Συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων: επιβεβλημένη πραγματικότητα για την αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης
Από τον προσεχή Σεπτέμβρη, με την αρχή της νέας σχολικής χρονιάς θα αρχίσουν, να εφαρμόζονται στα σχολεία Α/θμιας και Β/θμιας εκπαίδευσης της χώρας νέα προγράμματα σπουδών, νέες και σύγχρονες μέθοδοι διδασκαλίας (όπως ήδη ισχύουν στις χώρες με υψηλές εκπαιδευτικές επιδόσεις, όπως η Φινλανδία) που περιλαμβάνουν τη δημιουργία ομάδων εργασίας μέσα στην τάξη με
στόχο την ανάπτυξη κριτικού και ομαδικού πνεύματος, την ενθάρρυνση της συνεργασίας μεταξύ των μαθητών και των εκπαιδευτικών, την προσέγγιση των θεμάτων με διαθεματικό τρόπο, την αναμόρφωση ολόκληρου του προγράμματος σπουδών και του αναλυτικού προγράμματος και τη χρήση νέων τεχνολογιών στη διδασκαλία των μαθημάτων.
Στην Α/βάθμια Εκπαίδευση θα δοθεί έμφαση στις ξένες γλώσσες, την πληροφορική, τη μουσική και σε άλλες συμπληρωματικές δραστηριότητες, ώστε να είναι δυνατή η ολόπλευρη ανάπτυξη και εκπαίδευση των παιδιών μας και όχι η στείρα μάθηση και αποστήθιση γνώσεων. Στη Β/βάθμια εκπαίδευση το νέο σχολείο θα προωθεί τη διαθεματική προσέγγιση που σημαίνει ότι ένα συγκεκριμένο θέμα, π.χ. το νερό και η σημασία του στην ανθρώπινη ζωή, θα εξετάζεται όχι μόνο από την πλευρά των φυσικών επιστημών και της βιολογίας αλλά και της ιστορίας ( η σημασία του νερού στην εξέλιξη της ανθρωπότητας), της γεωγραφίας και άλλων. Οι μαθητές, από τον εκπαιδευτικό βοηθό και μέντορα στη μάθηση θα έχουν καθοδήγηση, συνεργασία, βιωματική μάθηση και όχι στείρα αποστήθιση. Τα σχέδια εργασίας για την ενθάρρυνση της έρευνας, την εργασία σε ομάδες με βασικό πυλώνα την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών και την αναζήτηση και αξιοποίηση πληροφοριών από το διαδίκτυο και άλλες βάσεις δεδομένων, ώστε να γίνει εφικτό το πέρασμα στο νέο ψηφιακό σχολείο.
Οι αλλαγές αυτές, δεν μπορεί παρά να συμβάλουν στην αναβάθμιση του επιπέδου της μόρφωσης που παίρνουν τα παιδιά μας στο σχολείο. Ακριβώς αυτό θα πρέπει να είναι το ζητούμενο για όλους, γονείς, μαθητές, εκπαιδευτικούς. Η ποιότητα της εκπαίδευσης των παιδιών μας.
Για να πετύχουν οι αλλαγές, χρειάζεται και επιβάλλεται να υπάρχει ένας ικανός αριθμός μαθητών ανά τμήμα, που μπορεί να κυμαίνεται από 25 έως 27 μαθητές, όπως τους υπολογίζει ο κος Γ. Μπαμπινιώτης (Καθηγητής γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθήνων, Πρόεδρος της φιλεκπαιδευτικής εταιρείας και πρώην πρύτανης του ΕΚΠΑ) ώστε να μπορούν να δημιουργηθούν ομάδες εργασίας μέσα στην τάξη και να επιτυγχάνεται η διακίνηση των γνώσεων μέσα στην τάξη από τους ίδιους τους μαθητές προσεγγίζοντας ίδια ή διαφορετικά θέματα με τον δικό τους τρόπο και έχοντας τον εκπαιδευτικό ως καθοδηγητή. Στους 25 μαθητές ανά τμήμα τους προσδιορίζει το Υπουργείο Παιδείας με τις σχετικές εγκυκλίους του.
Στην Ελλάδα όμως βλέπουμε να λειτουργούν ολόκληρες σχολικές μονάδες με 20, 30 και 40 μαθητές (!) πράγμα που σημαίνει ότι η κάθε τάξη λειτουργεί με 10 – 12 παιδιά και βέβαια ακολουθώντας τον παραδοσιακό τρόπο μάθησης.
Συνεπώς η συγχώνευση σχολικών μονάδων είναι επιβεβλημένη, όχι για οικονομικούς λόγους που στην σημερινή συγκυρία δεν μπορεί κανείς να μην τους λαμβάνει υπ' όψη, αλλά πρωτίστως για εκπαιδευτικούς και παιδαγωγικούς λόγους.
Προκύπτει εδώ το οξύμωρο θέμα: οι εμπλεκόμενοι (γονείς και μαθητές) θα έπρεπε να επιδιώκουν τη συγχώνευση/δημιουργία σχολικών μονάδων με ικανό αριθμό μαθητών, ώστε να πραγματοποιηθούν όλες οι παραπάνω δράσεις που θα συμβάλλουν στην αναβάθμιση της εκπαίδευσης και της μόρφωσης των παιδιών μας. Αντίθετα, βλέπουμε τον τελευταίο καιρό να υπάρχει μια μεγάλη αντίδραση στις επιδιωκόμενες αλλαγές. Ενσκήπτει λοιπόν εδώ το δίλημμα: μικρή ταλαιπωρία ορισμένων μαθητών στη μετακίνησή τους σε γειτονικά μέρη με καλύτερη εκπαίδευση ή μηδενική ταλαιπωρία με την υφιστάμενη εκπαίδευση, η οποία είναι γενικά παραδεκτό, ότι δεν ανταποκρίνεται στα επιθυμητά στάνταρτς; Το ερώτημα είναι μάλλον ρητορικό, αφού όλοι γενικά συμφωνούμε ότι η εκπαίδευση πρέπει να αλλάξει. Ότι η παρεχόμενη εκπαίδευση στην Ελλάδα δεν είναι αυτή που θα έπρεπε να είναι. Και πώς να είναι δηλαδή, με την ύπαρξη, το 2011, μονοθέσιων, διθέσιων ή και τριθέσιων δημοτικών σχολείων, όπου ένας δάσκαλος διδάσκει ταυτόχρονα όλα τα μαθήματα δύο ή περισσότερων τάξεων. Όπου δεν υπάρχουν οι ειδικότητες των ξένων γλωσσών, της αισθητικής αγωγής, της φυσικής αγωγής, της πληροφορικής κλπ. Όπου δεν μπορεί να λειτουργήσει ολοήμερο σχολείο. Όπου οι μαθητές διδάσκονται μαθήματα άλλης από αυτή που φοιτούν τάξης. Όπου οι μαθητές αυτοί, ξεκάθαρα, υστερούν σε σύγκριση με τους συμμαθητές τους των εξαθέσιων και πάνω δημοτικών σχολείων.
Και πώς να είναι δηλαδή, όταν λειτουργεί λύκειο με 45 μαθητές σε όλες τις τάξεις; Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Τσαριτσάνης το οποίο προτείνεται να συνενωθεί με το αντίστοιχο λύκειο της Ελασσόνας που βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής! Με περίπου 15 παιδιά σε κάθε τάξη για τις Α και Β' τάξεις και με 4-5 παιδιά σε κάθε κατεύθυνση στη Γ' τάξη!!! Αντίστοιχα παραδείγματα υπάρχουν και στο Νομό μας.
Είναι κατανοητές κάποιες ενστάσεις για ειδικούς λόγους: πολύ απομακρυσμένες περιοχές με δύσκολο οδικό δίκτυο. Είναι κατανοητές οι ενστάσεις των γονέων σχετικά με τη μετακίνηση και την ταλαιπωρία των παιδιών τους.
Δεν κατανοούμε όμως ενστάσεις που βασίζονται σε «ιστορικούς» λόγους, λόγους «επιτυχίας», λόγους «αυτοδιοικητικούς» και λόγους «ανάπτυξης» της περιοχής.
Ως γονέας, αν ήταν να επιλέξω για το παιδί μου μεταξύ του καλού σχολείου και του μέτριου σχολείου, θα επέλεγα κάθε φορά το καλό σχολείο τόσο στην Α/βάθμια όσο και στη Β/βάθμια εκπαίδευση, παρά τη μικρή ταλαιπωρία. Το ίδιο δεν θα έπρεπε να κάνουμε όλοι μας ζυγιάζοντας με νηφαλιότητα τα υπέρ και τα κατά της κάθε μας επιλογής;
Εκτός και ένα θεωρούμε ότι όλα είναι καλά και ότι δεν πρέπει να αλλάξει τίποτα...
Καθηγητή Β/θμιας Εκπαίδευσης*