Εκλογές και στασιμότητα | του Κωνσταντίνου Δομηνίκου
γαμπροί και στασιμότητα
Δεν πήγα να ψηφίσω γιατί με πήρε ο ύπνος. Τα έπινα μέχρι το πρωί βλέπεις, γιαυτό.
Λοιπόν, με πιάνουν τα φιλοσοφικά μου κάπου-κάπου, αυτό είναι γεγονός.
Άκουσέ με, σε γενικές γραμμές δεν τα πάω καλά με την πολιτική. Οι αριστεροί με φωνάζουν φασίστα κι οι δεξιοί αναρχικό. Όμως αυτή είναι η μέθοδος μου. Τη καλιεργώ κάθε μέρα στις συναναστροφές μου. Πετώ μια σπόντα, μια υπόννοια αν θέλεις, κι ύστερα αφήνω τους άλλους να πούνε τα δικά τους. Να βγάλουν την εξυπνάδα τους στη φόρα. Τα επιχειρήματα τους. Τις απόψεις τους. Ο,τιδήποτε δηλαδή, τους κάνει να νιώθουν σημαντικοί, πως το λένε. Και ξέρεις κάτι; Δεν τα καταφέρνω σχεδόν ποτέ. Καταλήγουμε όλοι να βγαίνουμε έξω από τα ρούχα μας.
Τέτοιες συζητήσεις γίνονται στις έντεκα το πρωί. Συνήθως.
Στην καφετέρια.
Δεν διαφέρουν και πολύ μεταξύ τους. (Οι συζητήσεις, όχι οι καφετέριες).
Το-κό-μμ-α-μου. Η-ο-μά-δα-μου. Τα σκυλιά.
Συνήθως.
Χρειάζεται κάπου-κάπου να βγαίνουμε λίγο έξω από τα ρούχα μας. Έτσι για αλλαγή.
Δε με ενδιαφέρει κανένα κόμμα, κανένας πολιτικός, καμιά πολιτική. Με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι. Αυτούς πονώ, αυτούς νοιάζομαι. Αυτούς τους μικρούς, μικρούς ανθρώπους. Μοιάζουν με μυρμήγκια-φαντάσματα έτσι που τριγυρνάνε στους δρόμους.
Μπροστά από τράπεζες και βιτρίνες.
Μπροστά από Άιποτ-Άιπατ-Λάπτοπ.
Βιτρίνες. Δισύλαββες βιτρίνες.
Μοιάζουν με βιτρίνες που κοιτάνε βιτρίνες.
Περιμένουν κάποιον. Όλο περιμένουν. Δεν ξέρουν όμως ποιον. Να τους σώσει από κάτι που ούτε οι ίδιοι καταλαβαίνουν καλά-καλά, τι.
Κι όταν τελικά κάποιος ισχυριστεί πως μπορεί να τους τα εξηγήσει όλα αυτά για λογαριασμό τους, (να τους βγάλει από τον βούρκο και μπλα, μπλα) τον ακουλουθούν. Αυτό, δεν κρατάει πολύ. Έρχεται μετά κάποιος άλλος που ισχυρίζεται πως μπορεί να τους τα εξηγήσει καλύτερα. Κι ύστερα ακόμη ένας. Και ούτω καθεξής.
Μιλάμε για μπέρδεμα.
Ή για εξέλιξη.
Ή και τα δυο.
Δεν ξέρω εσύ τι λες, μα άσε να σου πώ λίγο. Οι μεσσίες μας τελειώσανε. Άδικα περιμένεις. Δεν πρόκειται να σε πιάσει κανείς από το χεράκι και να σου πει, «έλα πάμε».
Αυτοί που το κάνουνε, λένε ψέμματα.
Αν το σκεφτείς, είναι και λίγο αστείο. Εως πάρα πολύ. Άκου να δεις τι εννοώ. Τις καθημερινές χοροπηδάς σαν πίθηκος μπροστά από την τηλεόραση και το φέισμπουκ, όλος δίψα για τα δρώμενα της χώρας ή της πρώην σου κι ύστερα λες, άντε να έρθει η παρασκευή να πιεις στο αγαπημένο σου καφέ το φρέντο σου, με το σκύλο ανάμεσα από τα πόδια, να ανταλάξεις απόψεις που δεν είναι ακριβώς απόψεις, ακριβείς αναμεταδόσεις αυτών που είδες στην τηλεόραση και στα μπλογκ τις προηγούμενες μέρες, είναι, ουφ λες, πέρασε κι αυτό κι ανυπομονείς για το βραδάκι, γιατί θα βάλεις το καλό σου τζιν και το καλό σου παλτό και θα πας για ποτό παρέα με τον φορτιστή σου, μα που να τσιμπήσεις γκόμενα, κοιτάς να ποζάρεις για το ίνσταγκραμ, προφίλ, να φαίνεται και το γένι που άφησες να μακρύνει ειδικά γιαυτήν την μέρα. Μετά, Μέγα Σάββατο, ξανά τα ίδια στο τετράγωνο και να, ξημέρωσε κι η Κυριακή, ελάτε παιδιά πάμε στο χωριό, όχι, όχι δεν είναι Πάσχα, εκλογές έχουμε και ορμάς να ψηφίσεις επειδή έτσι πρέπει, κι επειδή έτσι το έκανε ο πατέρας σου, κι επειδή είναι για το καλό του τόπου ή το δικό σου, κι επειδή έτσι έμαθες στο σχολειό. Ρίχνεις την ψήφο σου, υφησυχάζεις, το 'κανα το χρέος μου λες, και συνεχίζεις, απολαμβάνεις τα δικαιώματα ή τις κυρώσεις του να λέγεσαι πολίτης, μόνο και μόνο επειδή σηκώθηκες μια στάλα κι ύστερα ξανάκατσες πάλι, χαμένος στον κόσμο σου που βουλιάζει, όλο βουλιάζει όπως ακριβώς κι ο καναπές σου.
Ε, στο λέω κι άμα θέλεις, άκουσέ με. Τα μυαλά φτιάχνουν τους τόπους. Τα ίδια μυαλά, οι ίδιοι τόποι. Κι εδώ που τα λέμε, κανείς δεν θέλει στ'αλήθεια κάτι «άλλο». Γιατί όσο καλό κι να είναι αυτό το «άλλο», πάντα θα ξενίζει. Μπορεί να το ονειρεύεσαι, αλλά δεν το θέλεις πραγματικά. Ποτέ δεν το ήθελες. Σε βολεύει η στασιμότητα. Κι αν δεν σε βολεύει αυτή η στασιμότητα, τότε κοιτάς να βρεις μια άλλη που να σε βολεύει.
Γενικότητες, θα μου πεις. Μπορεί να 'χεις και δίκιο. Μη με ρωτάς όμως τι θα κάνουμε. Δεν ξέρω. Ξεκίνα από τα βασικά και βλέπουμε.