Ανοιχτές, αλληλέγγυες πόλεις και “νέα” τρομοκρατία |του Χάρη Κουζιάκη
Στις 18 Φεβρουαρίου 2017 πραγματοποιήθηκε στην Βαρκελώνη μια μεγαλειώδης πορεία περίπου 300.000 πολιτών με οργανώτρια μια ανεξάρτητη συλλογικότητα πολιτών και στόχο να κάνει γνωστή την διάθεση για αλληλεγγύη και στήριξη στους
εγκλωβισμένους πρόσφυγες στα hot spot της Λέσβου, της Χίου, της Λαμπεντούζα, στους καταυλισμούς της Τουρκίας και αλλού. Στην πορεία συμμετείχαν απλοί πολίτες, η εκκλησία, συνδικάτα, συλλογικότητες, κόμματα (εκτός από το Λαϊκό κόμμα του Μ. Ραχόι) με επικεφαλής την εμβληματική ακτιβίστρια, δήμαρχο της πόλης Άντα Κολάου. Η προσφερόμενη στήριξη στους πρόσφυγες δεν ήταν ούτε θεωρητική ούτε προσχηματική. Οι διαδηλωτές ζητούσαν από την κυβέρνησή τους αλλά και από όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να κάνουν πράξη τις δεσμεύσεις τους και να φιλοξενήσουν πρόσφυγες αναλογικά με τον πληθυσμό και τις δυνατότητες της κάθε χώρας και προσέφεραν γι αυτό οργανωμένες δομές φιλοξενίας που ήδη υπήρχαν έτοιμες στην Βαρκελώνη.
Όπως δήλωσε η Άντα Κολάου «σε μια Ευρώπη γεμάτη αβεβαιότητα, όπου η ξενοφοβία βρίσκεται σε άνοδο, η Βαρκελώνη είναι και πάλι, όπως και στο παρελθόν, όχι μόνο η πρωτεύουσα της Καταλονίας, αλλά και της αλληλεγγύης, της υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ειρήνης», και αυτό γιατί πέρα από τη μακρά παράδοση κοινωνικών αγώνων της πόλης, το ζωντανό της κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης αλλά και τις πολυποίκιλες και δραστήριες δομές αλληλεγγύης, ήταν η πρώτη πόλη που το 2015 διοργάνωσε σύσκεψη μεταξύ των δημάρχων Βαρκελώνης, Παρισιού, Λαμπεντούζα και Μυτιλήνης υπέρ της φιλοξενίας προσφύγων σε όλη την Ευρώπη δημιουργώντας ένα δίκτυο υποστήριξης μεταξύ των ευρωπαϊκών πόλεων.
Αυτή τη φιλόξενη, αλληλέγγυα, ανοιχτή πόλη επέλεξαν ακραίοι φανατικοί να χτυπήσουν στις 17 Αυγούστου με τυφλό τρομοκρατικό χτύπημα σε μια αλυσίδα παρόμοιων χτυπημάτων όπως στη Νίκαια, τις Βρυξέλλες, το Βερολίνο, το Μάντσεστερ και το Λονδίνο σκορπώντας τον τρόμο και τον θάνατο. Η επίθεση αποτέλεσε κλασικό δείγμα «νέας» τρομοκρατίας, χωρίς κανένα ιδεολογικό υπόβαθρο αλλά με μια έντονη δόση θρησκοληπτικού φανατισμού και πλύσης εγκεφάλου που συνοδεύεται από επιθέσεις «low cost» για τις οποίες αρκεί ένα αυτοκίνητο ή ένα κουζινομάχαιρο. Ο πρωταρχικός στόχος αυτού του είδους της τρομοκρατίας είναι σαφής, όσο το δυνατόν περισσότερα θύματα μεταξύ αθώων, 16 στην επίθεση αυτή, και συνακόλουθα η δημιουργία μιας περιρρέουσας αίσθησης ανασφάλειας και κινδύνου. Είναι όλοι εν δυνάμει θύματα ενός παρανοϊκού που ζητάει ασαφώς εκδίκηση και «μαρτυρικό» θάνατο, δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι τρομοκράτες είναι ζωσμένοι με ψεύτικα γιλέκα εκρηκτικών επιδιώκοντας τον θάνατο τους από τις αρχές.
Ο δευτερεύων στόχος του συγκεκριμένου χτυπήματος είναι η αποτυχία του μοντέλου συναίνεσης που προωθούν πόλεις όπως η Βαρκελώνη. Οι πάσης φύσεως φανατικοί ξεκάθαρα δεν επιθυμούν τη σταδιακή κοινωνική ενσωμάτωση του μουσουλμανικού στοιχείου στον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής με βάση δημοκρατικές αρχές και αξίες. Μια μικρή θλιβερή μειοψηφία κάνοντας κακή χρήση της φιλοξενίας που της προσφέρθηκε τα προηγούμενα χρόνια, αφού αποδεδειγμένα η πλειοψηφία των τρομοκρατών είναι μουσουλμάνοι ευρωπαίοι πολίτες δεύτερης και τρίτης γενιάς, επιδιώκει μέσω του θρησκευτικού εξτρεμισμού την περιχαράκωση, τις διακρίσεις, τον αποκλεισμό και εν τέλει την ένταση έτσι ώστε σταδιακά οι μουσουλμανικές κοινότητες να μετατραπούν σε φυτώρια φανατικών.
Φυσικά δεν θα μπορούσε να μείνει ανεκμετάλλευτη μια τέτοια εξέλιξη από γνωστούς ακραίους της άλλης πλευράς όπως ο υπουργός εσωτερικών της Πολωνίας που κάλεσε την Ευρώπη να «ξυπνήσει» και να συνειδητοποιήσει ότι, το θέλει δεν το θέλει, βρίσκεται σε έναν «πόλεμο πολιτισμών» με το Ισλάμ, καθώς και ντόπιους ομοϊδεάτες όπως ο Α. Ανδριανόπουλος που δήλωσε «Τα ισλαμικά κτήνη εκτέλεσαν κι άλλους αθώους στη Βαρκελώνη προσέξτε μήπως δεν υποδεχθείτε με τιμές μερικές ακόμη 100δες μουσουλμάνους» και ο Α. Λοβέρδος που συμπέρανε ότι «Σε όλες τις επιθέσεις ανεξαιρέτως επιβεβαιώνεται η σύνδεση τρομοκρατίας-μετανάστευσης. Εκεί το πρόβλημα εκεί και η λύση του.» κλείνοντας το μάτι σε μισαλλόδοξες ακροδεξιές λογικές διωγμών και στοχοποιώντας αδιακρίτως όλους τους πρόσφυγες. Τα εκατομμύρια ειρηνικών μουσουλμάνων που ζουν στην Ευρώπη περνάνε ευσχήμως απαρατήρητα από όλους αυτούς τους λαϊκιστές της εύκολης, συλλήβδην καταδίκης.
Η απάντηση ήρθε άμεσα, αρχικά την επόμενη μέρα σε διαδήλωση των μουσουλμάνων της Βαρκελώνης κατά της βίας και του εξτρεμισμού και στη συνέχεια το Σάββατο 26 Αυγούστου πάλι στη Βαρκελώνη από χιλιάδες πολίτες, ανάμεσά τους ο βασιλιάς και ο πρωθυπουργός της Ισπανίας, που διατράνωσαν την πίστη τους στην ειρηνική συνύπαρξη και την ανοιχτή φιλοξενία ενάντια στο φόβο, τη μισαλλοδοξία και τον απομονωτισμό. Σε αυτό το σημείο έγκειται και ο ρόλος που μπορούν να παίξουν οι πόλεις και η τοπική αυτοδιοίκηση, ρόλος που με την κατάλληλη αρωγή, οικονομική και τεχνική, μπορεί πέρα από την απλή φιλοξενία, τη βοήθεια εύρεσης κατοικιών και τη διαχείριση των προγραμμάτων της ύπατης αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες να επεκταθεί στη δημιουργία συνθηκών ένταξης και ενσωμάτωσης του μουσουλμανικού στοιχείου έτσι ώστε αυτοί οι ίδιοι να αποτελούν τους «φύλακες» της πόλης και να απομονώνουν άμεσα τους ακραίους ομόθρησκούς τους. Η Βαρκελώνη με την ανυποχώρητη στάση της, παρά το τρομοκρατικό χτύπημα, δίνει το παράδειγμα και σε αυτό συμμετέχουν πόλεις σε όλη την Ευρώπη και στην Ελλάδα αρχικά με την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη αλλά στη συνέχεια και με άλλες μικρές επαρχιακές πόλεις υποδείγματα όπως η Λιβαδειά, τα Τρίκαλα, το Κιλκίς και οι πόλεις της Κρήτης που φιλοξενούν σε διαμερίσματα διάσπαρτα στην πόλη και όχι σε camp-γκέτο πρόσφυγες, προσφέροντας συνθήκες αξιοπρέπειας και κανονικότητας, βοηθώντας παράλληλα την τοπική οικονομία.
Είναι κοινά αποδεκτό ότι διαχρονικά τα τείχη και οι φράχτες δεν κατάφεραν ποτέ να αντιμετωπίσουν την ανθρώπινη δυστυχία και απόγνωση και ότι οι ρατσιστικές παρωπίδες περιορίζουν μόνο την οπτική και ποτέ το πρόβλημα. Με δεδομένη επομένως την ύπαρξη των προσφυγικών ροών, χωρίς να εξετάζονται εδώ οι αιτίες δημιουργίας του φαινομένου, στο παγκόσμιο χωριό που ζούμε είναι μονόδρομος η απομόνωση των άκρων, ο σεβασμός του άλλου και η αποδοχή του διαφορετικού έτσι ώστε να δημιουργηθούν συνθήκες ειρηνικής συνύπαρξης των ντόπιων με όσους από τους πρόσφυγες παραμείνουν. Εδώ οφείλουν να παρέμβουν οι τοπικές κοινωνίες με επικεφαλής την τοπική αυτοδιοίκηση, να αναλάβουν πρωτοβουλίες και να δώσουν διέξοδο στο πρόβλημα μέσα από μια διαφορετική προσέγγιση και ενεργή συμμετοχή.