Γερμανικές εκλογές: Εκλογικό σύστημα και η ατζέντα της A. Merkel για την Ε.Ε. | του Γιαννη Τζιουρά
Το Γερμανικό εκλογικό σύστημα είναι ένα σύνθετο σύστημα προεδρευόμενης αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας το οποίο βασίζεται στο Άρθρο 20 σε συνδυασμό με το Άρθρο 38 του Γερμανικού Συντάγματος του 1949, έτσι όπως αυτό ισχύει μετά την
τελευταία αναθεώρηση του 2012. Οι Γερμανοί έχουν δικαίωμα να ψηφίσουν (ταυτοχρόνως) σε δύο πράξεις: Η πρώτη αφορά την επιλογή υποψηφίου βουλευτή της εκλογικής τους περιφέρειας και η δεύτερη επιλογή κόμματος ή κομματικού συνασπισμού. Η κατανομή των εδρών στο κοινοβούλιο γίνεται κι αυτή σε δύο στάδια: Πρώτα καλύπτονται οι 299 από τις 598 θέσεις που προβλέπει ο σχετικός νόμος, θέσεις τις οποίες καταλαμβάνουν οι υποψήφιοι των εκλογικών περιφερειών που συγκέντρωσαν την απλή πλειοψηφία σ’ αυτές, αδιάφορο του συνολικού ποσοστού που συγκέντρωσε το κόμμα τους στις εκλογές. Με το σύστημα αυτό μπορεί να καταλάβει θέση και ανεξάρτητος υποψήφιος δίχως να ανήκει σε κάποιο κόμμα, εφόσον πάντα συγκέντρωσε την απαιτούμενη πλειοψηφία των ψήφων της εν λόγω εκλογικής περιφέρειας. Στη δεύτερη κατανομή, οι υπόλοιπες θέσεις καταλαμβάνονται με βάση τα ποσοστά που συγκέντρωσε το κάθε κόμμα ή κομματικός συνασπισμός συνολικά και αναλογικά. Δηλαδή αν π.χ. το πρώτο κόμμα συγκέντρωσε ένα ποσοστό της τάξεως του 41,5%, όπως ήταν αυτό του CDU της A. Merkel στις τελευταίες εκλογές, καταλαμβάνει και το ανάλογο ποσοστό των εναπομενουσών εδρών.
Στη συνέχεια, οι εκλογικές λίστες των κομμάτων, από τις οποίες προηγουμένως προέκυψαν οι πρώτοι βουλευτές, ενσωματώνονται σε μια γενική λίστα, στην οποία πρώτος είναι ο επικεφαλής του κόμματος, και βάσει της λίστας αυτής γίνεται η δεύτερη κατανομή των υπολοίπων υποψηφίων ανάλογα με τα ποσοστά του κόμματος. Στο πλαίσιο αυτό στη συνέχεια, και αφού έχει σχηματιστεί πλειοψηφικός σχηματισμός, εκλέγεται από το κοινοβούλιο και ο Καγκελάριος.
Το ανωτέρω σύστημα γίνεται περίπλοκο μόνο στην περίπτωση που ένα κόμμα λάβει περισσότερες απευθείας έδρες από την πρώτη κατανομή (overhang seats), αλλά στη συνέχεια συγκεντρώσει ένα μικρότερο συνολικό ποσοστό με αποτέλεσμα να υπολείπεται σε έδρες η εκπροσώπηση ενός κρατιδίου. Στην περίπτωση αυτή διευρύνεται ο συνολικός αριθμός των βουλευτών και κατ’ επέκταση το μέγεθος του κοινοβουλίου με στόχο αφενός να διατηρηθούν οι έδρες που κερδήθηκαν από το κόμμα στην πρώτη κατανομή και αφετέρου να μην επηρεαστεί η εκλογική δύναμη των υπολοίπων κομμάτων, τα οποία κερδίζουν κάποιες πρόσθετες έδρες μέχρι να «εξισορροπηθεί» το απόλυτο ποσοστό που έλαβαν αυτά (παρόμοιο είναι και το εκλογικό σύστημα της Νέας Ζηλανδίας). Στις τελευταίες εκλογές ο συνολικός αριθμός των εδρών αυξήθηκε από 598 σε 631 βουλευτές.
Τέλος το ελάχιστο ποσοστό που θα πρέπει να λάβει ένα κόμμα για να εισέλθει στη Βουλή είναι 5%, ενώ αν υποψήφιοι ενός κόμματος εκλεγούν σε μια περιφέρεια και ως εκ τούτου λάβουν έδρες στην πρώτη κατανομή, αλλά το κόμμα τους δεν κατορθώσει να περάσει το κατώφλι του 5% για να λάβει έδρες με τη δεύτερη κατανομή, τότε οι έδρες αυτές κατανέμονται στα υπόλοιπα κόμματα, όπως έγινε το 2002 με το κόμμα του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού (PDS).
Στις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου, η A. Merkel διεκδικεί την τέταρτη κατά σειρά θητεία της, σε μια οικονομία όπου δανείζεται με αρνητικά επιτόκια, έχει πλεονάσματα, σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης και τη χαμηλότερη ανεργία στην Ε.Ε. ενώ εκλέγεται με ένα κόμμα που έχει ατζέντα για τη χώρα και την Ε.Ε. σε αντίθεση με τον δεύτερο διεκδικητή της εξουσίας, ο οποίος δεν αποτελεί πια απειλή. Ενδιαφέρον έχει το παρακάτω διάγραμμα, στο οποίο φαίνεται ξεκάθαρα η χρονική στιγμή κατά την οποία η A. Merkel και το κόμμα της διασφάλισαν καθοριστικά τη νίκη τους. Είναι η στιγμή κατά την οποία η Merkel παρουσίασε την ατζέντα της για την Ε.Ε. του μέλλοντος και τη νέα Ευρωζώνη, στο πλαίσιο της άτυπης συνόδου κορυφής στη Μάλτα στις 3 Φεβρουαρίου του 2017.
Η κυβέρνηση που μπορεί να σχηματίσει η A. Merkel αυτή τη στιγμή, είναι ο μοναδικός πυλώνας σταθερότητας για τη Γερμανία, την Ε.Ε. και για τους παγκόσμιους συσχετισμούς ισχύος σε έναν κόσμο που αλλάζει. Η Γερμανία, μετά την επικείμενη έξοδο της Μ. Βρετανίας και την αμφιταλάντευση της Γαλλίας μεταξύ νεοφιλελευθερισμού και κρατισμού, αποτελεί την εγγύηση για την Ε.Ε. των επομένων ετών. Η ατζέντα Macron τώρα διαμορφώνεται, με τη Γαλλία να προσπαθεί να διεκδικήσει αξιοπρεπώς μια ισότιμη θέση στο πλάι της Γερμανίας για τις επερχόμενες αλλαγές στην Ε.Ε. που η τελευταία παρουσίασε.
Στην προσπάθειά του αυτή, ο Γάλλος Πρόεδρος, θα προσπαθήσει εσπευσμένα να παρουσιάσει το όραμά του για την νέα Ευρωζώνη και την Ε.Ε. στην μετά Brexit εποχή, δύο μέρες μετά τις Γερμανικές εκλογές, στις 26 Σεπτεμβρίου. Στους σχεδιασμούς αυτούς, η Ελληνική κυβέρνηση δεν επεδίωξε εξ αρχής να συμμετάσχει, αφενός διότι υπάρχει τεράστια απόσταση στην προσέγγιση των Ευρωπαϊκών ζητημάτων μεταξύ αυτής και Γερμανών ή Γάλλων, αφετέρου διότι δεν υπάρχει διαμορφωμένη ατζέντα όχι μόνο για την Ε.Ε. και τη νέα Ευρωζώνη αλλά ούτε για την ίδια τη θέση της χώρας στην Ευρώπη που διαμορφώνεται. Το χειρότερο είναι πως η ανυπαρξία ατζέντας χαρακτηρίζει και την αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία, παρά την ιδεολογική ομοιογένεια με τα κόμματα των χωρών που διαμορφώνουν την ατζέντα για Ε.Ε., δεν έχει ατζέντα για τη θέση της Ελλάδος στην νέα Ευρώπη. Ατζέντα, όχι θέσεις ή ιδέες.
Δυστυχώς διανύουμε μια πολύ κρίσιμη περίοδο, τόσο κρίσιμη ώστε υπάρχει ο κίνδυνος να βρεθούμε μπροστά σε τετελεσμένα γεγονότα όπου θα πηγαίνουμε εσπευσμένα σε εκλογές με την αξιωματική αντιπολίτευση απλά να διεκδικεί την εξουσία με ατζέντα «να παραμείνουμε στην νέα Ευρωζώνη με κάθε κόστος» και τον κυβερνών συνασπισμό να κλιμακώνει τεχνητά μια ένταση με εκείνους που διαμόρφωσαν την ατζέντα δίχως τη δική μας συμμετοχή και με ατζέντα: «μπορούμε και μόνοι μας», τύπου Μ. Βρετανίας, ώστε να περισώσει ό,τι προλάβει από τις καταρρέουσες δυνάμεις του.
Ατζέντα στη χώρα, όπως ξαναέγραψα πρόσφατα, η κεντροαριστερά δεν έχει. Δεν έχει ούτε για τη χώρα ούτε για τη θέση αυτής στην Ε.Ε., πόσο μάλλον για τη θέση της τελευταίας στον κόσμο. Το ζήτημα αυτό δεν είναι πρόβλημα μόνο της ελληνικής κεντροαριστεράς, αφού ακόμη και οι παραδοσιακές δεξαμενές σκέψεις της τελευταίας στο Ευρωπαϊκό επίπεδο έχουν στερέψει. Κι αυτό το αποδεικνύουν οι αλλεπάλληλες εκλογικές ήττες που δέχεται.
Η αξιωματική αντιπολίτευση κωλυσιεργεί στην διαμόρφωση μιας Ευρωπαϊκής ατζέντας, παρά το γεγονός ότι έχει επιλύσει από καιρό τα ζητήματα της επιλογής του αρχηγού της (ίσως έχουν μείνει τα ενδοπαραταξιακά της), κινδυνεύοντας να βρεθεί στη θέση να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας τη στιγμή κατά την οποία δεν θα υπάρχουν πια τα περιθώρια ελιγμών ως προς τις επιλογές που θα έχει μπροστά της. Θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί πως δεν έχει θέση ισχύος και ως εκ τούτου δεν μπορεί να συμβάλλει στη διαμόρφωση των εξελίξεων στο Ευρωπαϊκό επίπεδο, όμως αυτό δεν την εμποδίζει να διαμορφώσει τη δική της Ευρωπαϊκή ατζέντα.
Την επόμενη Τρίτη, στις 26 Σεπτεμβρίου, ο Γάλλος Πρόεδρος θα παρουσιάσει την ατζέντα του για την Ευρώπη του μέλλοντος και την νέα Ευρωζώνη, ενώ αναμένεται σύντομα και η επανα-παρουσίαση της Γερμανικής εκδοχής, χάριν της οποίας η Merkel όπως φαίνεται θα κερδίσει τις εκλογές. Οι συσχετισμοί ισχύος θα καθορίσουν το τελικό αποτέλεσμα των εξελίξεων στην Ε.Ε. μέχρι τις Ευρωεκλογές, με το τελευταίο να κλίνει, κατά την άποψή μου πάντα, προς τη Γερμανική version. Ποια λοιπόν η θέση της Ελλάδος σ’ αυτή την Ε.Ε. που διαμορφώνεται; Ποια η θέση της κυβέρνησης; Ποια της αντιπολίτευσης;
του Γιάννη Τζιουρά
Διεθνολόγος- Πολιτικός Επιστήμονας
Υπ. Δρ. Νομικής ΑΠΘ