Ο περιορισμός της χρήσης λιγνίτη ζημιώνει την Ελλάδα | του ΠΑΝΤΕΛΗ Κ. ΚΑΡΑΛΕΥΘΕΡΗ*
Η θέσπιση κοινών στόχων περιορισμού των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, εξοικονόμησης ενέργειας και διείσδυσης των μονάδων παραγωγής
από ΑΠΕ, σημαίνουν διαφορετική επιβάρυνση για κάθε οικονομία. Το αποτύπωμα διοξειδίου του άνθρακα στην αφετηρία της όλης προσπάθειας για την ελληνική οικονομία ήταν σαφώς μεγαλύτερο από τις άλλες οικονομίες της Ε.Ε.
Είναι προφανές ότι η παραγόμενη πολιτική από την Ε.Ε. προκύπτει ως συνισταμένη και συμψηφισμός των εν πολλοίς αντίρροπων συμφερόντων των κρατών-μελών της και των ποικίλων πόλων επιρροής που προέρχονται από τον τεχνολογικό και επιχειρηματικό χώρο. Η αφετηρία για όλες τις εθνικές οικονομίες δεν είναι κοινή και η επιβάρυνση για τον εκσυγχρονισμό των τεχνολογικών μέσων και την αναδιανομή του παραγόμενου προϊόντος με ισότιμο τρόπο και ανταγωνιστικούς όρους αποδεικνύεται αναντίστοιχη.
Οι πολιτικές της Ε.Ε. για τον περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου αναιρούν σε σημαντικό βαθμό τα όποια ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα υπήρχαν μέχρι πρόσφατα μέσω της χρήσης του λιγνίτη. Η υποκατάσταση του λιγνίτη από άλλα καύσιμα ή τεχνολογίες δεν παρέχει τα ίδια πλεονεκτήματα:
Η μείωση της ανταγωνιστικότητας του λιγνίτη, καθιστά ελκυστικότερες τις εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από εισαγόμενο φυσικό αέριο. Οι λύσεις αυτές όμως συντελούν στην περαιτέρω επιδείνωση του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, στην ασταθή οικονομική περίοδο που διέρχεται η χώρα.
Το φυσικό αέριο ως καύσιμο για την ηλεκτροπαραγωγή είναι κατά κανόνα σημαντικά ακριβότερο από τον λιγνίτη. Επιπλέον, πρόκειται για εισαγόμενο καύσιμο (και μάλιστα από Χώρες εκτός Ε.Ε.) η παραγωγή και μεταφορά του οποίου έχει από μηδενική ως ελάχιστη προστιθέμενη αξία στην εθνική οικονομία. Η τιμή του φυσικού αερίου παρουσιάζει πολύ μεγάλη μεταβλητότητα, εφόσον πρόκειται για διεθνές χρηματιστηριακό προϊόν (commodity), σε αντίθεση με τον λιγνίτη. Πέραν των ανωτέρω, οι πρόσφατες γεωπολιτικές κρίσεις αναδεικνύουν την ενεργειακή εξάρτηση και τα θέματα ασφάλειας εφοδιασμού ως μείζον θέμα.
Οι σημερινές ώριμες τεχνολογίες παραγωγής από ΑΠΕ (κυρίως αιολικά και φωτοβολταϊκά) δεν μπορούν να υποστηρίξουν αδιάλειπτο εφοδιασμό, μπορούν να παρέχουν μόνο συμπληρωματική εξυπηρέτηση της ζήτησης και αυξάνουν σημαντικά το συνολικό κόστος λόγω υψηλών εγγυημένων τιμολογίων. Ως προς τη στάση των κρατών:
Τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. που υποστηρίζουν τη μεγιστοποίηση της διείσδυσης των ΑΠΕ και τον δραστικό περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, στηρίζονται είτε στη χρήση της πυρηνικής τεχνολογίας στην ηλεκτροπαραγωγή (Γαλλία, Βρετανία, Φινλανδία κ.λπ.), είτε στην εκμετάλλευση του άφθονου υδάτινου δυναμικού με το οποίο είναι εξαιρετικά προικισμένες από τη φύση, μέσω της υδροηλεκτρικής παραγωγής (Νορβηγία, Σουηδία).
Χώρες που στηρίζονταν στον άνθρακα έχουν αμφίσημες τοποθετήσεις (Γερμανία) ή διεκδικούν σθεναρά παραχωρήσεις και αναβολές στην υλοποίηση των μέτρων (Πολωνία).
Πρόσφατα ο πρωθυπουργός της Πολωνίας Eβα Κόπατζ, εκπροσωπώντας τις απόψεις οκτώ Kρατών-Mελών της Ε.Ε. (Βουλγαρία, Κύπρος, Κροατία, Λιθουανία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ρουμανία και Τσεχία), απέστειλε επιστολή στον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ, με την οποία εκφράζουν την αντίθεσή τους στην επίσπευση της λειτουργίας του Αποθεματικού Μηχανισμού των δικαιωμάτων εκπομπών (MSR – Market Stability Reserve), του οποίου η έναρξη λειτουργίας προγραμματιζόταν για το 2021, αλλά ήδη υπάρχουν εισηγήσεις και από την Επιτροπή Περιβάλλοντος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη νωρίτερη έναρξη λειτουργίας του. Ο Αποθεματικός Μηχανισμός προβλέπεται ότι θα παράσχει την ευχέρεια στην Ε.Ε. να ρυθμίζει τις ποσότητες των δικαιωμάτων εκπομπών που διατίθενται στις δημοπρασίες, με τρόπο ώστε να στηρίζει την προοδευτική άνοδο της τιμής τους. Η Ελλάδα αν και είναι η δεύτερη μεγαλύτερη λιγνιτοπαραγωγός χώρα της Ευρώπης, δεν συμμετέχει στον εν λόγω συνασπισμό.
Στις 19 Μαΐου 2015 οι κ. Μέρκελ και Ολάντ, ως ηγέτες της Γερμανίας και Γαλλίας αντίστοιχα, στο πλαίσιο διάσκεψης για την ανάπτυξη δράσεων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, εξέδωσαν κοινό ανακοινωθέν με το οποίο μεταξύ των άλλων ζητούν την ενίσχυση των αγοραστικών μηχανισμών μέσω των οποίων τιμολογούνται οι ρύποι που προέρχονται από τον άνθρακα, ώστε να δημιουργηθούν οικονομικά κίνητρα για τον μετασχηματισμό όλων των δραστηριοτήτων προκειμένου να επιτευχθούν χαμηλές εκπομπές των εν λόγω αέριων ρύπων. H πρώτη αντίδραση σε αυτήν την κατεύθυνση φάνηκε στις 26-28 Μαΐου στο συνέδριο Garbon-Expo της Βαρκελώνης όπου οι αναλυτές και οι ειδικοί από διάφορες εταιρείες επιβεβαίωσαν ότι οι τιμές θα ανέβουν σημαντικά λόγω της εφαρμογής του αποθεματικού μηχανισμού (MSR-Market Stability Reserve) και των περιβαλλοντικών στόχων της Ε.Ε. για το 2030 και 2050.
Οι ΗΠΑ και η Κίνα που είναι βασικοί ρυπαντές (το αποτύπωμα διοξειδίου καθεμιάς χωριστά είναι πολλαπλάσιο του αντίστοιχου μέσου όρου των κρατών μελών της Ε.Ε.) ανθίστανται σθεναρά στην υιοθέτηση σοβαρών μέτρων (πρόσφατα ανακοινώθηκε συμφωνία μεταξύ τους μεν, θα πρέπει να δούμε τι ακριβώς θα υλοποιηθεί δε), η δε Αυστραλία πρόσφατα κατήργησε την υποχρέωση απόκτησης δικαιωμάτων εκπομπών από τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις επικαλούμενη ανυπαρξία προβλήματος κλιματικής αλλαγής!
* Μέλος του Δ.Σ. ΔΕΗ Α.Ε. Εκπρόσωπος των Εργαζομένων