Τι σημαίνει η απόφαση του Eurogroup για την Ελλάδα;
Εν ολίγοις…, γίνεται αναφορά στο κείμενο της Απόφασης σχετικά με την προετοιμασία των Θεσμών για ένα νέο, Τέταρτο στη σειρά, Μνημόνιο, ενώ δεσμευτήκαμε και για μία συμπληρωματικής φύσεως τεχνική
συμφωνία στο πλαίσιο του Τρίτου Μνημονίου (3+), η οποία συμφωνία θα προβλέπει και νέα μέτρα για την επίτευξη του στόχου για πλεόνασμα 3,5% το 2018. Αναφορικά με την από καιρού δέσμευση των δανειστών για την υλοποίηση της πρώτης από τις τρεις φάσεις ελάφρυνσης του χρέους, έπειτα από το κλείσιμο και της δεύτερης αξιολόγησης (κατά πάσα πιθανότητα το Γενάρη), αυτή αφενός αποτελεί δέσμευση από τον Νοέμβριο του 2012, δέσμευση η οποία επαναλήφθηκε τον Ιούλιο του 2015 αλλά και τον Μάιο του 2016, και αφετέρου η ελάφρυνση θα γίνει μακροπρόθεσμα, αναλόγως των συνθηκών, και κυρίως η επίπτωσή της στην οικονομία θα ξεκινήσει από το 2040 και έπειτα (έως το 2060).
Η φαινομενική «διαφωνία» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και του Eurogroup δυστυχώς δεν εμπόδισε τους ευρωπαίους δανειστές μας, να περάσουν τις θέσεις τους. Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση αποδέχθηκε το στόχο για πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ όχι μόνο για το 2018, αλλά και για τα επόμενα έτη (μεσοπρόθεσμα) δίχως να έχει συμφωνηθεί καν η χορήγηση δανείου! Απλά αναφέρεται στην Απόφαση πως το κλιμάκιο του ΔΝΤ (Βελκουλέσκου και άλλοι), θα εισηγηθεί στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ την έναρξη διαπραγματεύσεων για την υπογραφή ενός νέου Μνημονίου (το οποίο δεν αναφέρεται αν θα περιλαμβάνει και δάνειο- το ένα δεν συνεπάγεται το άλλο). Με λίγα λόγια, εκεί που αναμενόταν να γίνει μια μείωση του στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα κάτω του 3,5%, αποφασίστηκε να διατηρηθεί ο αριθμός στο 3,5% και για διάστημα μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος (“The Eurogroup recalled that the primary surplus target of 3,5% of GDP reached by 2018 should be maintained for the medium-term”).
Επίσης, για πρώτη φορά από το 2010, ελληνική κυβέρνηση δεσμεύεται για δημοσιονομική πειθαρχία μεγαλύτερη από εκείνη που επιτάσσει το Σύμφωνο Σταθερότητας και μάλιστα για διάστημα πέραν της λήξης του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Για να το πω πιο απλά, παρόλο που μπορεί να λήξει επιτυχώς το πρόγραμμα (το Μνημόνιο δηλαδή), εμείς δεσμευόμαστε από τώρα πως θα επιτυγχάνουμε υψηλά πλεονάσματα και μάλιστα μεγαλύτερα από εκείνα που επιτρέπεται να επιτυγχάνουν τα υπόλοιπα κράτη της Ευρωζώνης. Κι αυτό διότι οι δανειστές θέλουν να εξασφαλίσουν πως θα μπορούμε μακροπρόθεσμα να εξυπηρετούμε το χρέος μας. Άλλωστε γι αυτό και πιέζουν, προκειμένου να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση και να ξεκινήσει η εφαρμογή των μέτρων βελτίωσης του προφίλ του χρέους μας, να συσταθεί το Δ.Σ. του Υπερ-Ταμείου (δίνουν διορία μέχρι τέλος Γενάρη).
Η βελτίωση λοιπόν του προφίλ του χρέους μας, η οποία αναμένεται από τον Φλεβάρη του 2015, τότε δηλαδή που θα έληγε το Δεύτερο Πρόγραμμα, και η οποία είχε εξαγγελθεί με την Απόφαση του Eurogroup της 27ης Νοεμβρίου του 2012, περιλαμβάνει την μη αύξηση των επιτοκίων του δανείου που μας χορηγήθηκε το Νοέμβριο του 2012 για την τότε επαναγορά ομολόγων, την μετατροπή του επιτοκίου των σημερινών ομολόγων από κυμαινόμενα σε σταθερά (τα οποία επιτόκια σήμερα, αν και κυμαινόμενα είναι χαμηλότερα από την νέα τιμή που συμφωνήθηκε) και την επιμήκυνση της ωρίμανσης των δανείων του EFSF/ESM από τα 28 στα 32,5 έτη. Τι σημαίνουν αυτά; Πρώτον η μη αύξηση των επιτοκίων του δανείου του 2012 για την επαναγορά των ομολόγων θα βοηθήσει (ελάχιστα βέβαια) στην χαμηλότερη εξυπηρέτηση του χρέους στο μακρινό μέλλον. Δεύτερον, η μετατροπή του επιτοκίου από κυμαινόμενο στα σταθερό, βραχυπρόθεσμα θα δημιουργήσει πρόβλημα καθώς η νέα σταθερή τιμή είναι υψηλότερη της προηγούμενης, δηλαδή αυτής των κυμαινόμενων επιτοκίων. Αυτό από τη μια μπορεί να δημιουργήσει ζήτημα στην εξυπηρέτηση του χρέους, από την άλλη όμως μας διασφαλίζει ότι στο μέλλον, όταν «ξανα-τσιμπήσουν» τα επιτόκια της ΕΚΤ, δεν θα επηρεαστούμε από την αύξηση αυτή, η οποία θα μας δημιουργούσε ένα έξτρα κόστος στην εξυπηρέτηση του χρέους, το οποίο κόστος αν δεν υπήρχε η δυνατότητα να καλυφθεί δημοσιονομικά, θα χρειαζόταν να ενεργοποιηθεί ο περίφημος αυτόματος μηχανισμός δημοσιονομικής προσαρμογής («κόφτης») λόγω της αύξησης αυτής. Τέλος η μεγαλύτερη ωρίμανση, σημαίνει μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους, αλλά… σε 20 χρόνια και μετά, δηλαδή από το 2040 έως το 2060.
Μπορεί λοιπόν να διασφαλιστήκαμε για την ενεργοποίηση του «κόφτη» από εξωγενείς παράγοντες όπως είναι η αύξηση των επιτοκίων, αλλά συμφωνήσαμε αυτός ο «κόφτης» να διαρκέσει εις το διηνεκές, (δηλαδή για αόριστο προς το παρόν διάστημα) αφού από την ετοιμότητα του «κόφτη» εξαρτάται η συμμετοχή του ΔΝΤ στο νέο (και τέταρτο κατά σειρά) Μνημόνιο που θα συζητηθεί μετά το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης το Γενάρη.
Δύο χρόνια περίπου μετά τα γεγονότα του 2014, και του περίφημου «mail Χαρδούβελη», η χώρα ετοιμάζεται α) για τη σύναψη ενός ακόμη Μνημονίου, β) για τη λήψη μέτρων ύψους 2,6 δις Ευρώ το 2017 (από 1,54 δις Ευρώ που ήταν το 2016) και αντίστοιχα 3,3 δις Ευρώ για το 2018, προκειμένου να «πιάσει» τους στόχους που κατόρθωσαν να περάσουν οι Ευρωπαίοι δανειστές μας για πλεονάσματα 1,75 % το 2017 και 3,5% το 2018, ενώ γ) συναρτά τη συμμετοχή του ΔΝΤ με την ύπαρξη του «κόφτη» προκειμένου να ικανοποιηθεί το Ταμείο ως προς τις εύλογες αμφιβολίες του (βάσει της τελευταίας Έκθεσης Βιωσιμότητας του Χρέους). Οι αμφιβολίες αυτές, που αποτέλεσαν και το φαινομενικό «σημείο τριβής» μεταξύ του ΔΝΤ και του Eurogroup, πως το χρέος δεν είναι βιώσιμο, αντλούν την επιχειρηματολογία τους από το γεγονός πως η χώρα μας δεν θα κατορθώσει, σύμφωνα με τους με τους ρυθμούς ανάπτυξης που προβλέπονται και δεδομένης της κωλυσιεργίας που παρατηρείται στις ιδιωτικοποιήσεις, να επιτυγχάνει πλεονάσματα της τάξης του 3,5% για τα έτη 2018+.
Σε κάθε περίπτωση, κι εδώ εκφράζω προσωπική άποψη η κατάσταση είναι δραματική. Ενώ άλλες χώρες της Ευρωζώνης κατόρθωσαν να βγουν στις αγορές μετά από 3 περίπου χρόνια εφαρμόζοντας τα ίδια προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, εμείς μετράμε ήδη 7 χρόνια και φαίνεται πια ξεκάθαρα πως και η επόμενη 7ετία θα είναι ακόμη δυσκολότερη. Οι αριθμοί μιλούν μόνοι τους. Σκεφτείτε απλά πως από το νέο έτος θα πρέπει να αυξηθούν στο διπλάσιο (και τριπλάσιο στη συνέχεια) τα νέα μέτρα, ενώ δεν διαφαίνεται η διάθεση να καλυφθούν αυτά τα ποσά από ιδιωτικοποιήσεις παρά μόνο από αύξηση των εσόδων (δηλαδή φορολογία) και ίσως μείωση των δαπανών (π.χ. μισθοί και συντάξεις). Και για να μην δημιουργούνται αμφιβολίες, οι θεσμοί στην Απόφαση του Eurogroup δεν αναφέρουν καν πως η λήψη των νέων μέτρων θα πρέπει να αφορά μισθούς, συντάξεις ή αύξηση φόρων. Αντιθέτως αναφέρεται ρητώς πως θα πρέπει να ολοκληρωθούν οι μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά, στο να ανοίξουν τα κλειστά επαγγέλματα και στο να αρθούν οι περιορισμοί για επενδύσεις στη χώρα μας. Τέλος εξαρτούν το επιτυχές κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης από τη συγκρότηση και λειτουργία του Δ.Σ. της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας, δηλαδή του Υπερ-Ταμείου. Γιατί από αυτό εξαρτάται κατά κυριολεξία η χρηματοδότηση του Τρίτου Μνημονίου, από την ταχύτητα των ιδιωτικοποιήσεων.
- ο Γιάννης Τζιουράς είναι Διεθνολόγος- Πολιτικός Επιστήμονας και υπ. Δρ. Νομικής ΑΠΘ