνωση των ρυπογόνων δραστηριοτήτων, η ληστρική απομύζηση της φύσης, η υπερκατανάλωση, η μόλυνση, τα απόβλητα και ο όγκος απορριμμάτων, η αλλοίωση των όρων επιβίωσης, το νέφος και η ρύπανση ήταν τα αποτελέσματα αυτής.
Την ίδια ώρα, οι ιστορικές συνθήκες (πόλεμοι, πολιτική αστάθεια, διώξεις, παρανομία κ.λπ.) μέσα στις οποίες αναπτύχθηκε η Αριστερά, ήταν αντιστρόφως ανάλογες προκειμένου να έρθει στο προσκήνιο η οικολογική προβληματική, ενώ τα ιδεολογικά και θεωρητικά εργαλεία που διέθετε, της στέρησαν την αναγκαία εγρήγορση και ευαισθησία.
Δύο κόσμοι
Ανά τον κόσμο, η εδραίωση της καπιταλιστικής παραγωγής και εκμετάλλευσης έδωσε, από την μία πλευρά, απάντηση σε σειρά σημαντικών προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι -διατροφή, ένδυση κ.λπ.- και από την άλλη, στάθηκε βασικός παράγοντας στην άνθηση της αμερικάνικης οικονομίας, η οποία αποτέλεσε σαγηνευτικό μοντέλο για τις χώρες της Δύσης. Στο πλαίσιο αυτό, η ανάπτυξη έγινε ο βασικός στόχος, την κεντρική κατεύθυνση της οποίας κανείς δεν αμφισβήτησε. Τα εκρηκτικά περιβαλλοντικά προβλήματα που προκάλεσε έμειναν στο σκοτάδι, όπως και η εμπέδωση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και οι αστικές κοινωνικές σχέσεις.
Από την άλλη πλευρά, στα πρώτα χρόνια της Οκτωβριανής επανάστασης, οι ανάγκες της καθυστερημένης ΕΣΣΔ έθεσαν σε δεύτερη μοίρα κάθε τι άλλο πέρα από τα πρωταρχικά ζητήματα (καταπολέμηση πείνας, εξηλεκτρισμός κ.λπ.). Στο πέρασμα του χρόνου και με την επικράτηση συντηρητικών δυνάμεων, η σοσιαλιστική οικοδόμηση μετατράπηκε, εν τέλει, σε πρόβλημα όχι ανατροπής των κοινωνικοπολιτικών αστικών σχέσεων, αλλά οικονομικής ανάπτυξης και εκβιομηχάνισης. Η λατρεία της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης (ΕΤΕ) ηγεμόνευσε, ενώ η λογική της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, αποθεώθηκε, εξωθώντας την περιβαλλοντική κρίση στα άκρα.
Με την περιβαλλοντική κρίση να μαστίζει Ανατολή και Δύση και τα συλλογικά κινήματα να χάνουν την αίγλη τους, κερδίζει χώρο η στροφή προς το ατομικό και το ιδιωτικό, επικρατεί το «απολιτίκ» και νέες «ευαισθησίες» προβάλλουν στον ορίζοντα. Τα οικολογικά κινήματα κάνουν την εμφάνισή τους και χτίζουν τα θεμέλιά τους πάνω στα ερείπια της Αριστεράς.
Στην ελληνική περίπτωση, οι βασικές δυνάμεις της Αριστεράς στάθηκαν ξένες προς την οικολογία. Κι αν το ΚΚΕ Εσωτερικού έθετε και μιλούσε για οικολογία με έναν κυρίως θεωρητικό και κάποτε διφορούμενο πολιτικό λόγο, το ΚΚΕ αγνοούσε επιδεικτικά κάθε τι που είχε να κάνει με αυτή, υποβαθμίζοντας τον μαρξισμό σε μια ιδεολογία του παραγωγισμού και σε λατρεία της ΕΤΕ. Στο πέρασμα των χρόνων, οι δυνάμεις της ανανεωτικής-ριζοσπαστικής αριστεράς ανέπτυξαν μια έντονη και σημαντική οικολογική προβληματική, ενώ κατόρθωσαν να συνδεθούν και με οικολογικά κινήματα, αλλά δεν κατάφεραν ακόμη και σήμερα να παντρέψουν τα δύο ρεύματα προς μια ανατρεπτική κατεύθυνση.
Το κράτος- διαχειριστής
Σε όλο τον αναπτυγμένο καπιταλισμό, δεν υπάρχει πολιτική δύναμη, δεξιά ή αριστερή -ακόμη και μονοπωλιακοί κολοσσοί- που να μην έχει ενσωματώσει στο πρόγραμμά της μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος. Στην προσπάθεια αυτή, ο καπιταλισμός οικειοποιείται τα επιστημονικά δεδομένα και τις οικολογικές κατακτήσεις των κινημάτων, προκειμένου να κατασκευάσει ένα νέο «στόρι» που ως λειτουργία έχει την αποδοχή της προσπάθειας εκείνης που οδηγεί στο νέο κύκλο της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Παράλληλα, κύριο και καθοριστικό ρόλο στη διαχείριση της περιβαλλοντικής κρίσης συνεχίζει να παίζει το κράτος και οι μηχανισμοί του.
Ταυτόχρονα, αναδύθηκαν ιδεολογίες ηθικοπλαστικού χαρακτήρα, καθώς και θεωρητικά και ιδεολογικά συμπεράσματα, επιδιώκοντας να προσδώσουν στο πρόβλημα έναν υπερταξικό χαρακτήρα, ανάγοντάς το απλά σε πανανθρώπινο ζήτημα.
Αριστερά και Οικολογία, βίος κοινός
Όσο η διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος και η καταστροφή του δεν εγγράφεται στην ιστορία των σύγχρονων ταξικών κοινωνιών και δεν συνάγεται από τις τάσεις που διαμορφώνονται στο εσωτερικό τους, το πεδίο θα παραμένει ανοιχτό για την ηγεμονία της ιδεολογίας της κοινωνικής ειρήνευσης, του εξατομικευμένου πολίτη και της διαχείρισης της περιβαλλοντικής κρίσης από το κράτος. Στην καλύτερη περίπτωση -στο ενδεχόμενο μιας αυριανής αριστερής κυβέρνησης- τα περιβαλλοντικά ζητήματα να αποτελέσουν θέμα των αριστερών «ειδικών».
Σήμερα, Αριστερά και Οικολογία είναι καταδικασμένες να συμβαδίσουν σε μια κοινή κατεύθυνση συνολικής ανατροπής των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας. Ο ρόλος τους δεν μπορεί να περιορίζεται σε μια Αριστερά με ολίγη προγραμματική οικολογική γαρνιτούρα, ούτε σε μια Οικολογία με πολιτικές ευαισθησίες. Η ισορροπία ανάμεσα σε μια αερολογία «εναλλακτισμού» από τη μια μεριά και σε μια «ρεαλ» - τεχνοκρατική προσέγγιση από την άλλη, αδυνατεί να ανοίξει έναν νέο ορίζοντα μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Χρέος της Αριστεράς είναι να μετατρέψει με κινηματικούς όρους το οικολογικό αίτημα σε κοινή υπόθεση και να το εντάξει στην προοπτική ενός νέου τρόπου ζωής.
Το μέλλον δεν προκατασκευάζεται με προγράμματα και ντιρεκτίβες, ούτε με όμορφα λόγια. Το μέλλον ενυπάρχει μέσα στις αντιφάσεις του παρόντος. Υποχρέωση των αριστερών δεν είναι να σχεδιάσουν, αλλά να αναδείξουν τα αδιέξοδα και τις απελευθερωτικές δυνάμεις που μάχονται στη σημερινή βαρβαρότητα. Με λόγο κριτικό και αυτοκριτικό, με ακριβείς, συγκεκριμένες, επιστημονικές προσεγγίσεις και με ισχυρές δόσεις κοινωνικής ανιδιοτέλειας και κοινωνικού αλτρουισμού να αποδείξουν πως η Αριστερά όχι μόνο μπορεί να χαράξει έναν άλλο δρόμο διεξόδου από την κρίση, αλλά κι ότι μπορεί να προωθήσει τον κοινωνικό μετασχηματισμό.
*Ο Κωνσταντίνος Ζαγάρας είναι υποψήφιος περιφερειακός σύμβουλος με τον συνδυασμό «αλλαΖουμε Εποχή», με υποψήφιο περιφερειάρχη τον Θέμη Μουμουλίδη.και Επιστημονικός Συνεργάτης της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ.