Η ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ | του Κώστα Μιμίκου*
Οι συζητήσεις για την Ευρωπαική στήριξη της αγροτικής παραγωγής για τη μετά το 2020 εποχή, βρίσκονται ήδη σε προχωρημένο στάδιο. Ήδη η Ευρωπαική Επιτροπή δημοσιοποίησε στις 29 Νοεμβρίου τις πολιτικές της προτάσεις της για το μέλλον του κλάδου της γεωργίας και της διατροφής.
Οι αγροτικοί φορείς της υπαίθρου καθώς και οι φορείς εφαρμογής της αγροτικής πολιτικής παρακολουθούν, εκ του μακρόθεν και όσο μπορούν, μέσω δημοσιευμάτων τις διεργασίες που γίνονται σε επίπεδο υπουργείου και σε επίπεδο commission. Χωρίς όμως να έχουν σαφή, ή τουλάχιστον δεν την εκφράζουν, άποψη που να αντιπροσωπεύει τα συλλογικά όργανα, εκτός ελάχιστων περιπτώσεων.
Η στρατηγική για τη χώρα μας δεν μπορεί να είναι άλλη, εκτός από τη στήριξη της πραγματικής παραγωγής και η ενίσχυση της παραγωγικότητας του αγροτικού τομέα, με στόχο την ανταγωνιστικότητα των προιόντων, την διατροφική επάρκεια του πληθυσμού και τη τόνωση των εξαγωγών.
Σ’ αυτά πρέπει αρχικά να συμφωνήσουμε όλοι και να κάνουμε και ένα βήμα παραπέρα. Να προσπαθήσουμε να εξειδικεύσουμε τις πολιτικές και με βάση αυτές να επιλέξουμε τις συμμαχίες σε επίπεδο Ευρωπαικής Ένωσης.
Με τη Νέα ΚΑΠ για μετά το 2020, θα πρέπει κατά την άποψή μου, να «επανεθνικοποιηθεί» ένα μεγαλύτερο μέρος των κοινοτικών ενισχύσεων και τα κράτη μέλη να μπορούν να κατευθύνουν ένα μεγαλύτερο μέρος των άμεσων ενισχύσεων σε κλάδους παραγωγής και σε περιφέρειες της χώρας που διαθέτουν συγκριτικό πλεονέκτημα, σε συνδυασμό με τη στόχευση της κάθε χώρας, στους βιομηχανικούς κλάδους, το εξαγωγικό εμπόριο, το περιβάλλον, τη διατροφική αλυσίδα, κλ.π.
Αυτό εξάλλου γίνεται και σήμερα σε ένα μικρότερο βαθμό, μέσω των συνδεδεμένων ενισχύσεων, σε ποσοστό 9% των άμεσων ενισχύσεων.
Μόνο μ’ αυτό τον τρόπο και σε συνδυασμό με άλλα μέτρα πολιτικής, μέσω του 2ου πυλώνα, όπως τα μέτρα για την ανανέωση του αγροτικού πληθυσμού, την ενίσχυση των «μικρών» παραγωγών, τη στήριξη των μειονεκτικών περιοχών, τα αγροπεριβαλλοντικά, κ.α., μπορεί να επιτευχθεί η τόνωση της απασχόλησης στο πρωτογενή τομέα και να αναβαθμιστεί πραγματικά το αγροτικό επάγγελμα.
Αποτιμώντας εξάλλου τη συμβολή της προηγούμενης μεταρρύθμισης του 2006, που από τη «πολιτική στήριξης των τιμών» περάσαμε στη «πολιτική στήριξης του εισοδήματος», μέσω των άμεσων ενισχύσεων ανεξάρτητα του παραγόμενου προιόντος και του όγκου παραγωγής, θεωρούμε ότι ήταν σε σωστή κατεύθυνση, υποστηριζόμενη τότε από το σύνολο των πολιτικών κομμάτων πλην του ΚΚΕ, αλλά και από όλους σχεδόν τους συνεταιριστικούς και συνδικαλιστικούς φορείς των αγροτών.
Ο μόνος φόβος τότε που υπήρχε ήταν, μήπως και υπάρξει εγκατάλειψη των καλλιεργειών και μάλιστα παραδοσιακών κλάδων, που τελικά επαληθεύτηκε σε μικρό βαθμό με την αύξηση ακαλλιέργητων εκτάσεων και αγραναπαύσεων, και με μόνη σημαντικότατη αρνητική εξέλιξη την τάση εξαφάνισης της καπνοκαλλιέργειας. Ίσως τότε θα έπρεπε να παραμείνουν οι συνδεδεμένες ενισχύσεις για το καπνό όπως έγινε με το βαμβάκι. Κάθε μεταρρύθμιση όμως έχει και αρνητικές συνέπειες όταν δε μελετώνται εκ των προτέρων συστηματικά οι επιπτώσεις της.
Αυτά θα πρέπει ως χώρα να προσπαθήσουμε να αποφύγουμε στο μέλλον με την επερχόμενη μεταρρύθμιση της ΚΑΠ, στοχεύοντας στην εφαρμογή κλαδικών και περιφερειακών πολιτικών σύμφωνα με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε τόπου. Οι περιφέρειες της χώρας πρέπει άμεσα να εκπονήσουν σχέδιο προτεραιοτήτων για την αγροτική παραγωγή καθώς και πλάνο υποστήριξης αυτού σε βάθος χρόνου.
* ο Μιμίκος Κώστας είναι Γεωπόνος Τ.Ε.