Ο Μανώλης Γλέζος στην Κοζάνη. Και τι μ' αυτό;
Του Β.Π.Καραγιάννη
Οπως όλοι οι ματαιόδοξοι της σήμερον διατηρώ στον κόσμο της μπλοκόσφαιρας (εκεί άλλωστε διεξάγεται πλέον ο μόνος δημόσιος, αδέσμευτος, κι ελεύθερος –ακόμα κι από ανελεύθερους κι ανεγκέφαλους- διάλογος) ένα οιονεί ηλεκτρονικό περιοδικό (δε μου φτάνει η έντυπη Παρέμβαση 25+2 χρόνια τώρα) στο οποίο αναρτώ (σποραδικά) τις αδολεσχίες μου επί το πλείστον· άλλοτε τις επιθυμίες κι άλλοτε πάλι της πικρολογίες μου.
Ετσι στην είδηση «Ο Μανώλης Γλέζος στην Κοζάνη» συμπλήρωσε η, ας πούμε, «εξυπνάδα» μου τη φράση:
- Και τι μ' αυτό;
Το «Και τι μ' αυτό» είναι μια αφοπλιστική κοινή έκφραση που διαλύει εν επιγνώσει κάθε σοβαρότητα και σοβαροφάνεια, όμως έχει και μιαν υψηλή ποιητική αξία μετά την χρησιμοποίησή της από τον μέγιστο ποιητή Ο. Μ. Γέητς στο ομότιτλο ποίημά του με το οποίο κατέλυε και κονιορτοποιούσε κάθε παραλλαγή της ανθρώπινης ματαιότητας που είτε μας συνέχει είτε μας συντρέχει.
- Και τι μ' αυτό το λοιπόν που ο Μ. Γλέζος είναι στην Κοζάνη;
Για ένα και μόνο λόγο αυτό αποτελεί είδηση αλλά και σημαντική πράξη. Στους καιρούς της πλήρους ευτέλειας των πολιτικών προσώπων κι ευτελισμού των ιδεών ένα πρόσωπο πέρασε μέσα από τη φωτιά των παθών, των λαθών από τις λόξες και τις δόξες του τόπου, των φανερών και αφανών σημείων και τεράτων της, στις συνειδήσεις των απλών αθρώπων κι όχι των ασήμαντων της πρώτης γραμμής (αυτοί ούτως ή άλλως στο θέατρο των εαυτών σκιών τους πρωταγωνιστούν) ως ένα εντελώς καθαρό και απαστράπτων πρόσωπο το οποίο, διακρίνεται όπως αδάμας εις ρύγχος χοίρου, της τρέχουσας εισπρακτικής χρημάτων και θέσεων πολιτικής μας διαχείρισης. Αυτός ο επώνυμος άρχων, με την αρχαιοελληνική έννοια του αριστοκράτη των υψηλών ιδανικών, της σκέψης και των αυτοθυσιαστικών πράξεων, είναι ενώπιόν μας κι αυτό το πράγμα αποκτά από μόνο του μιαν αξία χρήσεως, προτροπή για στοχασμό ή αναστοχασμό πάνω στην προσωπική μας και τη γενικότερη ιστορία.
Ο Μ.Γλ. έχει πλέον την έξωθεν καλή μαρτυρία ακόμα και προς αγιοποίησίν του, αλλά σ' εκείνη την αιρετική εκκλησία στην οποία θέση έχουν μόνον οι απροσκύνητοι μάρτυρες της ατομικής και συλλογικής ελευθερίας αλλά και οι αντίπαλοι κάθε σκοταδισμού και ολοκληρωτισμού.
Εσχάτως ακούγεται με έμφαση πως κάποιοι αράγιστοι στην μονολιθικότητα, άρα και στην στασιμότητά τους, ιδεολογικοί μηχανισμοί, με βαρύηχα πορίσματα και πολυσέλιδες μελέτες αποκαθιστούν, στο μικρόκοσμό τους βέβαια, -σε λίγο θα αγιοποιήσουν και θα λατρεύουν ορισμένως - τον Στάλιν, τον Ζαχαριάδη, το Βελουχιώτη κ.λπ. Επί του θέματος και εντελώς προσωπικά, κάτι μας τρέχει στα γύφτικα. Από την άλλη πάλι στο ΥΓ του ο Μ. Αναγνωστάκης μας θυμίζει: «Και πως να τον πεις κάθαρμα όταν έχει κάτσει 20 χρόνια φυλακή»; Για τις ιδέες του συμπληρώνω. Σχιζοφρενία ιδεολογική, ελληνοφρένια κανονική ή οι ψυχίατροι έχουν τις απαντήσεις. Ισως κι ο κ. Λαζόπουλος πλέον.
Μ' αυτούς κυρίως, τις συνέχειές τους, τις παραλλαγές ή εξαλλαγές τους λίγο ή πολύ υπήρξε στην αυτή θεωρητική ομίχλη και πρακτική καταιγίδα ο Μ.Γλ. άλλοτε· αλλά ο καθένας τους άφησε το δικό του αποτύπωμα στην ιστορία. Το αποτύπωμα του Μ. Γλ. χαράχτηκε στην παλάμη του απλού λαού. Γι αυτό και μπορεί ο κάθε ένας να του σφίξει το χέρι και να νιώσει ζεστά.
Πως μπορείς να σκιαγραφήσεις έναν ήρωα στην εντελώς αντιηρωική μας εποχή. Με τον ίδιο τρόπο που κάνεις το σχέδιο με μολύβι ενός ταπεινού αγίου, ακόμα στον καιρό μας κατά τον οποίο άγιοι ανακηρύσσονται με τη ζητεία θαυμάτων, καλή ώρα όπως κάνουν οι οπαδοί του πριν Πολωνού πάπα, οι οποίοι αναζητούν ίχνη θαυμάτων του για να τον καταχωρίσουν αμετάκλητα στις ατέλειωτες ουρές που συνωστίζονται ενώπιον του αγίου Πέτρου. Οι παλιοί ζωγράφοι νήστευαν, προσευχόταν μεταλάβαιναν κι άρχιζαν.
Ετσι μια αμηχανία με περιέχει τώρα καθώς μιλώ για έναν άνθρωπο, είμαι και δίπλα του, για τον οποίο μίλησε η ανθρωπότητα. Μ. Γλ. διέπραξε το θαύμα του εν ζωή εγκαίρως κι ανιδιοτελώς τον καιρό της κατοχής, όταν την ελληνική σημαία την οποία τυλίχτηκε ο στρατιώτης της φρουράς της Ακρόπολης και ρίχτηκε στο βάραθρο για να μην την αφήσει στους κατακτητές, την πήρε αυτός με τον σύντροφό του, την σήκωσαν, την ανέβασαν και πάλι, για λίγο, αλλά τόσο κρίσιμα και συμβολικά για την αξιοπρέπεια του Ελληνα εκείνου του καιρού. Επαναλαμβάνω για να το καταλάβω κι εγώ καλύτερα, «για τον Ελληνα εκείνου του καιρού» και όχι για το υβρίδιο Νεοέλληνα του σήμερα.
Ας σταματήσω εδώ τις υπερβολές (σε λίγο κινδυνεύω να αναλυθώ σε λυγμούς) για τις οποίες δεν αλλάζω ούτε ένα κόμμα τους, κι ας προσγειωθώ στο ρεαλιστικό της επίγειας δημιουργικής ύπαρξης του Μ. Γλ. Ποιό είναι το έργο ζωής του; Αυτό που κυκλοφόρησε σε δύο τόμους κι έχει σχέση με την Εθνική Αντίσταση 1940-1945 ή το βιβλίο καθ' αυτό της ζωής του που είναι γραμμένο σ' όλο το σώμα της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Σώμα γεμάτο φλύκταινες στις οποίες κατά περίοδο ανθούσαν και ωραίες καταστάσεις για να διαλυθούν σχεδόν νομοτελειακά, ότι αυτή είναι η μοίρα του σισύφειου τρόπου μας. Ας υπερβάλω ακόμα λίγο. Αν το «Αξιον εστί» του Ελύτη έπρεπε να σηματοδοτήσει ένα πρόσωπο μου 'ρχεται αβίαστα να πω πως ταιριάζει αυτό του Μ.Γλ.
Κάπως αυθαίρετα και παρορμητικά στο πέρασμά του προς το Βελβεντό, την ανυπόταχτη στον Καλλικράτειο κόσμο και υπόκοσμο, αυτόνομη κοινότητα, τον καλέσαμε να μας μιλήσει για το βιβλίο που κυκλοφόρησε σε δύο μεγάλους τόμους από τις εκδόσεις Στοχαστής, opera magnus θα το ονόμαζαν οι λατινο-βυζαντινότροποι. Αλλά κυρίως για το βιβλίο της ζωής του προφανώς θέλουμε ν' ακούσουμε, από πρώτο χέρι μέσα στο οποίο το δίτομο έργο είναι ένα μέρος του, ίσως από τα πιο φωτεινά γι' αυτόν αλλά και για ό,τι διεξέρχεται. Να μας μιλήσει, ο συγγραφέας φυσικά και για το μεγάλο βιβλίο του- μια θημωνιά παλιού καιρού με τα πεπραγμένα, διαπραγμένα και διασπαραγμένα στη συνέχεια, της Εθνικής Αντίστασης. Εργο πολυσχιδές, εμβληματικό για την εποχή με τόσα αναλυτικά στοιχεία που τα χάνεις μπροστά στις λεπτομέρειες αλλά και τη συντακτική τους ευταξία. Μαρτυρίες, μαρτύρια, αγώνες, εκτελέσεις, ολοκαυτώματα, παλικαριές, μάχες, πρόσωπα, τόποι, κόμματα, άνθρωποι γενναίοι και προδότες, όλα αυτά κι άλλα τόσα να συνθέτουν με όρους μουσικούς μια άλλη «Συμφωνία της λεβεντιάς» του Μανώλη Καλομοίρη, το μεγαλειώδες ορατόριο της Εθνικής Αντίστασης τώρα. Τον δεύτερο αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία που δεν νοείται χωρίς εμφύλιους. Το δείχνει άλλωστε και το '21.
Δεν μπορώ να διατρέξω τα δύο βιβλία, μόνο αρπαχτές αναγνωστικές έκανα. Στέκομαι λίγο σε ό,τι αναφέρεται στον τόπο και την περιοχή μας κι εντελώς ενδεικτικά στις κοινότοπες πλέον αναφορές όπως είναι για τον Μητροπολίτη Ιωακείμ, τον αρχιμανδρίτη Ιωακείμ Λιούλια, ένα μάρτυρα πραγματικό που θα άξιζε η εκκλησία των δεσποτάδων κι αρχιεπισκόπων να τον αγιοποιήσει χωρίς να ψάχνουν για θαύματα αφού και μόνον το μαρτύριο υπέρ του έθνους τον κατατάσσει στη χορεία των αθανάτων. Τον Φαρδύκαμπο, ίσως την σημαντικότερη κατά μέτωπο μάχη της Αντίστασης με τους 600 αιχμαλώτους· τα ολοκαυτώματα πόλεων και περιοχών όπως των Σερβίων, την εκτέλεση των 44 στην θέση Παναγία της Κοζάνης κι άλλα κι αλίμονο και δυστυχώς.
Ο τόπος μας είχε το προνόμιο να ζήσει το πρώτο Ολοκαύτωμα στην Ελλάδα. Στο Μεσόβουνο στις 23/10/1941 εκτελούν 165 άνδρες από 16 έως 80 χρόνων. Το 1943 οι Γερμανοί ξανάρχονται κι εκτελούν 250 άνδρες. Ο δολοφόνος όπως κι ο ταχυδρόμος χτυπά δύο φορές. Γράφει περί αυτού ο ποιητής Θανάσης Μαρκόπουλος ένα εξαίρετο επιτύμβιο που θα μπορούσε να γραφτεί στο μνημείο αν είχαμε αυτοδιοίκηση στοιχειωδώς εγγράμματη.
Σωσίβιο μνήμης 1944
Πάντα είχα την περιέργεια να μάθω
πως αντέδρασε
ο αγαθός εκείνος βαρκάρης του Αχέροντα
όταν είδε να φτάνουν στην προκυμαία
τα λεωφορεία
με τους τρακόσους τόσους εκτελεσμένους
του Μεσόβουνου.
Το 1943 στις 17 Ιουλίου στη γενική απεργία και το συλλαλητήριο στη Κοζάνη οι Γερμανοί υποχρεώσαν στις11 π.μ. ένα-ένα τα καταστήματα ν' ανοίξουν
Στις εκτελέσεις πολιτών στην Κοζάνη έχουμε μια ασυνήθιστη αγριότητα. Στις 27 Ιουνίου 1943 ένα γέροντα τον έγδαραν ζωντανό (όχι δεν τον έφαγαν κιόλας οι ανθρωπόμορφοι).
Στο Βελβεντό στις 26 Οκτωβρίου 1943 συνέλαβαν 3 νέους τους ξάπλωσαν δεμένους στο δρόμο και τους έλιωσαν περνώντας με τα αυτοκίνητα τους πάνω από τα κορμιά τους
Ηρωας και άγιος είναι δύο έννοιες και συμπεριφορές που κινούνται στο επίπεδο του ιδεατού πρωτίστως αφού βιώνουν στο είναι τους κάτι που υπερβαίνει τα εσκαμμένα της ύπαρξης της μικρής κι ασήμαντης υπόστασης ως όντα με ιδέες που ζούνε πολεμόντα κι όχι βοϊδόντα μοιραία κι άβουλα σε κάθε ζυγό τους και ιδίως τώρα στον εσωτερικό ζυγό που είναι κι ο χειρότερος.
Ο πολιτικός Μ. Γλέζος είναι γνωστός όσο σχεδόν κι ο Κολοκοτρώνης. Επομένως κάθε αναφορά σ' αυτή του την πτυχή πλεονάζει αφόρητα. Είναι όμως ένας διανοούμενος, ένας συγγραφέας που έζησε μες στα βιβλία και στα γράμματα με βιβλιοπωλεία, εκδόσεις, περιοδικά. Ενα από τα τελευταία βιβλία του είναι και το εντελώς δροσερό και συναρπαστικό συνάμα με τον τίτλο: «Υδωρ, Αύρα, Νερό». Σ' αυτό αντλεί από τις τρεις λέξεις όλες τις σημασίες τους στη διαδρομή τους στο χρόνο και στα παράγωγά τους. Ενα λεκτικό πανηγύρι γύρω από το νερό, ένα ποτάμι καθαρών λέξεων και ακόμα πιο καθαρών νοημάτων που η ανάγνωση τους αποσπασματική ή ενδελεχής, σου φέρνει δίψα υγιεινή, πραγματική, υλική. Ενα βιβλίο που δεν διαβάζω απλά αλλά χαϊδεύω με όσες αισθήσεις μου το μπορούν. Σταματώ στη λέξη φρέαρ με την οποία έρχονται στη μνήμη τα αρτεσιανά της Π. Διαθήκης του Ιακώβ και της Σαμαρείτιδος. Στο τοπικό ιδίωμα το φρέαρ λέγεται αρβανίκος. Σ' έναν αρβανίκο ενός παλιού σπιτιού της πόλεως, ενός εξ ίσου παλιού και γνωστού αριστερού, του Βασίλη Κουτλιά, πριν μερικά χρόνια ανέσυραν οι κόρες του 2-3 πλαστικά σακιά με χύδην πατικομένες εφημερίδες· ήταν φύλλα της προδικτατορικής ΑΥΓΗΣ, από το φόβο της χούντας εκεί κρυμμένες. Οχι κατεστραμμένες όπως θα ήταν εύκολο και θεμιτό. Τα ιδεολογικά φετίχ ή «Τα μόνα διασωθέντα της πίστεως κειμήλια» για να θυμηθούμε τον ποιητή Αντώνη Κάλφα από την Κατερίνη. Μου παρέδωσαν τα σακιά προς διάσωσιν· σιδέρωσα τα φύλλα και τις φυλλομετρώ κατά καιρούς χωρίς ιδιαίτερη συγκίνηση ότι ο χρόνος είναι πολύς και οι μνήμες μου ελάχιστες έως καμία, εκείνης της περιόδου. Ομως όταν σ' αυτές βλέπω στο όνομα του εκδότη ή του διευθυντή το Μ. Γλέζος, αισθάνομαι μια αύρα αναγεννητικού εκπολιτισμού της σκέψης και πράξης. Ενας συναισθηματισμός που ξεπερνά τα όρια της πολιτικής και προσεγγίζει σ' αυτά της αισθητικής με κατακλύζει.
Με την εύκαιρα ξαναβρήκα ένα δεμένο τόμο του περιοδικού με τον τίτλο αρχικά «74» και μετά το «75» που εξέδιδε ο Μ. Γλ. αμέσως μετά την μεταπολίτευση και μέρα τη μέρα, μήνα το μήνα, χρόνο το χρόνο περπατούσε κι αυτός από τους χώρους της πολιτισμένης αριστεράς τότε, τα μικρά βήματα της στερέωσης της δημοκρατίας αλλά προσδοκώντας και μια κοινωνική απελευθέρωση. Αυτήν κάποτε ήρθε κιόλας ή νόμιζαν πως ήρθε ή μας την έφεραν που λεν από παντού και σιγάθεν, αλλά πάντα γλιστερά , είμαστε ήδη στο 2011 και στην πανθομολογούμενη απώλεια κάθε μέτρου κι ελέγχου της και φτάσαμε στον πάτο της κανονικά.
Ξανά πάλι απ' την αρχή.
Οι ήρωες τα άπαρτα βουνά απ' αυτά που ερχόταν ο απόηχος του τραγουδιού «Λευτεριά πανώρια κόρη κατεβαίνει από τα όρη» σήμερα είναι αυτοί της καθημερινότητας κι έρχονται από τις πόλεις, τις πλατείες, τους δρόμος και «στα σκοτεινά πηγαίνουν στα σκοτεινά προχωρούν».
Εδώ είμαστε πάλι. Οι άνθρωποι και τα σύμβολα υπάρχουν άφθαρτα κι άχρονα για μιμήσεις πράξεων σπουδαίων και τέλειων.
Το σημερινό όνομα κι ο άνθρωπος διέσχισε το χρόνο και με τη θεσπέσια αύρα που αποπνέει έγινε ένα από τα πιο αγαπητά κι ελκυστικά στην νεοελληνική μας, θλιβερή πλέον, πραγματικότητα.
ΕΥΤΥΧΩΣ που υπάρχουν ακόμα.
Εισήγηση που διαβάστηκε στο Λαογραφικό Μουσείο Κοζάνης την Παρασκευή 20 Μαΐου 2011