"Η ελεγεία των χρωμάτων του Gjergj Kola" | της Ολγας Ντελλα
Συναντώ τον Gjergj Kola από κοντά το 2011. Σ' ένα σπίτι σαν καταφύγιο, σχεδόν να ίπταται απάνω από την Κοζάνη. Μέσα και έξω από τον κόσμο της.
Να ζει ως ασκητής με τη συντροφιά σχεδόν μονάχα των χρωμάτων. Η οικογένειά του είναι στην Ιταλία. Το πατρικό του σπίτι στην Αλβανία. Εκείνος πηγαινοέρχεται μεταξύ των τριών πόλων. Με τα «μάτια της ψυχής», όπως το λέει ο Όμηρος, βρίσκεται πάντοτε αλλού. Του ζητώ δυο χέρια, για τα χέρια του Παπαδιαμάντη. Ένα εξώφυλλο δηλαδή. Στην πορεία νιώθω ότι μπορώ να του εμπιστευτώ και ένα παραμύθι. Ο Γιώργος το αγκαλιάζει με την ίδια αγάπη που κάποιος το γράφει. Το δουλεύει από την Ιταλία. Μιλάμε διαδικτυακά. Προχωράμε. Το παραμύθι τελειώνει. Το ίδιο και ο Παπαδιαμάντης.
Έρχεται η ώρα να προχωρήσει και αυτός σε κάτι ολότελα δικό του. Από χρόνια τον βασανίζουν οι θρύλοι του ομφάλιου τόπου, η ίδια δηλαδή η πατρίδα. Μια πατρίδα που διαρκώς τη βρίσκει και τη χάνει. Που διαρκώς αυτός εδώ και αυτή στην άλλη όχθη. Η ανάγκη του είναι επιτακτική, να επιστρέψει με κάποιο τρόπο κοντά της. Η γραφή ή η ζωγραφική υπήρξε πάντα ένας δρόμος για την επιστροφή. Ίσως πιο πραγματικός κι απ' τον πραγματικό.
Δοκιμάζει και δοκιμάζεται μέσα από λαδομπογιές και τη μελάνη. Δοκιμάζει το λόγο. Ζωγραφίζει και γράφει. Γράφει και ζωγραφίζει. Προκύπτουν οι ζωγραφικές παραστάσεις των τριών αλβανικών μύθων μαζί με το λόγο που τις συνοδεύει, να υπάρχουν ως το δικό του απόσταγμα της νοσταλγίας. Το αποτέλεσμα μέσα από αυτό το άλγος, είναι μια ελεγεία. η ελεγεία των χρωμάτων, ένα διαρκές πένθος που διαρκώς επιμηκύνεται, καθώς ο χρόνος τον διασχίζει αμείλικτος. Το ταξίδι του αυτό γύρω από μια πατρίδα που αδυνατεί πια να προσεγγίσει, πραγματώνεται πλέον μέσα σε ό,τι συνιστά την πατρίδα.
Μου ζητά μια μετάφραση στα ελληνικά, πλάι στα ιταλικά, τα ρώσικα και τα αγγλικά. Θέλει το κείμενό του να υπάρχει στη γλώσσα που τον συνόδεψε για περίπου 20 χρόνια. Παιδευόμαστε ένα καλοκαίρι. Το βιβλίο φτάνει στο τέλος του. Στην αρχή δηλαδή της αφής.
Κατά τη μετάφραση συναντώ όχι δίχως έκπληξη τις δικές μας παραλογές, τα αφηγηματικά ποιήματα της δημοτικής ποίησης που συνιστούν άλλωστε και τα παλαιότερα δημοτικά τραγούδια. Ο γενέθλιος χρόνος τους χάνεται μέσα στο Βυζάντιο. Ο γενέθλιος τόπος τους υπάρχει μέσα στα Βαλκάνια. «Το κάστρο του Ροζαφά» είναι ο πρώτος αλβανικός μύθος, η ελληνική παραλλαγή για την παραλογή «Του γιοφυριού της Άρτας».
Εδώ θα σταθώ λίγο. Το κάστρο του Ροζαφά βρίσκεται έως και σήμερα στην πόλη Σκόντρα στα βόρεια της Αλβανίας. Πάλεψαν να το στεριώσουν όπως και το γιοφύρι της Άρτας. Το στέριωσαν απάνω στη δύναμη μιας γυναίκας. Η Ελληνίδα καταράστηκε το χτίσιμό της, αλλά άλλαξε την κατάρα μην τύχει και διαβεί ο αδελφός της. Η Αλβανίδα δέχτηκε εθελουσίως το χτίσιμό της με τον μοναδικό όρο να τρανέψει ο γιος της και να διαφεντέψει τον τόπο. Διαβάζοντας την αλβανική παραλλαγή διαπιστώνω ότι το κάστρο αυτό το έχω περπατήσει ένα καλοκαίρι που διασχίζαμε την πατρίδα του Γιώργου. Θυμάμαι το κάστρο να στάζει από παντού. Θυμάμαι τη ροδιά απάνω στις πολεμίστρες του. Την αντάμωση των τριών ποταμών, Buna, Drini και Kiri, στα θεμέλιά του. Θυμάμαι κυρίως, το ξαναλέω, νερό να στάζει, να τρέχει από την κορφή του λόφου του και ως τις υπώρειες. Ανεβαίνοντας μουσκέψαμε. Κατεβαίνοντας το ίδιο. Όταν συναντήθηκα χάρη στον Γιώργο με το θρύλο που συνοδεύει αυτό το κάστρο, όλες οι απορίες λύθηκαν, αλλά και η συγκίνηση ήταν κάτι που με συνοδεύει ως και τα σήμερα. Σας διαβάζω το στερνό λόγο της γυναίκας, που υπάρχει και ως η μοναδική της παραμυθία:
«Αφού έτσι ήταν το γραφτό, έτσι θα γίνει, μόνο πρώτα αφήστε με να πω μια στερνή μου επιθυμία. Όταν θα με βάλετε στα θεμέλια του κάστρου, να μου αφήσετε έξω το δεξί μου μάτι, το δεξί μου χέρι, το δεξί μου στήθος και το δεξί μου πόδι, γιατί έχω μωρό παιδί και όταν θα κλαίει, με το ένα μου μάτι θα το βλέπω, με το ένα μου χέρι θα το χαϊδεύω, με το ένα μου πόδι την κούνια του θα κουνάω και με το στήθος μου θα το θηλάζω. Να γίνει τείχος το στήθος μου και το κάστρο να μείνει όρθιο και δυνατό, ο γιος μου να γίνει δυνατός σαν και αυτό και για πάντα να βασιλεύει».
Όταν το λόγο της τελείωσε, ο άντρας της την χάιδεψε στο κεφάλι, κοιτώντας την με αγάπη και τα τρία αδέλφια την πήραν και την έβαλαν μέσα στα θεμέλια του κάστρου, κάνοντας αυτό που εκείνη δέχτηκε με θάρρος. Μόλις εκτέλεσαν την επιθυμία της, ξανάρχισαν τη δουλειά τους και τα τείχη άρχισαν να σηκώνονται, οι πέτρες σταμάτησαν να σωριάζονται και το κάστρο δεν έπεσε ποτέ πια. Δευτερόλεπτα, λεπτά, ώρες, μέρες, ο ατέλειωτος χρόνος έχει περάσει, όμως και σήμερα ακόμα οι πέτρες στάζουν, συνεχίζοντας να τρέχουν, όπως τα δάκρυα της μάνας για το γιο της, που μεγάλωσε, πολέμησε και βασίλεψε, όπως εκείνη το ευχήθηκε».
Μου είπε ο Γιώργος πως μια άλλη παράδοση θέλει το νερό που τρέχει ακόμα, να' ναι το γάλα της μάνας που θηλάζει το μικρό παιδί. Όπως και να έχει, όταν το μεταφυσικό συναντά το φυσικό, όταν ανεβαίνεις ένα κάστρο σήμερα και νιώθεις μια άγνωστη και ανεξήγητη ροή από παντού να το τυλίγει, όταν γνωρίζεις πια το θρύλο που το συνοδεύει, δεν μπορείς παρά να σκύψεις το κεφάλι με ευγνωμοσύνη μέσα στα μυστήρια του παρελθόντος που εμφωλεύουν και διεκδικούν τη θέση τους μέσα στο παρόν.
Αν το χρώμα που επικρατεί στο θρύλο του Ροζαφά είναι το κόκκινο της γυναικείας μορφής, που θαρρώ ότι δεν παύει ο Κόλα να το υπογραμμίζει σε κάθε στιγμή, σα να θέλει να αγκαλιάσει τη γυναίκα με την τρυφερότητα που δεν έλαβε από τα επίγεια και με δέος απέναντι στην εθελούσια θυσία της, στο δεύτερο θρύλο, «τον όρκο του Κωνσταντίνου», που δεν είναι παρά η ελληνική παραλλαγή της παραλογής «Του νεκρού αδελφού», το χρώμα είναι μαύρο και μάλιστα το μαύρο του θανάτου που συνοδεύει τον Κωνσταντίνο όπου και όποτε εμφανίζεται.
Ένα βασικό κόκκινο, φωτεινό και δυνατό για τη γυναίκα του Ροζαφά, τόσο δυνατό όσο και η δύναμή της στη θυσία, τόσο φωτεινό όσο και η ίδια η ελπίδα για το γιο της. Αιματόχρωμο όπως και η ζωή που έδωσε. Ένα βασικό μαύρο, αραχνιασμένο όπως οι πόρτες του Άδη, που τις διασχίζει ο Κωνσταντίνος δίχως και να τις ξεπερνά, με την προϋπόθεση του χρόνου του ανακαλέματος και μέσα από την επιτακτική οδύνη που κουβαλά μια κατάρα. Ανεβαίνει στον Απάνω για τόσο όσο να ξεχρεώσει τον όρκο του προς τη μάνα. Να φέρει τη Ντοροτίνα, την αδελφή του, πίσω από τα ξένα. Είναι τυλιγμένος μέσα στο ανεπίστρεπτο του θανάτου. Είναι μια σκιά. Η σκιά αυτή ρίχνει το σκοτάδι της και στις επίλοιπες τραγικές μορφές, τη μάνα, την αδελφή του, να υπάρχουν ως αποχρώσεις του θανάτου επίσης. Σκιές ζωντανές, ακριβώς γιατί και οι ίδιες ετοιμάζονται να τον συναντήσουν στον Κάτω. Το μαύρο συνιστά προοικονομία της μοίρας τους. Η γυναίκα του Ροζαφά όμως γίνεται ένα πουλί. Το φτέρωμά της είναι πορφυρό. Βαδίζει προς την ελευθερία.
Τρίτος θρύλος είναι η ιστορία του ήρωα Gjergi Elez Alia -ο μόνος άλλωστε θρύλος με τη σφραγίδα του ομφάλιου τόπου. Η ανάγνωση προχωρά από τη συγκίνηση του λόγου των οικείων παραλογών στην κατάνυξη του ανοίκειου, που έχει να κάνει με έναν αλβανικό ήρωα και την αδελφή του. Ο Γιώργος Κόλα, όπως και στους άλλους θρύλους, υιοθέτησε τη δύναμη του κοινού λόγου, τον ίδιο το λόγο δηλαδή των απλών, καθημερινών ανθρώπων και τον ενσωμάτωσε στην αφήγηση, για να αποδώσει τον ηρωισμό του πολεμιστή αλλά και τα μετόπισθεν του ηρωισμού της καθημερινότητας της αδελφής του.
Οι δυο ήρωες είναι λουσμένοι στο φως. Το φως αυτό υπογραμμίζεται με την επιλογή του λευκού, ακόμα και όταν σέρνονται καθημαγμένοι μέσα στη μάχη και έπειτα στο εννιάχρονο κρεβάτι των πληγών ο Gjergj, στη μοναξιά της φροντίδας του και στην υπομονή των 9 αυτών χρόνων, η αδελφή του. Φαίνεται πως ο πόνος, η καρτερία, το μαρτύριο, η αγάπη δεν μπορεί παρά να αποδίδονται με τη δύναμη της αγνότητας ενός λευκού. Το λευκό στέκεται και από μόνο του. Οι δυο ήρωες χάνονται στο τέλος μέσα σ' αυτό.
Τον κοινό λόγο που διάλεξε για τη γραφή, υιοθέτησε ο Kola και στη ζωγραφική, κρατώντας την αμεσότητα και την απλότητα των μορφών ενός ναΐφ ζωγράφου, κάτι μεταξύ ζωγραφικής παιδιού ή και πρωτόγονου, μια φαινομενικά απλή παράσταση, σχεδόν αυτοδίδακτη, δίχως τίποτα το απλοϊκό εντούτοις. Ο Ισπανός ναΐφ Huan Miro είπε ότι "Χρειάστηκε να γεράσω, για να μάθω να ζωγραφίζω σαν παιδί". Ο Gjergj Kola φαίνεται ότι διαρκώς συνδιαλέγεται με τη ναΐφ οπτική, μην παύοντας να αντλεί από αυτή την αιωνόβια πηγή, από εκεί από όπου θα έπρεπε να αντλούν όλα τα έργα τέχνης, προκειμένου να δικαιολογούν την ύπαρξή τους. Από την ουσία του φυσικού, όπου αγγίζει το μεταφυσικό.
Η ναΐφ διάστασή του μας υποβάλλει με την αφοπλιστικότητά της. Υπάρχει όπως ένα παραδοσιακό παραμύθι. Γιατί ασφαλώς περί αυτού πρόκειται. Για τρία σκοτεινά παραμύθια όπως είναι άλλωστε οι παραλογές σε όλες τις παραδόσεις. Εδώ τον αφηγηματικό λόγο τον καταλαμβάνουν οι μορφές των προσώπων, το τραγικό προσδιορίζεται μέσα από τα χρώματα, η ποίηση στέκεται παντού, στις ρυτίδες, στο σκοτάδι, στο φως. Όλα ζουν την τραγικότητα και χρωματίζονται από αυτήν, τα δέντρα, τα πουλιά, τα ίδια τα νερά, ο ουρανός, ο ήλιος. Όλα δίνονται στην επιφάνεια της ουσίας. Αποκαλύπτονται και υπάρχουν δια γυμνού οφθαλμού. Όπως μια πληγή ανεπούλωτη, που ρέει αιωνόβια όπως την ίδια την ώρα του χτυπήματος, δίχως τίποτα και κανένας να μπορεί να σταματήσει την αιμορραγία. Αυτή είναι η ναΐφ ματιά του Κόλα. Το τραγικό εμφωλεύει στην καθημερινή ομορφιά. Αναδεικνύει την ομορφιά της ζωής μέσα από μια πληγή που δεν κλείνει. Όλα φιλτράρονται μέσα από το άλγος.
Οι ναΐφ, όχι οι αυτοδίδακτοι ασφαλώς, αλλά οι άλλοι, όπως ο Γιώργος, αποκαλούνται και «ζωγράφοι της άγιας καρδιάς». Η άγια καρδιά κινεί τα πινέλα, με την ανάσα της σχεδιάζει κανείς τις μορφές, με τα χρώματά της ζωγραφίζει τα δικά του συναισθήματα. Όπως άλλωστε έγραφε ο ζωγράφος και γλύπτης Μαρίνο Μαρίνι, «κάθε μου συναίσθημα είναι χρώμα». Το ίδιο και στον Kola. Κάθε χρώμα και συναίσθημα. Μέσα στο σκοτάδι το φως. Το κόκκινο με το μαύρο, η ελπίδα με την απελπισία, το τραγικό να επιβιώνει από γενιά σε γενιά. Τι διασώζεται; Η ίδια η καρδιά ενός νοσταλγού που χρωματίζει με την ελεγεία των χρωμάτων την ενδοχώρα της πατρίδας του. Την ίδια δηλαδή την ψυχή του.
Όλγα Ντέλλα