Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα | του Γιάννη Τζιουρά
αποτελεί σίγουρη συνταγή επιτυχίας, αναφέρει μεταξύ άλλων πως για να κατακτήσει κανείς την εξουσία υπάρχουν δύο προϋποθέσεις: η τύχη και η ικανότητα. Όμως ένας νέος ηγέτης προκειμένου να διατηρήσει την εξουσία και να επιβληθεί, αυτό που χρειάζεται πρωτίστως είναι η ικανότητα. Υπάρχουν λοιπόν τριών ειδών μυαλά, έλεγε ο Μακιαβέλι, σχετικά με τους ηγέτες. Το πρώτο είναι ικανό να κρίνει μόνο του. Το δεύτερο είναι ικανό να κρίνει την κρίση των άλλων ενώ το τρίτο δεν μπορεί να κρίνει ούτε από μόνο του αλλά ούτε αυτά που κρίνουν οι άλλοι. Το πρώτο είναι εξαιρετικό, το δεύτερο καλό και το τρίτο άχρηστο. Το ιδανικό για έναν ηγέτη είναι να διαθέτει το πρώτο είδος μυαλού ενώ και με το δεύτερο κάνει τη δουλειά του αφού όταν μπορεί να αναγνωρίζει το σωστό ή το λάθος των επιλογών των συνεργατών του και, αναλόγως, να επαινεί η να διορθώνει, κανείς από αυτούς δεν θα μπορεί να ελπίζει πως μπορεί να τον κοροϊδέψει. Οπότε αναγκαστικά θα είναι καλός και χρήσιμος ηγέτης. Απατώνται όμως όσοι νομίζουν πως οι καλοί ηγέτες οφείλουν την επιτυχία τους μόνο στις καλές συμβουλές του περιβάλλοντός τους. Ένα άχρηστο μυαλό, όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι σε θέση να αντιλαμβάνεται τις καλές συμβουλές των συνεργατών του.
Το βιβλίο όμως αναφέρει κι άλλους δύο τρόπους πέρα από την τύχη και την ικανότητα για να κατακτήσει κανείς την εξουσία: Το έγκλημα και τη δημαγωγία. Οι λαοί, έλεγε ο Μακιαβέλι, δεν έχουν σταθερά ιδανικά. Πιο εύκολα πείθονται από ένα δημαγωγό παρά κρατάνε σταθερά τα πιστεύω τους. Ακόμη, έγραφε ο Μακιαβέλι, οι περισσότεροι άνθρωποι συνηθίζουν να μιμούνται τις πράξεις των «επιτυχημένων» και να επιδιώκουν να τους μοιάσουν. Εννοείται, πως οι πράξεις τους πολύ λίγο μοιάζουν με εκείνες των προτύπων τους, για τον απλούστατο λόγο ότι η ικανότητά τους δεν έχει καμιά σχέση με την ικανότητα εκείνων. Είναι ζήτημα λοιπόν ικανοτήτων. Η ικανότητα είναι η πιο βασική μεταβλητή (αρετή) στην προσωπικότητα ενός ηγέτη. Από την ικανότητα κρίνονται σχεδόν τα πάντα. Η τύχη αντιθέτως, όπως και άλλοι παράγοντες, αποτελεί μεταβλητή που δεν μπορεί να ελεγχθεί, είναι άγνωστη τις περισσότερες φορές ενώ ακόμη και με καλή τύχη ένας ανίκανος ηγέτης είναι δυνατό να επιφέρει την απόλυτη καταστροφή.
Ο πρώην Πρωθυπουργός δημόσια δήλωσε λίγο πριν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος πως δεν είναι Πρωθυπουργός παντός καιρού. Αν η δήλωσή του αυτή δεν δικαιολογεί την παραίτησή του και ενδεχομένως εννοούσε κάτι άλλο, η αλήθεια είναι πως ο κ. Τσίπρας αποδείχθηκε πως δεν είχε τις απαραίτητες ικανότητες για το αξίωμα του Πρωθυπουργού. Και η μεγαλύτερη απόδειξη είναι η σημερινή κατάσταση της χώρας. Αν και ο κ. Τσίπρας ανελίχθηκε στην εξουσία μέσω του λαϊκισμού και της δημαγωγίας, δεν ήταν ο μόνος Πρωθυπουργός των τελευταίων ετών που χρησιμοποίησε αυτό το μέσο. Όμως το ζήτημα της έλλειψης βασικών γνώσεων κατέστησε, σε συνδυασμό με την αδυναμία του να κρίνει το σωστό και το λάθος των επιλογών των συνεργατών του, τον ίδιο επικίνδυνο. Προσωπικά πιστεύω πως είχε καλές προθέσεις, οι οποίες όμως δεν επαρκούν για μια αποτελεσματική διακυβέρνηση. Πρώτη φορά η χώρα είχε έναν Πρωθυπουργό, ιδιαίτερα μετά τη μεταπολίτευση, που άσκησε τόσο ριψοκίνδυνες πολιτικές. Εκείνοι που του καταλογίζουν έλλειψη εμπειρίας αγνοούν το γεγονός πως ένα καλό υπόβαθρο γνώσεων βοηθά καταλυτικά στην αντιμετώπιση όσων προβλημάτων προκύπτουν από την έλλειψη αυτή. Κάτι που ο κ. Τσίπρας δεν είχε αλλά και δεν έχει αποκτήσει ακόμη. Πολλοί σπεύδουν επίσης να πουν πως ο κ. Τσίπρας ήταν ένας άνθρωπος από «εμάς». Ήταν άραγε; Οι πολιτικές του ποιον ζημίωσαν τελικά; Το σίγουρο είναι πως ήταν ένας ηγέτης με μεγάλη άγνοια των κανονιστικών δομών μέσα στις οποίες όφειλε να δράσει. Τον ίδιο βαθμό άγνοιας είχαν και οι περισσότεροι από εκείνους που τον συνεπικουρούσαν, πολλούς από τους οποίους επέλεξε ο ίδιος. Λόγω ιδιοτήτων οι άνθρωποι αυτοί, ανέμενε κανείς πως είχαν γνώση των πραγμάτων. Για παράδειγμα ο κ. Βαρουφάκης, Καθηγητής πανεπιστημίου με διεθνή καριέρα, πολλές δημοσιεύσεις κτλ. Επίσης σπουδαίοι νομπελίστες οικονομολόγοι. Αναρωτιέται λοιπόν εύλογα κανείς πως είναι δυνατό να έχουν κάνει «λάθος» όλοι εκείνοι τους οποίους ο κ. Τσίπρας εμπιστεύτηκε, αλλά σε μια νύχτα «άδειασε» κάνοντας μια στροφή 180 μοιρών; Ο ίδιος δικαιολογεί τη στροφή του αυτή λέγοντας πριν μια εβδομάδα στον τηλεοπτικό σταθμό Alpha πως «Είμαι περήφανος που δεν οδήγησα τον ελληνικό λαό σε μια ανείπωτη οικονομική καταστροφή». Η καταστροφή ερχόταν έτσι κι αλλιώς και ο πρώην Πρωθυπουργός μετά από 7μηνη μάχη που έδωσε με την κυβέρνηση την απέτρεψε; Ή μήπως λόγω της πολιτικής που ασκήθηκε οδηγηθήκαμε στο χείλος της οικονομικής καταστροφής;
Κατά συνέπεια, και με βάση τα λεγόμενά του, οι σύμβουλοι τους οποίους επέλεξε και εμπιστεύτηκε για την εφαρμογή της «στρατηγικής» του (ή τη στρατηγική κάποιων άλλων), οδηγούσαν την Ελλάδα σε μια ανείπωτη οικονομική καταστροφή. Ποιος μη παρανοϊκός Πρωθυπουργός θέλει να οδηγήσει τη χώρα του σε μια ανείπωτη οικονομική καταστροφή; Κανένας. Άρα ο ίδιος αν δεν διαθέτει το τρίτο είδος μυαλού, τότε διαθέτει το δεύτερο μιας και κατάλαβε πως έπρεπε να κάνει πίσω την ώρα που η χώρα οδηγείτο στο χείλος του γκρεμού. Μας αρκεί τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή έστω αυτό το είδος του μυαλού; Επαρκούν οι ικανότητες του κ. Τσίπρα για να οδηγήσουν τελικά τη χώρα στην έξοδο από την κρίση, μια έξοδο την οποία τόσο πολύ και ο ίδιος επιθυμεί; Αποτελεί αποδεκτή παραδοχή παραιτούμενου Πρωθυπουργού το γεγονός πως οδηγούμασταν σε μια ανείπωτη οικονομική καταστροφή και η οποία απετράπη χάρη στην παρέμβαση ποιου; Του τότε Υπουργού Οικονομικών; Της κυβέρνησης; Της εξουσιοδότησης που του έδωσε το δημοψήφισμα; Με τίνος παρέμβαση σώθηκε η Ελλάδα; Μήπως με τη βοήθεια εκείνων των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που πήδηξαν με σωσίβιο από το καράβι προτού κατορθώσει ο κ. Τσίπρας με τη βοήθεια της αντιπολίτευσης να το γυρίσει σιγά-σιγά προλαβαίνοντας τη σύγκρουση;
Αν για κάτι διακρίνεται το έργο του Μακιαβέλι είναι η «αμφιλεγόμενη» προτροπή του προς το νεαρό Λορέντζο των Μεδίκων, του «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Την έννοια αυτή αναλύει στο έργο του, “Le Miroir Politique”, ο Guillaume de La Perriere, το οποίο και δημοσιεύτηκε λίγα χρόνια μετά τη δημοσίευση του “Il Principe” του Μακιαβέλι. Υπάρχει λοιπόν, έλεγε ο de La Perriere αναλύοντας το έργο του Μακιαβέλι, η ηθικότητα του σκοπού και η ηθικότητα του μέσου. Αυτή την «ηθικότητα» κατάλαβε εγκαίρως λόγω ικανοτήτων ο κ. Παπανδρέου το 2010, δίχως να οδηγήσει τη χώρα στα πρόθυρα της ανείπωτης οικονομικής καταστροφής και ξαπόστειλε όλους εκείνους τους συμβούλους, τους οποίους εμπιστεύτηκε μέχρι να ξαποστείλει ξανά ο κ. Τσίπρας το 2015. Η διαφορά στις ικανότητες των δύο ηγετών φαίνεται και μόνο από αυτό το γεγονός. Οι περισσότεροι αναγνώστες γνωρίζουν πως δεν στήριξα κατά τη διάρκεια της κρίσης το ΠΑΣΟΚ. Γνωρίζουν επίσης πως δεν στήριξα ούτε το ΣΥΡΙΖΑ μέχρι σήμερα. Απλά εδώ κάνω μια σύγκριση ηγετικών ικανοτήτων σε κρίσιμες στιγμές, δίχως να τρέφω προκαταλήψεις.
Αν αφήσω τις προκαταλήψεις να με διαβάλουν τότε δεν θα μπορούσα στην παρούσα φάση να στηρίξω τίποτα. Κανένα κόμμα. Ωστόσο η χώρα, πρωτίστως αυτή τη στιγμή, χρειάζεται μια βιώσιμη κυβέρνηση ικανότατων στελεχών -και ειδικά ενός ικανού Πρωθυπουργού- η οποία κυβέρνηση θα προσδώσει τη σταθερότητα πάνω στην οποία θα πρέπει να χτιστούν οι βάσεις για την ανοικοδόμηση της εμπιστοσύνης που έχουμε απολέσει από τον Μάιο του 2014. Στο περιβάλλον εμπιστοσύνης που πρέπει να διαμορφωθεί θα πρέπει να επισυμβούν παράλληλα τέτοιες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που ως σκοπό θα έχουν την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας και την εξυγίανση των δημοσιονομικών μεγεθών. Η απλή εφαρμογή του Μνημονίου και η μη αποτελεσματική αξιοποίηση των όποιων πόρων θα έχουμε στη διάθεσή μας (κυρίως μέσω του νέου ΕΣΠΑ και του επενδυτικού πακέτου Juncker) σύντομα θα οδηγήσει σε μια μόνιμη στασιμότητα που γρήγορα θα την ακολουθήσει μια ασταμάτητη κατρακύλα. Και τούτο θα επισυμβεί διότι το πρόγραμμα αυτό σε αντίθεση με τα προηγούμενα δύο είναι οπισθοβαρές! Πράγμα που σημαίνει, για να το πω απλά, πως η χρηματοδότηση εξαρτάται από το ρυθμό των συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων που θα επιτευχθούν και την αποτελεσματικότητά τους! Ταυτόχρονα τα χρήματα τα οποία έχουμε ανάγκη θα μας δοθούν εφόσον επιτευχθούν συγκεκριμένες ιδιωτικοποιήσεις και μεταρρυθμίσεις. Ακόμη και η όποια ελάφρυνση του χρέους μπορεί να προκύψει, αυτή θα είναι συνάρτηση των τελευταίων.
Για τους δανειστές μας οι πόροι που θα μας δώσουν είναι εξασφαλισμένοι (υποθηκευμένοι) εξ αρχής και μάλιστα θα δίδονται ανάλογα με την πρόοδο των ιδιωτικοποιήσεων και μεταρρυθμίσεων. Καμιά χρηματοδότηση δεν θα δίνεται προκαταβολικά. Θέλω να πω πως είναι με τέτοιο τρόπο δομημένο το νέο πρόγραμμα που να τους εξασφαλίζει εκ των προτέρων την αποπληρωμή των «δανεικών» (τα οποία ουσιαστικά είναι δικά μας χρήματα που θα προκύψουν από τις ιδιωτικοποιήσεις και τις μεταρρυθμίσεις). Τραπεζικά μιλώντας, γι’ αυτούς είναι ένα αδιάφορο deal λόγω του ότι δεν δανείστηκαν από τις αγορές για να μας δανείσουν αλλά μάζεψαν τα χρήματα από δω κι από εκεί. Οπότε όπως γίνεται εμφανές από τα παραπάνω, το πρόγραμμα δεν τους «κοστίζει» όσο θα «κοστίσει» σε μας, οικονομικά και πολιτικά μιλώντας, σε περίπτωση αποτυχίας ή επιτυχίας. Γι’ αυτό και δεν αντιδρούν καθόλου με τις εκλογές. Ακόμη κι αν βγει μια πολιτική δύναμη που θα αρνηθεί σε τελική ανάλυση να εφαρμόσει το πρόγραμμα αυτοί δεν είναι εκτεθειμένοι όπως κατά το παρελθόν. Ναι, αποφάσισαν με τη Δήλωση της 12ης Ιουλίου να μας σώσουν, εφόσον όμως... επιθυμούμε να σωθούμε. Αλλιώς έχουν κι άλλη εναλλακτική.
Ποια; Συζητιέται πλέον σοβαρά πιθανή αλλαγή των διατάξεων της ΣΛΕΕ που αφορούν τη συμμετοχή κρατών-μελών στην Ευρωζώνη. Με την αλλαγή αυτή μάλλον ανοίγει ο δρόμος για την έξοδό μας από το Ευρώ, σε πρώτη φάση, διότι ακόμη και με αλλαγή νομίσματος η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος θα παραμείνει και θα μας επιβάλλει κυρώσεις που θα μας αναγκάσουν να εγκαταλείψουμε και την Ε.Ε. σε δεύτερη φάση.
Κατά συνέπεια, αυτό που έχει ανάγκη η χώρα είναι μια κυβέρνηση ικανότατων στελεχών που θα διασφαλίσουν την ορθή εφαρμογή του προγράμματος, θα χαράξουν και θα εφαρμόσουν μια αναπτυξιακή στρατηγική βασισμένη στις άμεσες ξένες επενδύσεις, θα αναζητήσουν τρόπους για την αλλαγή εκείνων των μέτρων που η προηγούμενη κυβέρνηση λόγω αποτυχίας στην διαπραγματευτική της στρατηγική πρότεινε και ψήφισε την τελευταία στιγμή και που επιβαρύνουν δυσανάλογα τους πολίτες.
Μόνο με την προώθηση των ιδιωτικών επενδύσεων που είναι η μόνη ικανή δύναμη να χρηματοδοτήσει τις απαραίτητες κοινωνικές πολιτικές που έχει τόσο ανάγκη η κοινωνία θα καταπολεμηθεί η ανεργία και θα προκύψει ένα δημοσιονομικό αποτέλεσμα ικανό να μας ξαναβγάλει στις αγορές. Επιπλέον πειραματισμός ή κώλυμα λόγω ιδεοληψιών ή πελατειακών πρακτικών, σε σύντομο χρονικό διάστημα θα μας οδηγήσει εκτός Ευρώ και Ε.Ε.. Όσοι υποστηρίζουν ότι το ένα δεν επιφέρει το άλλο, αγνοούν και δεν μπορούν να καταλάβουν πως στην κατάσταση που βρισκόμαστε σήμερα το ένα επιφέρει αναγκαστικά και το άλλο. Μια έξοδος από το Ευρώ δεν θα μας οδηγούσε εκτός Ε.Ε. εάν είχαμε άλλες επιδόσεις στην οικονομία και άλλη δημοσιονομική κατάσταση (και χρέος). Τώρα μια έξοδος από το Ευρώ, τη διαδικασία για την οποία πιθανότατα θα θεσμοθετήσει η Ε.Ε. σύντομα, σημαίνει έξοδος και από την Ε.Ε. Μια ερμηνεία των Άρθρων 125, 126, παρ. 11 και 136, παρ. 3 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης πείθει ακόμη και τον πιο δύσπιστο.
Είναι πολλοί λοιπόν αυτοί που αισθάνονται το δίλλημα. Κυρίως εδώ αναφέρομαι σε κάθε προοδευτικό, δημοκρατικό και πραγματιστή ψηφοφόρο που βρίσκει τον εαυτό του αντιμέτωπο με το διακύβευμα των επόμενων εκλογών: Αν θα παραδώσει η γενιά του ένα ανεπτυγμένο κράτος στις επόμενες γενιές ή όχι. Κι αυτό είναι ένα πραγματικό δίλλημα αυτή τη φορά και όχι ένα ψευδοδίλλημα ή μια αυταπάτη. Οι επιλογές μας είναι δεδομένες, δυστυχώς. Επίσης δυστυχώς η ιστορία έκρινε πρόθυμα την απόσταση μεταξύ αυτών που ελέχθησαν και που συνέβησαν. Ο σκοπός λοιπόν αγιάζει τα μέσα.
- ο Γιάννης Τζιουράς είναι Διεθνολόγος- πολιτικός Επιστήμονας, και υπ. Δρ. Νομικής ΑΠΘ