Παγκόσμιο στρογγυλό κύπελλο |του Β.Π.Καραγιαννη
Διάβαζα προ ημερών στην «Καθημερινή» του Π. Μπουκάλα το κείμενο «Οταν η μπάλα ήταν στρογγυλή» για το παγκόσμιο κύπελλο του 1970 όταν η τηλεόραση στα χωριά
μας (και το δικό του) ήταν μία που την έφερνε συνήθως ο μετανάστης από τη Γερμανία και στην οποία, σε κοινή θέα στο καφενείο, με δραχμικόν τέλος εισόδου, γινόταν ασπρόμαυρη η επέλαση και παρέλαση των μάγων, θεών (ημίθεων μάλλον) δαιμόνων αγγέλων κ.λπ. της Εθνικής Βραζιλίας (μεγίστης ποδοσφαιρικής δεξιότητας κι ωραιότητας).
Κοινή μοίρα, κοινός τόπος, σχεδόν κοινός τρόπος σ' όλη την ύπαιθρο η οποία τω καιρώ εκείνω ηλεκτροδοτούνταν κι ένα, ένα στάγδην ερχόταν στη ζωή μας αυτά που σήμερα θεωρούνται αυτονόητα, βαρετά και περιττά. Στο χωριό ο Γιώργος Κρστς είχε στείλει σπίτι του μια τηλεόραση. Εκεί μεταξύ συγγενικής προνομίας και χωρικής ανοχής οι τυχεροί μαζευόμασταν (άνευ τέλους) να δούμε εκείνο το ποδοσφαιρικό θαύμα που τώρα ίσως και να περιφρονούμε και καλά κάνουμε. Ο τρόπος αυτός και ο χώρος του από την πραγματικότητα αλλά και μνήμη έχουν πλέον διαγραφεί. Ο θεία Ευγενούλα που έφτιαχνε στο φούρνο (κάτω από το ...τηλεοπτικό σαλόνι) το ψωμί («Αρτος ζωής») κι δούλεψε όσο κανείς άλλος στη ζωή, πέθανε κάπως πρόωρα. Αυτός ποιμήν αιγών («του έσκαψε ο βουνίσιος αέρας το πρόσωπο, άργασε ο καιρός το τομάρι του ώστε ν' αντέχει όλα τα φαινόμενα της φύσης πέτσα μαύρη και σκληρή, όπως οι πέτσες από τα πουρνάρια σαν ξεραίνονται και τα κέδρα σαν ξεφλουδίζονται, μη πω τις πέτσες των φιδιών που αφήνουν τέλος ανοίξεως αρχές θέρους πάνω σε λείες πέτρες, όπως αφήνουν πίσω το χειμώνα που τους γέμισε στάσιμο φαρμάκι και τώρα θέλουν να το χύσουν, να δαγκώσουν, να το ρίξουν έστω κατάχαμα, σπέρμα χωρίς ηδονή, έρωτας ανανταπόκριτος, μοναχικός, μυστήριος απελπισμένος...» από τις «Συγκεχυμένες αγάπες»), μόνον την Ανάσταση το βράδυ έρχεται στην εκκλησία για να μεταλάβει. Η μπάλα ζωή παίζεται αλλά όσο πάει και στρογγυλεύει.