Περί «δίκαιης ανάπτυξης», διανομής κοινωνικού μερίσματος και «καθαρής εξόδου» | του Γιαννη Τζιουρά
(10’ ανάγνωση)
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα των αριστερών κυβερνήσεων, είναι η αναδιανομή του πλούτου. Το κυριότερο από τα μέσα για την επίτευξη αυτού του σκοπού, είναι συνήθως η φορολογία. Σε κάθε περίπτωση, η λογική της καταβολής μικρών παροχών σε
πολλούς αντί της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων ή της έρευνας και της ανάπτυξης (R&D) διαγράφει το μέλλον μιας χώρας. Το κυριότερο πρόβλημα της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια, αλλά ιδίως σήμερα, δεν είναι το χρέος της αλλά η χαμένη ανταγωνιστικότητά της. Το πρώτο, ακόμη κι αν ρυθμιστεί, υπό όρους, δεν θα καταστεί ποτέ βιώσιμο καθώς η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, δεν επιτρέπει την μακροπρόθεσμη εξυπηρέτηση του χρέους. Και ποιο θα είναι το επακόλουθο; Μια «βρώμικη έξοδος» τον Αύγουστο του 2018, ευελπιστώ όχι από την Ευρωζώνη, αν και το θεωρώ το πιο πιθανό σενάριο.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά, καθώς τα ανωτέρω διασυνδέονται μεταξύ τους: Η «βρώμικη έξοδος» με την διανομή κοινωνικού μερίσματος και την «δίκαιη ανάπτυξη». Δεν υπάρχει πιθανότητα «καθαρής εξόδου» από το Μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018. Με την οικονομία μέχρι και το 2016 σε μηδενική ανάπτυξη, του κεφαλαιακούς ελέγχους σε ισχύ και με τον υφιστάμενο λόγο χρέους/ΑΕΠ, οι αγορές δεν ακουμπάνε τα λεφτά τους στα Ελληνικά ομόλογα. Άλλωστε η πρόσφατη εμπειρία του περασμένου Αυγούστου έδειξε ότι η κυβέρνηση αντάλλαξε τα ομόλογα του Απριλίου του 2014 ακριβότερα (με υψηλότερο επιτόκιο). Σε κάθε περίπτωση, κάτι που θα εξηγήσω καλύτερα σε επόμενα άρθρα μου όσο πλησιάζει ο καιρός για την «βρώμικη έξοδο», οι πιθανότητες μιας καθαρής εξόδου είναι 0% ενώ οι πιθανότητες σύναψης ενός Τέταρτου κατά σειρά Μνημονίου είναι περίπου 40% με τις πιθανότητες (60%) να κλείνουν υπέρ μιας «προσωρινής» εξόδου από την Ευρωζώνη (το περίφημο time-out). Μακάρι να διαψευστώ.
Όμως τα όσα συμβαίνουν στη χώρα μας συνηγορούν στο σενάριο που προανέφερα. Κι εξηγώ: Κατ’ αρχήν μένουν λιγότερο από 9 μήνες μέχρι τη λήξη του Προγράμματος και ακόμη εκκρεμεί το κλείσιμο αξιολογήσεων, με σημαντικότατα προαπαιτούμενα, ενώ δεν έχει συμφωνηθεί το μετά την έξοδο καθεστώς: Θα μπούμε σε μια προληπτική πιστωτική γραμμή σαν αυτή που προβλεπόταν το 2015; Θα χτίσουμε μόνοι μας ένα «μαξιλάρι» που θα μπορούσε να υποκαταστήσει την προληπτική πιστωτική γραμμή; Θα βγούμε κατευθείαν στη λωρίδα ταχείας κυκλοφορίας έπειτα από 9 χρόνια στα πιτ στοπ; Έχουμε ανακτήσει την εμπιστοσύνη των αγορών για μια «καθαρή έξοδο»; Σημειωτέον ότι η «επιτροπεία» θα διαρκέσει, βάσει Ενωσιακού Κανονισμού μέχρι να αποπληρωθεί το 75% των δανείων που μας χορηγήθηκαν, περίπου δηλαδή μέχρι το 2060.
Η Ελλάδα, ενδεικτικά αναφέρω, το 2006 βρισκόταν στην 65η θέση στην παγκόσμια κατάταξη του πίνακα ανταγωνιστικότητας ενώ το 2016 βρισκόταν στην 86η. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως το 2014 η χώρα βρισκόταν στην 81η θέση, ανεβαίνοντας, έπειτα από αρκετά χρόνια, για πρώτη φορά 10 θέσεις από το 2013 ενώ μέσα σε δύο χρόνια (2014-2016) διολίσθησε 5 θέσεις (το παρακάτω διάγραμμα είναι χαρακτηριστικό της πορείας της ανταγωνιστικότητας).
Σήμερα στην κατηγορία που βρισκόμαστε εμείς ανήκουν χώρες υπό μετάβαση όπως η ΠΓΔΜ, ενώ για το 2015 σε καλύτερες θέσεις από τη δική μας οικονομία βρισκόταν χώρες όπως η Γουατεμάλα και το Τατζικιστάν, ενώ για το 2016 συναγωνιζόμασταν με τη Ναμίμπια και την Αλγερία. Μ’ αυτό το οικονομικό προφίλ, κανείς επενδυτής δεν πρόκειται να αγοράσει Ελληνικά ομόλογα με επιτόκιο ανεπτυγμένων οικονομιών. Άρα για ποια «καθαρή έξοδο» μπορεί κανείς να μιλά;
Το τελευταίο πρόγραμμα διέφερε ως προς τα προηγούμενα δύο, μεταξύ άλλων και στο εξής: Επειδή παρόλη την πολιτική υποτίμησης η οικονομία δεν κατέστη ανταγωνιστική, για μια σειρά από λόγους, σχεδιάστηκε μια πολιτική τόνωσης της ανταγωνιστικότητας μέσω των ιδιωτικοποιήσεων. Με τον τρόπο αυτό υπολογιζόταν το 2015, πως θα ενισχύονταν η ανάπτυξη και ως εκ τούτου θα οδηγούσε κάτι τέτοιο σε ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα, εφόσον εφάρμοζε το Μνημόνιο εγκαίρως, θα έκανε χρήση και των εργαλείων που σχεδιάστηκαν για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας, όπως το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, αφού οι ιδιωτικοποιήσεις θα απαιτούσαν επενδύσεις ιδιωτικών κεφαλαίων, τα οποία θα αντλούσαν οι επενδυτές από τις τράπεζες, οι οποίες θα είχαν τη δυνατότητα να παράσχουν δάνεια μέσω της φθηνής ρευστότητας που θα τους παρείχε το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Στη συνέχεια οι ωφελούμενες επιχειρήσεις θα δημιουργούσαν θέσεις εργασίας μειώνοντας την ανεργία, ενώ όντας πιο ανταγωνιστικές αφού νέα κεφάλαια θα προοριζόταν για επενδύσεις μεταξύ άλλων και στα παραγόμενα προϊόντα και υπηρεσίες, θα δημιουργούσαν συνθήκες ανάπτυξης. Το ενισχυμένο ΑΕΠ θα έδινε τη δυνατότητα, οικονομικά μιλώντας, για καλύτερη χρηματοδότηση του προγράμματος ενώ πολιτικά μιλώντας, θα έδινε στις αγορές το μήνυμα της ετοιμότητας της χώρας να ανταγωνιστεί και πάλι επάξια στο διεθνή στίβο των ανεπτυγμένων.
Αντί αυτού όμως, επικράτησε η άποψη της μετάθεσης της εφαρμογής των πολιτικών αυτών στο τέλος του προγράμματος, ίσως με την ελπίδα να κληθεί μια άλλη κυβέρνηση να εφαρμόσει τις πολιτικές αυτές. Οι ιδιωτικοποιήσεις δεν προχώρησαν με το ρυθμό που απαιτούνταν, τα έσοδα που θα προέκυπταν από αυτές και που θα χρηματοδοτούσαν το πρόγραμμα υποκαταστάθηκαν από την υψηλή φορολόγηση και το πλεόνασμα που προέκυψε, ακόμη και αυτό το υψηλότερο των προσδοκιών και υπολογισμών πλεόνασμα, προέκυψε από το ίδιο ή/και μικρότερο ΑΕΠ, πράγμα που σημαίνει πως η πολιτική αυτή δεν μπορεί να είναι βιώσιμη μεσοπρόθεσμα αφού δίχως να αναπτύσσεται η οικονομία δεν μπορούν να επιτυγχάνονται για καιρό αυτού του ύψους τα πλεονάσματα.
Αυτό όμως, όπως αποδεικνύουν οι αριθμοί, οδηγεί με απόλυτη ακρίβεια στην αποτυχία του Τρίτου Μνημονίου. Κάτι που θα έχει ως αποτέλεσμα να μπούμε σε νέες περιπέτειες του χρόνου, καθώς ο χρηματοδοτικός μηχανισμός του Μνημονίου, δηλαδή το Υπερ-Ταμείο, δεν αξιοποιήθηκε εμπροθέσμως όπως είχε σχεδιαστεί, ούτως ώστε να λειτουργήσει σαν το όχημα προσέλκυσης επενδύσεων μέσω των ιδιωτικοποιήσεων, αλλά θα καταντήσει να «αξιοποιηθεί» μεταγενεστέρως ως εγγύηση της χορηγηθείσας βοήθειας, και ως εκ τούτου ως μηχανισμός εκπλειστηριασμού των περιουσιακών στοιχείων που έχουν εισαχθεί μέχρι σήμερα σ’ αυτό. Για να το πω πιο απλά, αντί να αξιοποιήσουμε το Υπερ-Ταμείο για την προσέλκυση επενδύσεων μέσω των ιδιωτικοποιήσεων και να πετύχουμε υψηλότερα έσοδα, θα αναγκαστούμε να ξεπουλάμε από του χρόνου σε εξευτελιστικές τιμές για να χρηματοδοτήσουμε τις ανάγκες μας (και προκειμένου να αποφύγουμε την αναγκαστική εκτέλεση των περιουσιακών στοιχείων του Ταμείου), καθώς είναι αβέβαιη η πρόσβασή μας σε μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση από τις αγορές.
Η άνοιξη που ακολουθεί θα είναι καταλυτική των όσων θα συμβούν στη χώρα τα επόμενα χρόνια, αφού το Φεβρουάριο θα δημοσιοποιηθούν τα πρώτα στοιχεία από τη Eurostat για την ανάπτυξη του 2017. Θα γίνει το crash test των τραπεζών ενώ θα έχει καθοριστεί και ο ρόλος του νέου Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (σε ποιο βαθμό θα αποτελεί μηχανισμό αναδιάρθρωσης κρατικού χρέους).
Κατόπιν των παραπάνω, εκτίμησή μου είναι πως την ερχόμενη άνοιξη θα καθορίσουν και οι δανειστές τη στάση τους για την παρέμβαση στο χρέος μας. Αν τα οικονομικά δεδομένα τους εκπλήξουν θετικά, υπάρχουν ελπίδες και ένα πολύ στενό περιθώριο για την διαπραγμάτευση μιας πιστωτικής γραμμής μετά τη λήξη του Προγράμματος τον Αύγουστο. Δηλαδή να επανέλθουμε στον Φλεβάρη του 2015. Αν οι αριθμοί δεν τους ικανοποιήσουν, τότε το επικρατέστερο σενάριο είναι εκείνο που πρότεινε το ΔΝΤ τον Μάιο του 2016 περί ενός 20ετούς μορατόριουμ αποπληρωμών του χρέους, κάτι που συνεπάγεται την αναστολή της συμμετοχής μας στην Ευρωζώνη. Το σενάριο αυτό ίσως εφαρμοστεί από τον νέο ESM καθώς το ΔΝΤ δεν επιθυμεί η παρέμβαση του χρέους να περάσει από το κλαμπ του Παρισιού, ενώ σύμφωνα με τα πρόσφατα λεγόμενα του επικεφαλής του ESM ο νέος Μηχανισμός θα παρέχει τη δυνατότητα και για παρέμβαση στο ιδιωτικό χρέος (θα κάνει και τη δουλειά του κλαμπ του Λονδίνου). Συνεπώς, ο νέος ESM είναι η μόνη «νομική» λύση για γενναιότερες παρεμβάσεις στα χρέη (δηλαδή στο δικό μας χρέος), καθώς το Ενωσιακό πλαίσιο δεν ενδείκνυται για τις παρεμβάσεις που ονειρευόμαστε (και ίσως έχουμε τελικά ανάγκη).
Η κυβέρνηση, με την κατάθεση του νομοσχεδίου για την «Διανομή Κοινωνικού Μερίσματος» ύψους 720 εκατ. €, δίνει στους δανειστές το μήνυμα της πολιτικής που επιθυμεί να εφαρμόσει: Αναδιανομή πλούτου ,αδιάκριτα, στον πληθυσμό με καθαρά εισοδηματικά (δηλωθέντα δηλαδή εισοδήματα) και ποσοτικά κριτήρια. Κι αναρωτιέται κανείς: Τι άλλο θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει η κυβέρνηση με το πλεονάζον ποσό; Θα μπορούσε να το διαφυλάξει για το μαξιλάρι που πρέπει να έχει σε περίπτωση «καθαρής εξόδου»; Θα μπορούσε να το δώσει στους δικαιούχους επιστροφής φόρων; Θα μπορούσε να ενισχύσει τα εθνικά αναπτυξιακά ταμεία; Σκεφτείτε πως για παράδειγμα στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας ιδρύθηκε Αναπτυξιακό Ταμείο με ένα σχετικά πολύ μικρό κεφάλαιο. Αν σε κάθε περιφέρεια συστηνόταν από ένα αντίστοιχο ταμείο με στόχο π.χ. την παροχή εγγυήσεων για δάνεια επιχειρήσεων, τα αρχικά κεφάλαια σύστασής τους θα μπορούσαν αν είναι της τάξεως των 50 εκατομμυρίων €. Τέλος, θα μπορούσε να ενισχυθεί το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων ή να δοθούν τα χρήματα ως ενίσχυση αναπτυξιακών προγραμμάτων των ΟΤΑ.
Η κυβέρνηση λοιπόν, κατά την άποψή μου θα μπορούσε να το διανείμει το ποσό αυτό ως μορφή εγγυήσεων σε νεοφυείς επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις που επενδύουν στην έρευνα και την καινοτομία, ώστε να κατορθώσουν οι τελευταίες να δανειοδοτηθούν από τις τράπεζες μιας και οι τράπεζες δίχως πρόσβαση σε φθηνή ρευστότητα δεν χορηγούν εύκολα δάνεια σε επιχειρήσεις. Με τον τρόπο αυτό, θα μπορούσε η κυβέρνηση να συμβάλλει στη μόχλευση κεφαλαίων και στην προσέλκυση επενδύσεων σε ανταγωνιστικούς τομείς έτσι ώστε και να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας αλλά και να ανέβει η χώρα στην παγκόσμια κατάταξη του πίνακα ανταγωνιστικότητας. Ήταν θέμα πολιτικών επιλογών. Συνεπώς, το πολιτικό αυτό στίγμα είναι εκείνο που καθορίζει το τι θα επακολουθήσει του χρόνου. Ενδεικτικά αναφέρω πως με εγγυήσεις ύψους 720 εκατ. €, θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν χιλιάδες νέες, νεοφυείς επιχειρήσεις, ενώ το ποσό αυτό, ως εγγύηση, και όχι ως επιδότηση, θα παρέμενε προς χρήση στο μέλλον, ενώ τώρα απλά θα γίνει δωράκια για τα Χριστούγεννα. Για παράδειγμα κάποιος που πουλάει 200 ζευγάρια υποδημάτων το Δεκέμβριο, εάν πουλήσει 220, δεν θα αναπτυχθεί ούτε η επιχείρησή του, ούτε τα έσοδα αυτά είναι ικανά να οδηγήσουν είτε σε αύξηση του ΑΕΠ της χώρας, είτε σε βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς μας. Εάν όμως 10.000 νεοφυείς επιχειρήσεις αποκτήσουν εγγύηση ύψους 72.000 € προκειμένου να δανειοδοτηθούν από τράπεζες για να επενδύσουν σε έρευνα και καινοτομία, τότε τα οφέλη σε όρους ανταγωνιστικότητας θα αποτυπωθούν στις παγκόσμιες λίστες, τις οποίες οι επενδυτές συμβουλεύονται προτού βγουν στην αγορά κρατικών ομολόγων.
Ο Γιάννης Τζιουράς είναι Διεθνολόγος- Πολιτικός Επιστήμονας Υπ. Δρ. Νομικής ΑΠΘ